Το 2012, η Επιτροπή κίνησε προκαταρκτική διαδικασία έρευνας του σχεδίου ιδιωτικοποίησης της Λάρκο, κατόπιν σχετικής κοινοποίησης από το ΤΑΙΠΕΔ. Η Λάρκο είναι ελληνική μεταλλευτική επιχείρηση που ανήκε κατά 55,2% στο Ελληνικό Δημόσιο, 33,4% στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και 11,4% στη ΔΕΗ.
Το 2014, και αφού ολοκληρώθηκε η επίσημη διαδικασία έρευνας, η Επιτροπή, με την απόφαση SA.34572, διαπίστωσε ότι η Ελλάδα είχε χορηγήσει στη Λάρκο (την οποία χαρακτήρισε ως ‘προβληματική επιχείρηση’, κατά τον ορισμό των Κατευθυντηρίων Γραμμών του 2004 για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων) τέσσερα παράνομα και μη συμβατά μέτρα κρατικής ενίσχυσης, για τα οποία διέταξε νομιμότοκη ανάκτηση.
Την ίδια χρονιά, η Λάρκο άσκησε προσφυγή ενώπιον του ΓεΔΕΕ (Τ-423/14), η οποία απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή ορθά και αιτιολογημένα χαρακτήρισε τα επίμαχα μέτρα ως παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις.
Επιλαμβανόμενο αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε η Λάρκο (C-244/18 P), το ΔΕΕ επικεντρώθηκε σε ένα από τα τέσσερα μέτρα, και συγκεκριμένα σε μία ελληνική εγγύηση, ύψους 30.000.000 ευρώ, που χορηγήθηκε το 2008. Το ΔΕΕ υπενθύμισε πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή είναι αυτή που φέρει το βάρος αποδείξεως περί της πλήρωσης των προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, έκρινε ως νομικά εσφαλμένη την επιλογή του ΓεΔΕΕ να εφαρμόσει τεκμήριο, κατά το οποίο ένας ιδιώτης επιχειρηματίας ευρισκόμενος στη θέση των ελληνικών αρχών, όφειλε να γνωρίζει, κατά τον χρόνο χορήγησης της εγγύησης, τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η Λάρκο. Με την κρίση του αυτή, το ΓεΔΕΕ είχε ουσιαστικά αντιστρέψει το βάρος αποδείξεως. Κατόπιν τούτων, το ΔΕΕ αναίρεσε την ως άνω απόφαση, λόγω πλάνης περί το δίκαιο και ανέπεμψε στο ΓεΔΕΕ την υπόθεση, προκειμένου να κριθεί εάν είχαν προσκομιστεί στην Επιτροπή επαρκή στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι η Λάρκο ήταν ‘προβληματική επιχείρηση’, κατά τον χρόνο λήψης του μέτρου της επίμαχης εγγύησης.
Το 2022, το ΓεΔΕΕ απέρριψε εκ νέου την προσφυγή της Λάρκο (Τ-423/14 RENV), κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της αρκούντως αξιόπιστα και συνεκτικά στοιχεία, ώστε να αποφανθεί ότι η επίμαχη εγγύηση δεν ήταν σύμφωνη με τους όρους της αγοράς, ιδίως επειδή δεν πληρούνταν τα κριτήρια του σημείου 3.2 (δ) της Ανακοίνωσης του 2008 για τις εγγυήσεις. Για τον λόγο αυτόν, συμφώνησε με την Επιτροπή ότι το επίμαχο μέτρο χορηγούσε πλεονέκτημα στη Λάρκο.
