Βελγικά μέτρα για πυρηνικούς αντιδραστήρες – SA.106107

Η Επιτροπή ενέκρινε, βάσει του άρθρου 107 (3) (γ) ΣΛΕΕ και των διατάξεων του Κανονισμού 943/2019 σχετικά με την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, μία δέσμη βελγικών ενισχύσεων, για να παραταθεί η λειτουργία δύο πυρηνικών αντιδραστήρων

Στο Βέλγιο, ο νόμος του 2003 για τη σταδιακή κατάργηση της πυρηνικής ενέργειας προέβλεπε ότι έως το 2025 πρέπει να κλείσουν και οι επτά πυρηνικοί αντιδραστήρες του Βελγίου. Τον Μάρτιο του 2022, λόγω των ανησυχιών για την ασφάλεια του εφοδιασμού εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, η βελγική ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε να διατηρήσει τους δύο νεότερους βελγικούς πυρηνικούς σταθμούς, Doel 4 και Tihange 3, ανοικτούς για 10 επιπλέον χρόνια.

Στο πλαίσιο αυτό, το Βέλγιο κοινοποίησε στην Επιτροπή διάφορα μέτρα κρατικών ενισχύσεων που αποσκοπούν να στηρίξουν αυτήν την παράταση της λειτουργίας των δύο πυρηνικών αντιδραστήρων. Αμφότεροι οι αντιδραστήρες ανήκουν κατά 89,8% στην εταιρεία Electrabel, θυγατρική της Engie S.A., και κατά 10,2% στην εταιρεία Luminus, θυγατρική της EDF. Μετά τη χορήγηση των παραπάνω ενισχύσεων, οι δύο αντιδραστήρες θα ανήκουν κατά 10,2% στην Luminus και κατά 89,8% στη νεοσύστατη κοινοπραξία του βελγικού δημοσίου και της Electrabel, BE-NUC.

Τα μέτρα ενισχύσεων αποσκοπούν στη διατήρηση της ασφάλειας του εφοδιασμού με ηλεκτρική ενέργεια στο Βέλγιο και σε γειτονικά κράτη, διατηρώντας παράλληλα τη χρήση άνθρακα σε όσο το δυνατόν χαμηλότερα επίπεδα. Έτσι, το Βέλγιο επιδιώκει να συμπληρώσει τον υφιστάμενο μηχανισμό δυναμικότητας, ο οποίος διασφαλίζει ότι υπάρχει επαρκής δυναμικότητα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ότι η παραγόμενη ενέργεια είναι αντίστοιχη της ζήτησης.

Με τη δέσμη μέτρων, το βελγικό δημόσιο προτίθεται να συνάψει μία σειρά συμβάσεων με την Engie. Ειδικότερα, η συνεργασία με την Engie θα περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

  • Χρηματοδοτικές και διαρθρωτικές ρυθμίσεις, οι οποίες θα αφορούν: α) τη δημιουργία μιας κοινοπραξίας, ιδιοκτησίας εξ ημισείας από το βελγικό δημόσιο και την Electrabel. Η κοινοπραξία με τη σειρά της θα είναι ιδιοκτήτρια, από κοινού με τη Luminus, των πυρηνικών αντιδραστήρων και της ενέργειας που θα παράγουν, β) τη χορήγηση μετοχικού δανείου και εισφοράς μετοχικού κεφαλαίου από το βελγικό δημόσιο και την Electrabel στην κοινοπραξία για συνολικό ποσό περίπου 2.000.000.0000 ευρώ που απαιτούνται για την κάλυψη των κεφαλαιουχικών δαπανών οι οποίες είναι αναγκαίες για την επέκταση της διάρκειας ζωής των δύο αντιδραστήρων, γ) μηχανισμούς χρηματοδοτικής στήριξης που θα παράσχει το βελγικό δημόσιο. Οι μηχανισμοί αυτοί περιλαμβάνουν: προχρηματοδότηση των δαπανών και των εξόδων της Electrabel για τις δραστηριότητες ανάπτυξης, σύναψη μίας αμφίδρομης σύμβασης επί της διαφοράς που θα ισχύσει για όλη τη διάρκεια της παράτασης λειτουργίας των αντιδραστήρων, χορήγηση ενός δανείου περί τα 580.000.000 ευρώ και χορήγηση μίας λειτουργικής εγγύησης για τις ταμειακές ροές της κοινοπραξίας.
  • Μεταφορά υποχρεώσεων από την Electrabel στο βελγικό δημόσιο σχετικά με τη μακροπρόθεσμη αποθήκευση και την τελική διάθεση πυρηνικών αποβλήτων και αναλωμένων καυσίμων, έναντι καταβολής εφάπαξ ποσού 15.000.000.000 ευρώ.
  • Κατανομή κινδύνων και νομική προστασία σε περίπτωση μελλοντικών νομοθετικών αλλαγών, ειδικά όσον αφορά τους πυρηνικούς φορείς εκμετάλλευσης στο Βέλγιο ή τις πυρηνικές δραστηριότητες της Electrabel.

