Το ΔΕΕ έκρινε ότι το ΓεΔΕΕ δεν εφάρμοσε ορθά την προϋπόθεση του επιλεκτικού χαρακτήρα μιας ενίσχυσης, βάσει της οποίας είχε την υποχρέωση να εξακριβώσει αν η Επιτροπή απέδειξε ότι το ισπανικό καθεστώς εισάγει δυσμενείς διακρίσεις
Tο ΔΕΕ αναιρεί απόφαση για ισπανικό φορολ. καθεστώς — C-20/15 P & 21/15 P
Κατά τον ισπανικό νόμο περί φόρου εταιρειών, σε περίπτωση που εταιρεία με φορολογική έδρα στην Ισπανία αποκτήσει μερίδια στο κεφάλαιο αλλοδαπής εταιρείας, που ανέρχονται σε ποσοστό τουλάχιστον 5% αυτού και τα διακρατεί αδιαλείπτως για χρονική περίοδο τουλάχιστον ενός έτους, η προκύπτουσα υπεραξία, η οποία καταχωρείται στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας ως διαχωρισμένο ασώματο στοιχείο του ενεργητικού, μπορεί να εκπέσει, υπό μορφή απόσβεσης, από τη βάση επιβολής του φόρου της εταιρείας. Προκειμένου, δε, να χαρακτηριστεί μια εταιρεία ως «αλλοδαπή», θα πρέπει να υπόκειται σε φόρο πανομοιότυπο με τον ισχύοντα στην Ισπανία και τα έσοδά της να προέρχονται πρωτίστως από επιχειρηματικές δραστηριότητες πραγματοποιούμενες στο εξωτερικό. Σε περίπτωση, όμως, που μία εταιρεία με φορολογική έδρα στην Ισπανία αποκτήσει μερίδιο στο κεφάλαιο εταιρείας εγκατεστημένης στην Ισπανία, δεν υπάρχει η δυνατότητα χωριστής λογιστικής καταχώρισης της υπεραξίας που προκύπτει από την πράξη αυτή, ώστε η εταιρεία αυτή δεν μπορεί να τύχει της ως άνω έκπτωσης.
Κατόπιν καταγγελίας ιδιώτη επιχειρηματία, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με περιπτώσεις μεριδίων που αποκτήθηκαν σε εταιρείες τόσο εντός όσο και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διαδικασία περατώθηκε με την έκδοση δύο αποφάσεων αντίστοιχα, οι οποίες κήρυτταν ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση το καθεστώς που θεσπιζόταν με τον εν λόγω ισπανικό νόμο και προέβλεπαν την εκ μέρους της Ισπανίας ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν.
Κατά των αποφάσεων αυτών της Επιτροπής προσέφυγαν ενώπιον του ΓεΔΕΕ τρεις εταιρείες εγκατεστημένες στην Ισπανία, η World Duty Free Group (πρώην Autogrill Espana), η Banco Santander και η Santusa Holding. Το ΓεΔΕΕ, με τις αποφάσεις του της 7ης Νοεμβρίου 2014, ακύρωσε τις δύο αποφάσεις της Επιτροπής, εκτιμώντας ότι δεν αποδείχθηκε ο επιλεκτικός χαρακτήρας του ισπανικού καθεστώτος. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή προσέφυγε ενώπιον του ΔΕΕ, ζητώντας να αναιρεθούν οι ως άνω αποφάσεις του ΓεΔΕΕ.
Το ΔΕΕ, με απόφασή του της 21ης Δεκεμβρίου 2016, έκρινε ότι το ΓεΔΕΕ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον έλεγχο της συνδρομής της προϋπόθεσης του επιλεκτικού χαρακτήρα, επειδή ακύρωσε τις επίμαχες αποφάσεις της Επιτροπής για τον λόγο ότι η τελευταία δεν προσδιόρισε συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων ως των μόνων που ωφελούνται από το υπό κρίση φορολογικό καθεστώς. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η μόνη κρίσιμη παράμετρος για να αποδειχθεί ο επιλεκτικός χαρακτήρας ενός εθνικού φορολογικού καθεστώτος συνίσταται στην εξακρίβωση κατά πόσον το εν λόγω καθεστώς μπορεί να ευνοήσει ορισμένες επιχειρήσεις έναντι άλλων που τελούν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και που υφίστανται, κατ’ αποτέλεσμα, διαφορετική μεταχείριση, δυνάμενη να θεωρηθεί ότι εισάγει δυσμενείς διακρίσεις. Αντιθέτως, λοιπόν, από όσα έκρινε το ΓεΔΕΕ, από τη νομολογία δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να προσδιορίζει σε κάθε περίπτωση μια ιδιαίτερη κατηγορία εταιρειών ως των μόνων ωφελούμενων από το επίμαχο καθεστώς.
Μάλιστα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή στήριξε τον επιλεκτικό χαρακτήρα του καθεστώτος στο γεγονός ότι αυτό εισάγει διάκριση μεταξύ επιχειρήσεων ευρισκόμενων σε συγκρίσιμη κατάσταση, υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου με το καθεστώς αυτό σκοπού, καθώς από το προβλεπόμενο φορολογικό πλεονέκτημα μπορούν να επωφεληθούν μόνον οι επιχειρήσεις που αποκτούν μερίδια τουλάχιστον 5% στο κεφάλαιο αλλοδαπών εταιρειών. Επισήμανε, δε, το Δικαστήριο ότι ο επιλεκτικός χαρακτήρας μπορεί να θεμελιωθεί σε μία προϋπόθεση που θεσπίζεται ως όρος για τη χορήγηση της συγκεκριμένης ενίσχυσης, εφόσον αυτή συνεπάγεται δυσμενή διάκριση εις βάρος των επιχειρήσεων που αποκλείονται από τη χορήγησή της.
Κατά συνέπεια, το ΔΕΕ αναίρεσε τις δύο αποφάσεις του ΓεΔΕΕ, κρίνοντας ότι αυτό υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, δεδομένου ότι, χωρίς να εξακριβώσει αν η Επιτροπή είχε όντως αποδείξει κατά πόσον το οικείο καθεστώς συνεπαγόταν δυσμενείς διακρίσεις, διαπίστωσε ότι αυτό δεν είχε επιλεκτικό χαρακτήρα, για τον λόγο ότι η Επιτροπή δεν προσδιόρισε συγκεκριμένη κατηγορία επιχειρήσεων ως των μόνων ωφελούμενων από το επίμαχο φορολογικό καθεστώς.