European Food κ.ά./Επιτροπή (Micula) – Μία αγωγή αποζημίωσης δεν επιτρέπεται να καταλήγει σε καταστρατήγηση της αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις. Η αποζημίωση που καταβάλλεται λόγω της κατάργησης ενός καθεστώτος φορολογικών κινήτρων μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση, όταν η αποζημίωση αυτή μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του οικονομικού πλεονεκτήματος
Πλεονέκτημα χορηγούμενο από διαιτητική απόφαση – T‑624/15 RENV
Το 2002, η Σουηδία και η Ρουμανία σύναψαν Διμερή Επενδυτική Συμφωνία (ΔΕΣ) για την προώθηση και την αμοιβαία προστασία των επενδύσεων, σύμφωνα με τους όρους της οποίας οι διαφορές μεταξύ των επενδυτών και των συμβαλλόμενων χωρών επιλύονται από διαιτητικό δικαστήριο βάσει της σύμβασης ICSID για τον διακανονισμό διαφορών από επενδύσεις μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών.
Το 2005, η Ρουμανία, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την προσχώρησή της στην ΕΕ, κατάργησε ένα εθνικό καθεστώς φορολογικών κινήτρων υπέρ ορισμένων επενδυτών σε μειονεκτούσες περιοχές, προκειμένου να συμμορφωθεί με το δίκαιο κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ. Ορισμένοι Σουηδοί επενδυτές, διεκδικώντας την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που θεώρησαν πως υπέστησαν από την κατάργηση του επίμαχου καθεστώτος, προσέφυγαν στο διαιτητικό δικαστήριο βάσει της προαναφερόμενης ΔΕΣ. Μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας, το διαιτητικό δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή των επενδυτών και υποχρέωσε τη Ρουμανία να τους καταβάλει αποζημίωση, ύψους περίπου 178.000.000 ευρώ.
Όταν έλαβε γνώση της εν λόγω διαιτητικής απόφασης, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, επιβάλλοντας, παράλληλα, στη Ρουμανία να μην προβεί στην εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, καθώς έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος χορήγησης «νέας» ενίσχυσης κατά παράβαση του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (SA.38517/2014). Ωστόσο, οι ρουμανικές αρχές δεν συμμορφώθηκαν με την απόφαση της Επιτροπής και άρχισαν να καταβάλουν σταδιακά την επιδικασθείσα αποζημίωση στους ενδιαφερόμενους. Μετά το πέρας της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή έκρινε, τελικά, ότι η εν λόγω αποζημίωση συνιστά παράνομη και μη συμβατή κρατική ενίσχυση και διέταξε την ανάκτηση των ήδη καταβληθέντων ποσών (SA.38517/2015).
Οι Σουηδοί επενδυτές προσέφυγαν ενώπιον του ΓεΔΕΕ, το οποίο έκανε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής (T‑624/15, T‑694/15 και T‑704/15). Κατά της απόφασης αυτής, η Επιτροπή άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΕ (C-638/19 P). Παράλληλα, οι επενδυτές είχαν κινήσει στο Ηνωμένο Βασίλειο διαδικασία για την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Τελικώς, το ΔΕΕ έκρινε ότι η επιδίκαση αποζημίωσης από διαιτητικό δικαστήριο λόγω κατάργησης καθεστώτος ενισχύσεων από το κράτος μέλος λογίζεται και αυτή ως ενίσχυση, χρόνος δε χορήγησής της θεωρείται ο χρόνος έκδοσης της διαιτητικής απόφασης, καθώς τότε θεωρείται ότι αποκτάται βέβαιο δικαίωμα λήψης της ενίσχυσης. Ως εκ τούτου, ανέπεμψε την υπόθεση στο ΓεΔΕΕ για νέα κρίση.