Το 2023, επιλαμβανόμενο νέας αιτήσεως αναιρέσεως από μέρους της Λάρκο (C-445/2022 P), το ΔΕΕ επανέλαβε εκ νέου τη νομολογία του περί των κανόνων κατανομής του βάρους αποδείξεως και των καθηκόντων που επωμίζεται η Επιτροπή, όταν αιτιολογεί εάν ορισμένο μέτρο χορηγεί πλεονέκτημα στον δικαιούχο. Εφαρμόζοντας τις εν λόγω νομολογιακές αρχές στην ένδικη υπόθεση, επεσήμανε ότι οι νόμιμες προϋποθέσεις για να αποδειχθεί η απουσία κρατικής ενίσχυσης, σε περίπτωση χορήγησης εγγυήσεων, αποτυπώνονται στο σημείο 3.2. της Ανακοίνωσης του 2008 για τις εγγυήσεις. Το στοιχείο δ’ του σημείου 3.2. προβλέπει την καταβολή προμήθειας για την εγγύηση, η οποία καθορίζεται βάσει των κριτηρίων της αγοράς, ενώ την ίδια στιγμή, περιλαμβάνει, λεπτομερώς, τα κριτήρια που πρέπει να χρησιμοποιούνται, προκειμένου: α) να καθορίζεται εάν για την επίμαχη εγγύηση καταβάλλεται προμήθεια, σύμφωνη με την αγοραία τιμή και β) να υπολογίζεται το ύψος της προμήθειας αυτής. Διευκρίνισε, όμως, ότι τα κριτήρια αυτά δεν μπορούν να τροποποιήσουν τους κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος. Για τον λόγο αυτόν, η Ανακοίνωση του 2008 για τις εγγυήσεις δεσμεύει μόνο την Επιτροπή και όχι τα κράτη μέλη.
Εξετάζοντας επί της ουσίας τα επιχειρήματα της Λάρκο, το ΔΕΕ συμφώνησε με το ΓεΔΕΕ στο ότι, με βάση το σημείο 3.2. (δ) της Ανακοίνωσης του 2008, η Επιτροπή προκειμένου να εκτιμήσει εάν η χορηγούμενη εγγύηση συνεπάγεται την καταβολή προμήθειας σύμφωνης με τους όρους της αγοράς, πρέπει να αξιολογεί τις ενδεχόμενες οικονομικές δυσχέρειες του δικαιούχου, χωρίς, όμως, να τις ταυτίζει με την έννοια της «προβληματικής επιχείρησης», κατά τις Κατευθυντήριες Γραμμές του 2004 για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Περαιτέρω, σημείωσε ότι το ΓεΔΕΕ τεκμηρίωσε βάσει πλειόνων στοιχείων την ύπαρξη οικονομικών δυσχερειών της Λάρκο, όπως ήταν η επίκληση του υψηλού δείκτη χρέους ήδη από το 2007 και την επιδείνωσή του κατά το 2008. Αντίστοιχα, η Επιτροπή είχε επικαλεστεί πλείονες ενδείξεις για τη γνώση των ελληνικών αρχών περί των οικονομικών δυσχερειών της Λάρκο, κατά τον χρόνο χορήγησης της εγγύησης, όπως το γεγονός ότι η εγγύηση αφορούσε στο σύνολο δανείου που είχε λάβει η Λάρκο και ότι οι ελληνικές αρχές είχαν αναφέρει στην Επιτροπή την αρνητική εικόνα των οικονομικών στοιχείων της Λάρκο, κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας.
Στη συνέχεια, το ΔΕΕ απέρριψε τον ισχυρισμό της Λάρκο ότι το ΓεΔΕΕ είχε απαλλάξει την Επιτροπή από την υποχρέωση να διερευνήσει και να προσδιορίσει το προσήκον ύψος της προμήθειας για την εγγύηση, επιρρίπτοντας, έτσι, στη Λάρκο και στην Ελλάδα το βάρος να αποδείξουν το ύψος της προμήθειας που αντιστοιχεί στους όρους της αγοράς. Το ΔΕΕ έκρινε ως επαρκή την αιτιολογία του ΓεΔΕΕ επί των προσπαθειών της Επιτροπής να ανταποκριθεί στα νόμιμα καθήκοντά της. Έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι η Επιτροπή είχε καλέσει την Ελλάδα να προσκομίσει κάθε αναγκαίο στοιχείο, που θα της επέτρεπε να αξιολογήσει το επίμαχο ζήτημα, αλλά οι ελληνικές αρχές είχαν περιοριστεί σε προδήλως ανεπαρκείς, ενδεχομένως δε ελλιπείς και αντιφατικούς ισχυρισμούς. Περαιτέρω, η Επιτροπή είχε παραθέσει στην επίμαχη απόφασή της αρκούντως αξιόπιστα και συνεκτικά στοιχεία, τα οποία έτειναν να καταδείξουν ότι η χορήγηση της προμήθειας για την εγγύηση δεν αντιστοιχούσε στους όρους της αγοράς. Οι ελληνικές αρχές, παρότι είχαν κληθεί να προσκομίσουν κρίσιμα στοιχεία που να αμφισβητούν το συμπέρασμα αυτό, δεν είχαν ανταποκριθεί. Τέλος, το ΔΕΕ ξεκαθάρισε ότι το σημείο 3.2. (δ) της Ανακοίνωσης του 2008 δεν υποχρεώνει την Επιτροπή να προσδιορίζει το ακριβές ποσό της προμήθειας που αντιστοιχεί στους όρους της αγοράς.
