Προδικαστικό ερώτημα για προβληματικές επιχειρήσεις – ΔΕΕ C-347/20

Ως «εγγεγραμμένο κεφάλαιο», κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 18α του ΓΑΚ 651/2014 για τον ορισμό της προβληματικής επιχείρησης, νοείται το σύνολο των εισφορών τις οποίες οι νυν ή μελλοντικοί εταίροι ή μέτοχοι μιας ΕΠΕ έχουν ήδη πραγματοποιήσει ή έχουν δεσμευθεί αμετάκλητα να πραγματοποιήσουν. Για τον υπολογισμό αυτού του κεφαλαίου, στο πλαίσιο χρηματοδότησης μέσω του ΕΤΠΑ, οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που γίνονται αποδεκτά, καθώς και ως προς τον χρόνο υποβολής αυτών, τηρουμένων των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας

Στο πλαίσιο δημόσιας πρόσκλησης υποβολής σχεδίων έργων στη Λετονία για τη χορήγηση χρηματοδότησης δυνάμει του προγράμματος συγχρηματοδότησης του ΕΤΠΑ «Ανάπτυξη και Απασχόληση» (Καν. 1301/2013 και 1303/2013), η “Zinātnes parks” ΕΠΕ υπέβαλε, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, σχέδιο έργου στην αρμόδια εθνική υπηρεσία. Στο σχέδιό της επισύναψε απόφαση της συνέλευσης των εταίρων σχετικά με την τροποποίηση του καταστατικού της και την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου της μέσω καταβολής νέου μεριδίου από συγκεκριμένο εταίρο, εντός καθορισμένης προθεσμίας, προσαυξημένου κατά τη διαφορά από έκδοση υπέρ το άρτιο. Κατά την περίοδο αξιολόγησης, η Zinātnes parks ενημέρωσε την αρμόδια εθνική υπηρεσία ότι η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου είχε καταχωρηθεί στο εμπορικό μητρώο και, αργότερα, προσκόμισε ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή. Το λετονικό Υπουργείο Οικονομικών απέρριψε το σχέδιο έργου της Zinātnes parks, με την αιτιολογία ότι η εταιρία αυτή έπρεπε να θεωρηθεί, κατά την ημερομηνία υποβολής του σχεδίου της, ως «προβληματική επιχείρηση» κατά την έννοια του άρθρου 2 σημείο 18α του ΓΑΚ 651/2014.

Η Zinātnes parks προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του λετονικού Διοικητικού Πρωτοδικείου, υποστηρίζοντας ότι η καταχώρηση της αύξησης του κεφαλαίου στο εμπορικό μητρώο και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που πρότεινε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης των σχεδίων έργων έπρεπε να ληφθούν υπόψη από την αρμόδια εθνική υπηρεσία και, άρα, να μην θεωρηθεί «προβληματική επιχείρηση».

Στο πλαίσιο αυτό, το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ σχετικά με την ερμηνεία του όρου «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» κατά τον ΓΑΚ 651/2014, καθώς και εάν, κατά τον χαρακτηρισμό μιας επιχείρησης ως «προβληματικής» σύμφωνα με τον ΓΑΚ 651/2014, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα προτεινόμενα αποδεικτικά στοιχεία που είναι σύμφωνα με τις απαιτήσεις οι οποίες καθορίστηκαν κατά τη θέσπιση της διαδικασίας επιλογής των σχεδίων έργων και, άρα, εάν εθνική ρύθμιση μπορεί να απαγορεύει την παροχή διευκρινίσεων μετά την ημερομηνία υποβολής των σχεδίων.

Αναφορικά με τον όρο «εγγεγραμμένο κεφάλαιο», το ΔΕΕ σημείωσε, αρχικά, ότι ο όρος «κεφάλαιο» στην περίπτωση των ΕΠΕ αναφέρεται, κατά το σύνηθες νόημά του, στην αξία των εισφορών που οι εταίροι ή οι μέτοχοι μιας εταιρίας έθεσαν ή δεσμεύθηκαν να θέσουν στη διάθεση της ΕΠΕ, ως αντιπαροχή για την έκδοση, προς όφελός τους, εταιρικών μεριδίων ή μετοχών. Περαιτέρω, ο όρος «εγγεγραμμένο» χρησιμοποιείται γενικώς για να προσδιοριστεί το ποσό το οποίο οι νυν ή μελλοντικοί εταίροι ή μέτοχοι έχουν δεσμευθεί αμετάκλητα να εισφέρουν στην εταιρία, ανεξαρτήτως του εάν οι σχετικές εισφορές έχουν ήδη καταβληθεί ή όχι. Συνεπώς, το ΔΕΕ έκρινε ότι, στο μέτρο που το άρθρο 2 σημείο 18α του ΓΑΚ 651/2014 χρησιμοποιεί τον όρο «εγγεγραμμένο κεφάλαιο» χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση και, λαμβάνοντας υπόψη τους σκοπούς που επιδιώκει ο εν λόγω Κανονισμός, ο όρος αυτός ως αυτοτελής έννοια αναφέρεται στο σύνολο των εισφορών τις οποίες οι νυν ή μελλοντικοί εταίροι ή μέτοχοι έχουν ήδη πραγματοποιήσει ή έχουν δεσμευθεί αμετάκλητα να πραγματοποιήσουν. Σε σχέση με τον αμετάκλητο χαρακτήρα των εισφορών, το ΔΕΕ σημείωσε πως η Οδηγία 2017/1132 για το εταιρικό δίκαιο θέτει κανόνες για τον συντονισμό των εθνικών κανόνων δημοσιότητας στον τομέα της αύξησης κεφαλαίου οι οποίοι, ωστόσο, δεν συνιστούν προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται, προκειμένου η δέσμευση για πραγματοποίηση της εισφοράς να μπορεί να θεωρηθεί αμετάκλητη. Αντιθέτως, το ΔΕΕ διαπίστωσε πως σκοπός των εν λόγω κανόνων είναι απλώς η δυνατότητα ενημέρωσης των τρίτων που συναλλάσσονται με μια εταιρία για τις καταστατικές πράξεις της τελευταίας.

Όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση της επιλεξιμότητας μιας επιχείρησης για ενίσχυση από το ΕΤΠΑ, το ΔΕΕ επισήμανε ότι το άρθρο 3 παρ. 3 του Κανονισμού 1301/2013 δεν περιέχει ενδείξεις σχετικά με τη φύση των αποδεικτικών στοιχείων που μπορούν να ληφθούν υπόψη για να αποδειχθεί ότι μια επιχείρηση δεν είναι προβληματική. Επιπρόσθετα, στο άρθρο 125 παρ. 3 του Καν. 1303/2013 προβλέπεται μόνον ότι η υποχρέωση των διαχειριστικών αρχών να στηρίζονται σε αρκούντως αξιόπιστα στοιχεία, ώστε να αποκλείουν κάθε εύλογη αμφιβολία ως προς την οικονομική κατάσταση των ενδιαφερόμενων εταιριών. Επομένως, αφού το ενωσιακό δίκαιο δεν προβλέπει ρητά ποια ακριβώς στοιχεία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εν προκειμένω, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο προσδιορισμός της φύσης των εν λόγω στοιχείων εμπίπτει στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών και, άρα, οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαθέτουν διακριτική ευχέρεια κατά τη θέσπιση της διαδικασίας επιλογής των σχεδίων έργων υπό τον όρο τήρησης των αρχών ης ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας. Επομένως, μπορεί να τύχει εφαρμογής, κατά το ΔΕΕ, εθνική ρύθμιση κατά την οποία η διαχειριστική αρχή αξιολογεί την οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης μόνο βάσει των πληροφοριών που περιέχονται στην πλέον πρόσφατη δημοσιευμένη οριστική ετήσια έκθεση της υποψήφιας εταιρίας καθώς και, κατά περίπτωση, σε ενδιάμεση επιχειρησιακή έκθεση εγκριθείσα από ορκωτό ελεγκτή, εφόσον η ενδιάμεση αυτή επιχειρησιακή έκθεση έχει υποβληθεί στη διαχειριστική αρχή και δεν παραβιάζεται η αρχή της ισοδυναμίας.

Σε σχέση με τον χρόνο υποβολής των κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων, το ΔΕΕ έκρινε ότι, εφόσον το δίκαιο της ΕΕ δεν προβλέπει σχετική προθεσμία, εναπόκειται στα κράτη μέλη να διευθετήσουν το ζήτημα αυτό εντός των ορίων που θέτουν οι αρχές της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας, καθώς και η υποχρέωση που υπέχει κάθε διαχειριστική αρχή να μεριμνά σχολαστικά για την τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας, βάσει και του άρθρου 125 παρ. 3 του Καν. 1303/2013, καθώς και η αρχή της αναλογικότητας. Εν προκειμένω, το ΔΕΕ παρατήρησε ότι, σύμφωνα με την αρχή της ισοδυναμίας, πρέπει να προσδιοριστούν, στο εθνικό δίκαιο, οι διαδικασίες που είναι παρεμφερείς με εκείνη που προβλέπεται για τη χορήγηση στήριξης από το ΕΤΠΑ και να διασφαλιστεί ότι οι διαδικασίες αυτές δεν είναι ευνοϊκότερες από αυτήν που ισχύει στην υπό κρίση περίπτωση. Περαιτέρω, το ΔΕΕ έκρινε ότι, εάν επιτρεπόταν στους υποψηφίους να συμπληρώσουν τον φάκελό τους μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των σχεδίων έργων, η αρμόδια διαχειριστική αρχή θα όφειλε ενδεχομένως να επανεξετάσει περισσότερες φορές τους ίδιους φακέλους, με κίνδυνο, ιδίως, να πρέπει να μετατεθεί η ημερομηνία έγκρισης των εν λόγω σχεδίων ή να μη γίνονται πλέον σεβαστές οι αρχές της ίσης μεταχείρισης και της διαφάνειας. Ακόμη, μία τέτοια δυνατότητα ίσως συνεπαγόταν και πρόσθετο κόστος για την αρμόδια διαχειριστική αρχή, το οποίο ένα κράτος μέλος δικαιολογημένα μπορεί να μην επιθυμεί να επωμισθεί, σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης.

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=44DA6C01D020F44AA16F0C4B779DEF6C?text=&docid=252827&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5638009

keyboard_arrow_up