Το ΓεΔΕΕ, αφού απέρριψε τον ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 351 ΣΛΕΕ για τις προκοινοτικές διεθνείς συμβάσεις, αξιολόγησε κατά πόσον οι προσφεύγοντες είχαν λάβει πλεονέκτημα. Έκρινε εν πρώτοις ότι η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε σφάλμα, καθόσον διαπίστωσε ότι την επίμαχη ενίσχυση αποτελούσε η καταβολή της αποζημίωσης, ύψους περί τα 178.000.000 ευρώ, και όχι η διαιτητική απόφαση που προέβλεπε τη χορήγησή της. Η διαπίστωση αυτή δεν αμφισβητείται από το γεγονός ότι, στην αναιρετική απόφαση του ΔΕΕ αναφερόταν ότι «το δικαίωμα αποζημίωσης που επιδικάστηκε προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζονται ότι υπέστησαν οι προσφυγόντες στη διαιτητική διαδικασία λόγω της κατάργησης του επίμαχου καθεστώτος φορολογικών κινήτρων, κατά παράβαση της ΔΕΣ, χορηγήθηκε μόνον με τη διαιτητική απόφαση». Προβαίνοντας στη διαπίστωση αυτή, το ΔΕΕ είχε αποφανθεί μονάχα σχετικά με την αρμοδιότητα της Επιτροπής ratione temporis να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Έτσι, με την παραπάνω σκέψη είχε αποφανθεί αποκλειστικά και μόνο σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία χορηγήθηκε στους προσφεύγοντες το δικαίωμα αποζημίωσης και όχι σχετικά με τον χαρακτηρισμό της καταβολής των επίμαχων ποσών, ως κρατικής ενίσχυσης.
Περαιτέρω, το ΓεΔΕΕ σημείωσε ότι η διαιτητική απόφαση αποζημίωσε τους προσφεύγοντες για τις οικονομικές συνέπειες της κατάργησης του καθεστώτος φορολογικών κινήτρων και όχι, όπως είχαν ισχυριστεί οι ίδιοι, για την παράλειψη της Ρουμανίας να εξασφαλίσει δίκαιη και ισότιμη μεταχείριση των επενδύσεών τους, κατά παράβαση της ΔΕΣ. Το ΓεΔΕΕ απέρριψε, επίσης, το επιχείρημα ότι η αποζημίωση για τις έμμεσες συνέπειες της κατάργησης του καθεστώτος δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως πλεονέκτημα. Επεσήμανε ότι μία αποζημίωση που καταβάλλεται λόγω της κατάργησης ενός καθεστώτος ενισχύσεων μπορεί να χαρακτηρίζεται ως κρατική ενίσχυση, όταν η αποζημίωση μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του οικονομικού πλεονεκτήματος. Η νομολογία Asteris, σύμφωνα με την οποία οι κρατικές ενισχύσεις διαφέρουν θεμελιωδώς ως προς τη νομική τους φύση από τις αποζημιώσεις, δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό της αποζημίωσης που έλαβαν οι προσφεύγοντες ως πλεονέκτημα. Δεδομένου ότι η διαιτητική απόφαση δεν θα μπορούσε να παράγει αποτελέσματα έναντι των προσφευγόντων στο δικαστικό σύστημα της ΕΕ ήδη από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην ΕΕ, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να αναλύσει το ενδεχόμενο ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης ανεξάρτητα από τον νομικό χαρακτηρισμό που υιοθέτησε το διαιτητικό δικαστήριο. Επομένως, το επίμαχο μέτρο χορηγούσε οικονομικό πλεονέκτημα στους προσφεύγοντες ως αντιστάθμισμα για τις συνέπειες της κατάργησης του καθεστώτος φοροαπαλλαγών.
Όσον αφορά τον καταλογισμό του επίμαχου μέτρου στη Ρουμανία, το ΓεΔΕΕ παρατήρησε αρχικά ότι η Ρουμανία, δεδομένου ότι υπόκειται στο δικαστικό σύστημα της ΕΕ από την προσχώρησή της και έπειτα, όφειλε να ακυρώσει την επίμαχη διαιτητική απόφαση και οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να επικαλεστούν φερόμενη υποχρέωση της Ρουμανίας να την εκτελέσει. Εν πάση περιπτώσει, η Σύμβαση ICSID δεν μπορεί, εν προκειμένω, όσον αφορά την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, να επιβάλει στη Ρουμανία υποχρεώσεις έναντι τρίτων κρατών τις οποίες τα κράτη αυτά θα μπορούσαν να επικαλεστούν έναντι της Ρουμανίας. To καθαρά πραγματικό συμφέρον τρίτου κράτους, που έχει κυρώσει τη Σύμβαση ICSID για την εκτέλεση μιας τέτοιας διαιτητικής αποφάσεως, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με «δικαίωμα» εκ μέρους του τρίτου αυτού κράτους που δημιουργεί υποχρέωση της Ρουμανίας να εκτελέσει την εν λόγω διαιτητική απόφαση.