Το 2024, η Επιτροπή εξέφρασε διάφορες ανησυχίες ως προς τη συμβατότητα των εν λόγω μέτρων με τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων και ιδίως με:

  • την αναγκαιότητα θέσπισης των υπόλοιπων πρόσθετων μηχανισμών χρηματοδοτικής στήριξης πέραν της αμφίδρομης σύμβασης επί της διαφοράς, και ιδίως την αναγκαιότητα να δημιουργηθεί η κοινοπραξία και να χρηματοδοτηθεί από κρατικούς πόρους, ενώ ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην διαπίστωση της ανάγκης να καταβληθεί η λειτουργική ενίσχυση και το δάνειο ύψους 580.000.000 ευρώ,
  • την καταλληλότητα της αμφίδρομης σύμβασης επί της διαφοράς και του συνδυασμού των χρηματοδοτικών και διαρθρωτικών μέτρων για να επιτύχουν τον σκοπό της παράτασης λειτουργίας των πυρηνικών αντιδραστήρων, καθώς ενδέχεται να απαλλάσσουν αδικαιολόγητα τους δικαιούχους από υπερβολικά μεγάλο μερίδιο των κινδύνων της αγοράς και των λειτουργικών κινδύνων,
  • την αναλογικότητα του συνδυασμού των χρηματοδοτικών και διαρθρωτικών ρυθμίσεων και του εφάπαξ ποσού των 15.000.000.000 ευρώ,
  • τη συμμόρφωση με τη σχετική τομεακή νομοθεσία της ΕΕ όσον αφορά τον σχεδιασμό του μηχανισμού της αμφίδρομης σύμβασης επί της διαφοράς και
  • τον αντίκτυπο του μέτρου στην αγορά υπό το πρίσμα του σχεδιασμού της αμφίδρομης σύμβασης επί της διαφοράς, καθώς και της επιλογής και ανεξαρτησίας του αντιπροσώπου που πωλεί την πυρηνική ηλεκτρική ενέργεια.

Στη βάση αυτή, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας προκειμένου να εξεταστούν τα παραπάνω στοιχεία. Για να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες της Επιτροπής, το Βέλγιο τροποποίησε ορισμένους όρους των μέτρων, ενώ παράλληλα προσκόμισε συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία. Στο πλαίσιο της έρευνας, τεκμηρίωσε ότι οι πυρηνικοί αντιδραστήρες βασίζονται σε παλαιά τεχνολογία, σύμφωνα με την οποία δεν είναι ασφαλές ούτε τεχνικά εφικτό να αυξάνεται και να μειώνεται συχνά η ισχύς τους. Ως εκ τούτου, ο αριθμός των προσαυξήσεων ισχύος περιορίζεται από τη βελγική αρχή πυρηνικής ασφάλειας, γεγονός που μειώνει την ευελιξία των αντιδραστήρων και την ικανότητα του φορέα εκμετάλλευσης πυρηνικών εγκαταστάσεων να ανταποκρίνεται στα σήματα της αγοράς.