Εξετάζοντας, εν συνεχεία, τους κανόνες κατανομής του βάρους αποδείξεως ως προς την ύπαρξη ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, το ΔΕΕ συμφώνησε με το ΓεΔΕΕ στην κρίση ότι η Επιτροπή δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση να στηρίξει τις αποφάσεις της σε στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνεκτικότητας, τα οποία αποτελούν επαρκή βάση για να συναχθεί ότι η δικαιούχος επιχείρηση έτυχε πλεονεκτήματος, ακόμα και όταν το κράτος μέλος, παραβαίνοντας το καθήκον συνεργασίας, παρέλειψε να της παράσχει τα στοιχεία που αυτή του είχε ζητήσει να της κοινοποιήσει. Πλην, όμως, στην προκειμένη περίπτωση, το ΔΕΕ έκρινε ως επαρκή την αιτιολογία του ΓεΔΕΕ επί της απουσίας ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, βάσει των ως άνω αναφερόμενων στοιχείων στα οποία είχε βασιστεί η Επιτροπή.
Ακολούθως, το ΔΕΕ έκρινε ότι τα κρίσιμα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκαν η Επιτροπή και το ΓεΔΕΕ, όπως αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω, ήταν προγενέστερα ή σύγχρονα του χρόνου λήψης του μέτρου και όχι μεταγενέστερα, όπως είχε υποστηρίξει η Λάρκο. Στο επιχείρημα της Λάρκο ότι η Επιτροπή είχε βασιστεί, σε μεγάλο βαθμό, στις, μεταγενέστερες του μέτρου, παρατηρήσεις της Ελλάδας, κατά την επίσημη διαδικασία ελέγχου, το ΔΕΕ ξεκαθάρισε πως οι παρατηρήσεις αυτές είναι εξ ορισμού μεταγενέστερες του χρονικού σημείου κατά το οποίο ελήφθη το επίμαχο μέτρο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν μπορούν να περιγράφουν γεγονότα προγενέστερα ή σύγχρονα της χορήγησης του μέτρου και ότι δεν παρέχουν αξιόπιστες και συνεκτικές ενδείξεις περί του ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν τις οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο κατά το χρονικό σημείο της λήψης του μέτρου.
Όσον αφορά στην επάρκεια των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκαν το ΓεΔΕΕ και η Επιτροπή, το ΔΕΕ απεδέχθη ότι δεν συνιστούν πλήρη απόδειξη περί του ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν τις οικονομικές δυσχέρειες της Λάρκο κατά τον χρόνο χορηγήσεως της εγγυήσεως. Επεσήμανε, όμως, ότι, σε περίπτωση που κράτος μέλος παρέλειψε, κατά παράβαση του καθήκοντος συνεργασίας, να παράσχει στην Επιτροπή τα στοιχεία που του είχε ζητήσει, η επίμαχη απόφαση είναι αιτιολογημένη, εφόσον στηρίζεται σε στοιχεία ορισμένης αξιοπιστίας και συνεκτικότητας.
Εν όψει των ανωτέρω, το ΔΕΕ απέρριψε την ένδικη αίτηση αναίρεσης.
https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=278521&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=2757619