Κατόπιν, το ΓεΔΕΕ επεσήμανε ότι η Επιτροπή είχε δικαίωμα να προσδιορίσει ως δικαιούχο της ενίσχυσης την ενιαία οικονομική μονάδα που αποτελείται από τους Ioan Micula, Viorel Micula και τον όμιλο εταιρειών που τους ανήκει. Υπενθύμισε ότι, όταν νομικώς διακριτά φυσικά ή νομικά πρόσωπα αποτελούν οικονομική μονάδα, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ενιαία επιχείρηση, ιδίως όταν πρέπει να προσδιοριστεί ο δικαιούχος της κρατικής ενίσχυσης. Εν προκειμένω, μια οντότητα η οποία, κατέχοντας πλειοψηφικές συμμετοχές σε μια εταιρεία, ασκεί πράγματι τον έλεγχο αυτόν συμμετέχοντας άμεσα ή έμμεσα στη διοίκησή της, πρέπει να θεωρείται ότι συμμετέχει στην οικονομική δραστηριότητα που ασκεί η ελεγχόμενη επιχείρηση και, ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρείται και η ίδια ως επιχείρηση. Εν προκειμένω, οι Ioan Micula και Viorel Micula συμμετείχαν στις οικονομικές δραστηριότητες των αιτουσών τη διαιτησία επιχειρήσεων, παρεμβαίνοντας άμεσα ή έμμεσα στη διοίκησή τους. Το γεγονός ότι το διαιτητικό δικαστήριο χορήγησε συλλογική αποζημίωση σε όσους ζήτησαν την υπαγωγή τους σε διαιτησία ενισχύει, επίσης, τη διαπίστωση ότι δεν υπήρχε λειτουργική και οργανωτική αυτονομία των επιχειρήσεων αυτών έναντι των Ioan Micula και Viorel Micula. Εξάλλου, από την απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου προκύπτει ότι οι Ioan Micula και Viorel Micula δεν αποζημιώθηκαν αποκλειστικά υπό την ιδιότητά τους ως μετόχων των εν λόγω επιχειρήσεων. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν θεώρησε ότι οι Ioan Micula και Viorel Micula θα έπρεπε να θεωρηθούν και οι δύο ως επιχειρήσεις δεν έχει καμία σχέση με τον προσδιορισμό των δικαιούχων του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης.
Επιπλέον, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε σφάλει, όταν χαρακτήρισε ορισμένες επιχειρήσεις που δεν ήταν διάδικοι στη διαδικασία διαιτησίας και οι οποίες, ως εκ τούτου, δεν είχαν λάβει καμία αποζημίωση, ως δικαιούχους του μέτρου ενίσχυσης, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις αυτές ελέγχονται από τους Ioan Micula και Viorel Micula και ότι όλες οι επιχειρήσεις, οι οποίες ελέγχονται από τους μετόχους αυτούς αποτελούν ενιαίο όμιλο που αποτελεί συνεκτικό σύνολο, τόσο από οικονομική όσο και από βιομηχανική άποψη. Εξάλλου, λόγω των καθηκόντων διεύθυνσης και οικονομικής υποστήριξης που ασκούν οι Ioan Micula και Viorel Micula, τα ποσά που καταβλήθηκαν στους αιτούντες τη διαιτησία θα μπορούσαν να ωφελήσουν, άμεσα ή έμμεσα, επιχειρήσεις που δεν ήταν μέρη της διαδικασίας διαιτησίας.
Ως προς την ανάκτηση της ενίσχυσης, οι προσφεύγοντες είχαν ισχυριστεί ότι τα επίμαχα ποσά δεν μπορούσαν να ανακτηθούν από την προαναφερθείσα ενιαία οικονομική μονάδα, αλλά μόνον από τις επιχειρήσεις που πράγματι επωφελήθηκαν από τα ποσά αυτά. Το ΓεΔΕΕ υπενθύμισε ότι το αποφασιστικό κριτήριο για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού είναι η ύπαρξη ενιαίας συμπεριφοράς στην αγορά. Με τα καθήκοντά τους όσον αφορά τη διεύθυνση και την οικονομική στήριξη, οι Ioan Micula και Viorel Micula μπορούν να επεκτείνουν το όφελος του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης σε όλες τις επιχειρήσεις της EFDG. Η ανάκτηση της εν λόγω ενίσχυσης από την προαναφερθείσα ενιαία οικονομική μονάδα επιτρέπει έτσι την αποκατάσταση της κατάστασης που επικρατούσε πριν από την καταβολή της ενίσχυσης, εξαλείφοντας το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο προέκυψε για την εν λόγω μονάδα.
Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ απέρριψε τις προσφυγές στο σύνολό τους.