Ryanair/Επιτροπή (Condor II) – Το γεγονός και μόνον ότι υπάρχουν διαφορετικοί οικονομικοί δείκτες για τη μέτρηση της απόδοσης μιας επιχείρησης από εκείνους που χρησιμοποίησε η Επιτροπή δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα τους, ιδίως όταν οι επίμαχοι δείκτες έχουν χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο λογικό και συνεπή. Γενικές αναφορές περί ύπαρξης ανταγωνισμού του προσφεύγοντος με τον δικαιούχο μέτρου ενίσχυσης δεν επαρκούν προκειμένου να αποδειχθεί ότι το επίμαχο μέτρο είναι ικανό να επηρεάσει σημαντικά την ανταγωνιστική θέση του προσφεύγοντος στην αγορά
Υπολογισμός της αποζημίωσης για περιοριστικά ταξιδιωτικά μέτρα – T-366/22
Την περίοδο 2019-2021, η γερμανική αεροπορική εταιρεία Condor επωφελήθηκε από διάφορα γερμανικά μέτρα κρατικών ενισχύσεων τα οποία μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο ομάδες:
α) μέτρα που αποσκοπούσαν στην επίλυση των οικονομικών δυσχερειών που προκλήθηκαν από την πτώχευση της πρώην μητρικής της εταιρείας, Thomas Cook και συγκεκριμένα δύο ενισχύσεις διάσωσης βάσει των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014 για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Πρόκειται για τις εγκριτικές αποφάσεις της Επιτροπής SA.55394/2019 που επικυρώθηκε από την Τ-577/20, καθώς επίσης SA.63203/2021, η οποία ακυρώθηκε αρχικώς από την απόφαση βάσει της προσφυγής Τ-28/22, πλην όμως η ενίσχυση κρίθηκε εκ νέου συμβατή.
β) δύο μέτρα για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από την πανδημία του κορωνοϊού, με ευθεία εφαρμογή του άρθρου 107 (2) (β) ΣΛΕΕ, και συγκεκριμένα, το επίμαχο μέτρο για το οποίο ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή ακυρώσεως και μία ακόμη ad hoc ενίσχυση (SA.63617/2021). Το επίμαχο μέτρο είχε εγκριθεί αρχικώς με την απόφαση SA.56867/2020, η οποία ακυρώθηκε από το ΓεΔΕΕ λόγω έλλειψης αιτιολογίας, καθώς η Επιτροπή δεν είχε προβεί σε σαφή διάκριση των οικονομικών προβλημάτων της Condor που προϋπήρχαν της πανδημίας του κορωνοϊού με εκείνα που προέκυψαν συνεπεία αυτής (T-665/20). Παρά ταύτα, η Επιτροπή, έκρινε εκ νέου συμβατή την επίμαχη ενίσχυση, συμπληρώνοντας την προηγούμενη αιτιολογία της (SA.56867/2021). Η Ryanair προσέφυγε εκ νέου στο ΓεΔΕΕ.
Επί του παραδεκτού της προσφυγής, το ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι η Ryanair είχε επικαλεστεί απλώς και κατά τρόπο γενικό ότι ανταγωνιζόταν την Condor στην αγορά των αερομεταφορών. Ωστόσο, τέτοιες γενικές αναφορές δεν επαρκούσαν προκειμένου να αποδείξουν ότι το επίμαχο μέτρο ήταν ικανό να επηρεάσει σημαντικά την ανταγωνιστική θέση της στην εν λόγω αγορά. Ενώ η Ryanair ήταν πράγματι ανταγωνίστρια της Condor, η ανταγωνιστική σχέση μεταξύ τους ήταν μάλλον περιορισμένη. Ως εκ τούτου, δεν είχε αποδειχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορούσε ατομικά και, επομένως, δεν διέθετε νομιμοποίηση να αμφισβητήσει την ουσία της επίμαχης απόφασης. Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ απέρριψε ως απαράδεκτους τους δύο πρώτους λόγους ακυρώσεως, ενώ έκρινε παραδεκτό τον τρίτο λόγο, στο μέτρο που αφορούσε τη διαφύλαξη των διαδικαστικών δικαιωμάτων της Ryanair και τον τέταρτο λόγο που αφορούσε την υποχρέωση αιτιολογίας, ως λόγο δημοσίας τάξεως.
Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η Ryanair είχε επικαλεστεί παραβίαση των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, στο μέτρο που η Επιτροπή έπρεπε να έχει σοβαρές αμφιβολίες για τη συμβατότητα του μέτρου και να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, αλλά δεν το έπραξε. Το ΓεΔΕΕ έκρινε, αρχικά, πως, το γεγονός ότι η Condor ήταν μια επιχείρηση που αντιμετώπιζε σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και είχε λάβει ενίσχυση διάσωσης και αναδιάρθρωσης δεν την εμπόδιζε να λάβει, επίσης, ενίσχυση βάσει του άρθρου 107 (2) (β) ΣΛΕΕ, εφόσον πληρούνταν οι όροι του. Ούτε μπορούσε η χορήγηση της ενίσχυσης διάσωσης να δικαιολογήσει διαφορετική ή αυστηρότερη εκτίμηση των όρων του.
Ως προς την ορθότητα του υπολογισμού των ζημιών που υπέστη η Condor από τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας, το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή πως οι οικονομικοί δείκτες που είχαν χρησιμοποιηθεί συγκαταλέγονται μεταξύ των αναγνωρισμένων και συχνά χρησιμοποιούμενων προτύπων για τη μέτρηση των επιδόσεων μιας επιχείρησης. Το γεγονός και μόνο ότι υπάρχουν διάφοροι δείκτες για τη μέτρηση της απόδοσης μιας επιχείρησης δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε αμφιβολίες ως προς την καταλληλότητα του δείκτη που επέλεξε η Γερμανία προκειμένου να τεκμηριώσει τις ζημίες, ιδίως όταν οι επίμαχοι δείκτες είχαν χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο λογικό και συνεπή. Ούτε αναιρούσε τη διαπίστωση αυτή η ύπαρξη ενός μη δεσμευτικού εγγράφου της Επιτροπής που ενθάρρυνε στη χρήση και άλλων μεθόδων. Επί της ουσίας του ζητήματος, διαπίστωσε ότι η μέθοδος αξιολόγησης της Επιτροπής ήταν εύλογη και κατέληγε σε συμπεράσματα, τα οποία δεν καταρρίφθηκαν κατά την αποδεικτική διαδικασία.
Όσον αφορά στη διάκριση μεταξύ των ζημιών πριν και μετά την πανδημία, το ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι τα αποτελέσματα της Condor για την περίοδο 2015-2019 δεν αποδείκνυαν σαφώς πτωτική τάση, η οποία θα δικαιολογούσε αποτελέσματα ακόμη πιο αρνητικά από αυτά που προβλέπονταν στο επιχειρηματικό της σχέδιο για το 2020. Συμφώνησε με την Επιτροπή ότι η ανάλυση για τον υπολογισμό της ζημίας που είχε υποστεί η Condor στο πλαίσιο της πανδημίας έπρεπε να γίνει συγκρίνοντας την κατάστασή της αμέσως πριν από την εμφάνιση της πανδημίας με αυτήν μετά την πανδημία. Έτσι, θα μπορούσαν να προσδιοριστούν τα αποτελέσματα που θα μπορούσε να έχει επιτύχει ελλείψει της πανδημίας, όπως και έγινε. Περαιτέρω, η Ryanair δεν είχε αποδείξει ότι ορισμένα έξοδα που αφορούσαν την αναβάθμιση του στόλου της Condor θα είχαν πραγματοποιηθεί εάν δεν είχε εκδηλωθεί η πανδημία του κορωνοϊού. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν μάλλον απίθανο, βάσει του σχεδίου αναδιάρθρωσης, και υπαγορεύτηκε μάλλον από τις αυξημένες ανάγκες της πανδημίας, με αποτέλεσμα να μπορεί η σχετική δαπάνη να προσμετρηθεί στο ύψος της ενίσχυσης.
