Υπόθεση T-423/05

Προσφυγή της “Ολυμπιακής Αεροπορίας Υπηρεσίες Α.Ε.” κατά της Επιτροπής

Εκτός από τις προσφυγές που κατέθεσαν στο Πρωτοδικείο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά της Επιτροπής η Ελληνική Δημοκρατία (υπόθεση Τ-415/05) και η νέα εταιρία “Ολυμπιακές Αερογραμμές Α.Ε.” (υπόθεση Τ-416/05), την ίδια ημέρα κατέθεσε προσφυγή και η εταιρία “Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες Α.Ε.”, όπως μετονομάστηκε η παλαιά “ΟΑ” μετά την ιδιωτικοποίησή της, με αίτημα να ακυρωθεί ολικά ή μερικά, σύμφωνα με τα άρθρα 230-231 ΕΚ, η προσβαλλόμενη Απόφαση της Επιτροπής C 11/2004, για κρατικές ενισχύσεις που φέρεται να χορήγησε η Ελλάδα προς την “Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες Α.Ε.”.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή διαπίστωσε την καταβολή προς τη νέα εταιρία (ΝΟΑ) και την προσφεύγουσα κρατικών ενισχύσεων από την Ελλάδα, ασυμβίβαστων προς τη συνθήκη, μεταξύ των άλλων και εξαιτίας:

– υπερεκτίμησης της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της ΝΟΑ, κατά το χρόνο της σύστασής της,

– ενέργειας από το ελληνικό Δημόσιο, ως εγγυητή, καταβολών για οφειλές της ΟΑ,

– επίδειξης από το ελληνικό Δημόσιο προς την ΟΑ συνεχούς ανοχής ως προς τις οφειλές φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.

Η προσφεύγουσα αμφισβητεί καταρχήν το σκέλος της απόφασης που αναφέρεται στην υποτιθέμενη υπερεκτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού της ΝΟΑ κατά την σύστασή της. Επικαλείται παράβαση των άρθρων 87 § 1 και 3 ΕΚ και 253 ΕΚ (υποχρέωση αιτιολόγησης). Θεωρεί ότι εφαρμόστηκε εσφαλμένα το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, καθόσον η Ελληνική Δημοκρατία ενήργησε όπως θα δρούσε κάθε συνετός ιδιώτης επιχειρηματίας. Εκτιμά επίσης ότι υπήρξε λανθασμένη μεθοδολογία και συμπεράσματα αναφορικά με τον υπολογισμό του ύψους της εικαζομένης ωφέλειας. Επικαλείται ακόμη έλλειψη αιτιολογίας ως προς την ύπαρξη των προϋποθέσεων του άρθρου 87 § 1 ΕΚ.

Σε ό,τι αφορά τις καταβολές ποσών από το Δημόσιο για οφειλές της, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι έγιναν οι καταβολές αυτές, θεωρεί όμως ότι δεν ενέχουν στοιχεία κρατικής ενίσχυσης και επικαλείται σχετικά παράβαση του άρθρου 87 § 1 ΕΚ. Αναλυτικότερα, η προσφεύγουσα επικαλείται ότι η συνέχιση των κρατικών ενισχύσεων, στις οποίες εντάσσονται οι εν λόγω καταβολές του Ελληνικού Δημοσίου, είχε γίνει αποδεκτή από την Επιτροπή και κατ΄εσφαλμένη νομική εκτίμηση η τελευταία επικαλείται το αντίθετο με την προσβαλλόμενη απόφαση. Στο ίδιο πλαίσιο η προσφεύγουσα επικαλείται πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως της Επιτροπής αναφορικά με τις πληρωμές που έλαβαν χώρα πριν από την τροποποίηση κάποιων εγγυήσεων, καθώς και με το χαρακτηρισμό ορισμένων πληρωμών του Δημοσίου ως κρατικών ενισχύσεων. Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης και ως προς αυτό το σκέλος παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογίας.

Αναφορικά με τη διαπίστωση της προσβαλλόμενης απόφασης περί “συνεχιζόμενης ανοχής” της Ελλάδος έναντι της ΟΑ, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση του κοινοτικού δικαίου ως προς την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, λόγω του ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τη συμπεριφορά της Ελλάδος υπό το πρίσμα του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή και απέτυχε να ανταποκριθεί στο βάρος απόδειξης. Επικαλείται ακόμη πρόδηλη εσφαλμένη εκτίμηση αναφορικά με τον υπολογισμό και την ποσοτικοποίηση της εικαζόμενης ωφέλειας, καθώς και έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας.

Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου, δηλαδή κατ’αρχήν του δικαιώματος ακροάσεως, το οποίο η προσφεύγουσα θεωρεί ότι παραβιάστηκε λόγω της άρνησης της Επιτροπής να χορηγήσει στην Ελληνική Δημοκρατία, και κατ΄ επέκταση στην ίδια την προσφεύγουσα ως άμεσα θιγόμενη, πρόσβαση στο πόρισμα που ετοίμασε μία ελεγκτική εταιρία που διόρισε η Επιτροπή. Η προσφεύγουσα επικαλείται επίσης παραβίαση της αρχής “non bis in idem” λόγω της επιβολής, με την προσβαλλομένη απόφαση, τόκων με βάση το κοινοτικό επιτόκιο επί των ποσών των ενισχύσεων που πρέπει να ανακτηθούν, στα οποία όμως περιλαμβάνονται ήδη πρόστιμα, τόκοι και προσαυξήσεις με βάση τις εθνικές διατάξεις.

keyboard_arrow_up