Όσον αφορά την αναγκαιότητα και την καταλληλότητα των πρόσθετων μηχανισμών χρηματοδοτικής στήριξης πέραν της αμφίδρομης σύμβασης επί της διαφοράς, και ιδίως της δημιουργίας της κοινοπραξίας BE-NUC, καθώς και των δανείων και της εγγύησης λειτουργικών ταμειακών ροών, το Βέλγιο διευκρίνισε ότι τα μέσα αυτά είναι συμπληρωματικά, καλύπτοντας διαφορετικούς κινδύνους που σχετίζονται με το έργο, και, συνεπώς, είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης οικονομικής βιωσιμότητάς του.

Προκειμένου να διασφαλιστεί η καταλληλότητα του σχεδιασμού της αμφίδρομης σύμβασης επί της διαφοράς και η αποφυγή αδικαιολόγητης στρέβλωσης στη λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, το Βέλγιο: α) μεταβίβασε την αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων σχετικά με τις οικονομικές διαμορφώσεις από την BE-NUC σε έναν ανεξάρτητο διαχειριστή ενέργειας, ο οποίος θα πωλεί το μερίδιο της BE-NUC στην αγορά και ο οποίος θα διαθέτει τα κατάλληλα οικονομικά κίνητρα, που θα υπόκεινται σε επαναξιολόγηση μετά από 3,5 έτη, ώστε να εγγυάται την αποτελεσματική χρήση του αποθέματος των διαμορφώσεων, β) διασφάλισε ότι ο διαχειριστής ενέργειας θα μπορεί να εμπορεύεται ελεύθερα το μερίδιο ηλεκτρικής ενέργειας της BE-NUC σε οποιαδήποτε αγορά και θα ενεργεί ανεξάρτητα, οργανώνοντας ανοικτό και ανταγωνιστικό διαγωνισμό, συμπεριλαμβανομένων πρόσθετων εγγυήσεων σε περίπτωση που η Engie θα συμμετάσχει ή/και θα κερδίσει τον διαγωνισμό.

Σχετικά με την αναλογικότητα του μέτρου, το Βέλγιο: α) καθόρισε την τιμή εκκίνησης της αμφίδρομης σύμβασης επί της διαφοράς βάσει ενός μοντέλου προεξοφλημένων ταμειακών ροών, διασφαλίζοντας ότι το συνολικό ποσό της ενίσχυσης περιορίζεται στο χρηματοδοτικό κενό του έργου, β) διασφάλισε ένα χρηματοδοτικό μοντέλο βάσει του οποίου οι μέτοχοι της BE-NUC θα λάβουν μια απόδοση της αγοράς για την επένδυσή τους, γ) εντατικοποίησε τον μηχανισμό «Προσαρμογής κινδύνου τιμών αγοράς», σύμφωνα με τον οποίο οι ζημίες/κέρδη λόγω χαμηλότερων/υψηλότερων τιμών αγοράς από τις εκτιμώμενες θα κατανέμονται μεταξύ του βελγικού δημοσίου και των δικαιούχων, δ) έθεσε ανώτατο όριο στην εγγύηση λειτουργικής ταμειακής ροής, προκειμένου να περιοριστεί η έκθεση του βελγικού δημοσίου στο υψηλό κόστος απροσδόκητων διακοπών λειτουργίας.

Σε σχέση με τη μεταβίβαση των υποχρεώσεων, το Βέλγιο διευκρίνισε ότι: α) ο μεταβιβαζόμενος όγκος είναι περιορισμένος και υπάρχει τέλος προσαρμογής του όγκου σε περίπτωση υπέρβασης του προκαθορισμένου όγκου αποβλήτων, β) έχουν θεσπιστεί αυστηρά κριτήρια για την προετοιμασία των αποβλήτων πριν από τη μεταβίβασή τους στο βελγικό δημόσιο και γ) ένας ειδικός εθνικός φορέας θα διαχειρίζεται και θα ελέγχει τα κεφάλαια ύψους 15.000.000.000 ευρώ.

Μετά τα πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία και τις τροποποιήσεις του μέτρου, η Επιτροπή ολοκλήρωσε την επίσημη διαδικασία έρευνας και έκρινε τα μέτρα συμβατά βάσει του άρθρου 107 (3) (γ) ΣΛΕΕ και των κανόνων του Κανονισμού 943/2019 σχετικά με την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.

keyboard_arrow_up