Ως προς την περίοδο υπολογισμού των ζημιών, το ΓεΔΕΕ, αφού εξέτασε διεξοδικά τα περιοριστικά μέτρα και τις συνέπειές τους, διαπίστωσε ότι μεταξύ 1ης Νοεμβρίου και 31ης Δεκεμβρίου 2020, σχεδόν όλες οι διαδρομές που εκτελούσε η Condor επηρεάστηκαν από ταξιδιωτικούς περιορισμούς, με αποτέλεσμα τα στοιχεία που αφορούν την εν λόγω περίοδο να μην είναι επαρκώς αντιπροσωπευτικά του αριθμού των επιβατών που θα είχαν ταξιδέψει ελλείψει των εν λόγω περιορισμών. Κατά συνέπεια, προκειμένου να ληφθεί υπόψη ένα επαρκώς αντιπροσωπευτικό δείγμα πτήσεων που δεν επηρεάστηκαν από τους περιορισμούς αυτούς, η Επιτροπή ορθώς είχε χρησιμοποιήσει το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ήτοι μεταξύ 1ης Ιουλίου και 31ης Οκτωβρίου 2020. Το γεγονός ότι υπήρχαν, μεμονωμένα, ορισμένες πτήσεις που δεν επηρεάστηκαν μεταξύ 1ης Νοεμβρίου και 31ης Δεκεμβρίου 2020 δεν αρκεί για να αποδείξει ότι οι πτήσεις αυτές έπρεπε να συμπεριληφθούν στο δείγμα που επέλεξε η Επιτροπή.
Ως προς τον κίνδυνο υπεραντιστάθμισης από τη σωρευτική εφαρμογή της ενίσχυσης διάσωσης και του επίμαχου μέτρου, το ΓεΔΕΕ επεσήμανε ότι τα δύο αυτά μέτρα είναι διακριτά και επιδιώκουν διαφορετικούς σκοπούς, με αποτέλεσμα να προορίζονται για την κάλυψη διαφορετικών δαπανών. Συνεπώς, δεν είχε αποδειχτεί ότι η ενίσχυση διάσωσης είχε πραγματική επίδραση στον υπολογισμό της ζημίας που προκλήθηκε από την πανδημία. Το απλό γεγονός ότι εντοπίστηκε μια μικρή επικάλυψη μεταξύ της περιόδου που κάλυπτε η ενίσχυση διάσωσης και της μίας εκ των περιόδων της πανδημίας που αφορούσε η αποζημίωση δεν επαρκεί για να αποδείξει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε αμφιβολίες ως προς την ύπαρξη κινδύνου υπεραντιστάθμισης, δεδομένου ότι τα δύο αυτά μέτρα ενίσχυσης αποσκοπούν στην κάλυψη δαπανών διαφορετικής προέλευσης.
Όσον αφορά την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, το ΓεΔΕΕ, αφότου επανέλαβε ότι η Condor είχε, πράγματι, επηρεαστεί σοβαρά από τους ταξιδιωτικούς περιορισμούς της πανδημίας, εξέτασε τον ιδιαίτερο ρόλο της. Διαπίστωσε ότι είναι μία αεροπορική εταιρεία τσάρτερ που παρέχει συνδεσιμότητα στη Γερμανία, προσφέροντας υπηρεσίες αεροπορικής μεταφοράς σε μεμονωμένους πελάτες, ταξιδιωτικούς πράκτορες και ταξιδιωτικά γραφεία από διάφορα αεροδρόμια, ιδίως στη Γερμανία, εστιάζοντας στην αγορά των ταξιδιών αναψυχής. Συνεπώς, η Condor διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη συνδεσιμότητα της γερμανικής αγοράς ταξιδιών αναψυχής, λόγω των ειδικών χαρακτηριστικών των υπηρεσιών της, οι οποίες κατέστησαν δυνατή την πρόσβαση σε πτήσεις αναψυχής σε αρκετές χιλιάδες ταξιδιωτικά γραφεία μέσω διαφόρων διασυνδέσεων που δεν προσφέρονταν από άλλες αεροπορικές εταιρείες. Ελλείψει των εν λόγω διασυνδέσεων, τα πρακτορεία αυτά έπρεπε να αναλάβουν πρόσθετα έξοδα. Τέλος, η Condor ήταν σημαντική και λόγω των θέσεων εργασίας που παρείχε. Επί της αναλογικότητας του μέτρου, διαπίστωσε ότι δεν υπερβαίνει το ύψος της ζημίας που υπέστη η Condor κατά τη συνολική περίοδο αποζημίωσης λόγω των ταξιδιωτικών περιορισμών και των άλλων μέτρων περιορισμού που συνδέονται με την πανδημία.
Κατόπιν τούτων, και αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς περί παραβίασης της ελευθερίας εγκατάστασης και της υποχρέωσης αιτιολογίας, το ΓεΔΕΕ απέρριψε συνολικά την προσφυγή.



