Região Autónoma da Madeira/Επιτροπή – Λειτουργικές περιφερειακές ενισχύσεις που συνδέονται με τη νησιωτικότητα εξόχως απόκεντρων περιοχών δικαιολογούνται μόνον ως προς τις δραστηριότητες που πλήττονται από τα εγγενή μειονεκτήματα των περιοχών αυτών και τις πρόσθετες δαπάνες που συνεπάγονται. Οι δραστηριότητες που ασκούνται εκτός των εν λόγω περιφερειών, πρέπει να αποκλειστούν από τις λειτουργικές αυτές ενισχύσεις, ακόμη και αν ασκούνται από εταιρείες εγκατεστημένες στις εν λόγω περιφέρειες
Περιφερειακές λειτουργικές ενισχύσεις απόκεντρων περιοχών– T-131/21
Η Μαδέρα είναι μία ομάδα νησιών στον ατλαντικό ωκεανό που ανήκει στην Πορτογαλία και χαρακτηρίζεται ως εξόχως απόκεντρη περιοχή. Ήδη από το 1987, η Πορτογαλία έχει θεσπίσει το καθεστώς ZFM, το οποίο περιλαμβάνει διάφορα φορολογικά πλεονεκτήματα για τις επιχειρήσεις, πλην των χρηματοπιστωτικών, που έχουν εγγραφεί στο καθεστώς, όντας εγκατεστημένες στο Διεθνές Επιχειρηματικό Κέντρο ή στο Διεθνές Ναυτικό Μητρώο ή στην Ελεύθερη Βιομηχανική Ζώνη της Μαδέρας.
Η πλέον πρόσφατη εκδοχή εγκρίθηκε το 2007 από την Επιτροπή, ως καθεστώς λειτουργικών περιφερειακών ενισχύσεων, με βάση τις Κατευθυντήριες Γραμμές του 2007 για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα. Το καθεστώς περιλαμβάνει: α) μερικές απαλλαγές από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων σε ό,τι αφορά τις δραστηριότητές τους που ασκούνται πραγματικά και ουσιαστικά στη Μαδέρα, β) απαλλαγές από τους δημοτικούς και τοπικούς φόρους, και γ) απαλλαγή από τον φόρο μεταβίβασης ακινήτων για την εγκατάσταση επιχείρησης στη Μαδέρα. Στο καθεστώς προβλέπονται ορισμένα ανώτατα όρια των φοροαπαλλαγών, ανά κατηγορία, τα οποία τελούν σε συνάρτηση με τον αριθμό των θέσεων εργασίας που προσφέρει η δικαιούχος επιχείρηση στη Μαδέρα. Το 2013, η Επιτροπή ενέκρινε τροποποίηση του καθεστώτος με την οποία διευρύνθηκαν οι δυνητικοί δικαιούχοι, ενώ την ίδια χρονιά εγκρίθηκε και η παράταση της διάρκειάς του.
Το 2018, ωστόσο, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας για το καθεστώς ZFM, λόγω αμφιβολιών που είχε σχετικά με: α) το κατά πόσον οι δραστηριότητες των δικαιούχων ασκούνταν πραγματικά και ουσιαστικά στη Μαδέρα και β) το κατά πόσον πράγματι οι δικαιούχοι προσέφεραν θέσεις εργασίας στη Μαδέρα.
Το 2022, η Επιτροπή έκρινε ότι η Πορτογαλία είχε εφαρμόσει εσφαλμένα το καθεστώς. Ειδικότερα, διαπίστωσε ότι οι φοροαπαλλαγές είχαν επεκταθεί και σε δραστηριότητες που στην πραγματικότητα ασκούνταν εκτός της Μαδέρας, καθώς και ότι οι δικαιούχοι δεν δημιούργησαν πραγματικά τις θέσεις εργασίες που όφειλαν για να λάβουν τις φοροαπαλλαγές. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση των ενισχύσεων και την κατάργηση του καθεστώτος. Η Αυτόνομη Περιφέρεια της Μαδέρας (Região Autónoma da Madeira – ARM) προσέφυγε στο ΓεΔΕΕ κατά της απόφασης.
Η προσφεύγουσα ARM ισχυρίστηκε, αρχικά, ότι το καθεστώς δεν ήταν επιλεκτικό, διότι η Μαδέρα είχε φορολογική αυτονομία, αναγνωρισμένη από το ενωσιακό δίκαιο, και ως εκ τούτου το οικείο πλαίσιο αναφοράς για την εξέταση του καθεστώτος ήταν το έδαφος της Μαδέρας μόνον και όχι το σύνολο της επικράτειας της Πορτογαλίας. Το ΓεΔΕΕ απέρριψε τον ισχυρισμό, παραπέμποντας σε προηγούμενη νομολογία του, στην οποία το ίδιο καθεστώς είχε κριθεί επιλεκτικό, με δεδομένο ότι χορηγεί φοροαπαλλαγές σε ορισμένες μόνον επιχειρήσεις που έχουν εγγραφεί στο καθεστώς και όχι στο σύνολο των επιχειρήσεων της Μαδέρας ή της Πορτογαλίας. Έτσι, ακόμα κι αν το πλαίσιο αναφοράς για την εξέταση του καθεστώτος ήταν μόνο το έδαφος της Μαδέρας, και πάλι πληρούνται οι όροι της επιλεκτικότητας. Το ΓεΔΕΕ επεσήμανε πως το γεγονός ότι ένα περιφερειακό φορολογικό σύστημα αποσκοπεί στη διόρθωση των μειονεκτημάτων που συνδέονται με τη νησιωτικότητα δεν συνεπάγεται ότι οποιοδήποτε φορολογικό πλεονέκτημα χορηγεί, είναι άνευ ετέρου δικαιολογημένο από τη φύση και το γενικό σύστημα του εθνικού φορολογικού συστήματος.
Έπειτα, η ARM υποστήριξε ότι η Επιτροπή είχε εσφαλμένα χαρακτηρίσει το καθεστώς ZFM του 2007 ως ‘νέα ενίσχυση’, καθώς το καθεστώς αποτελούσε συνέχεια προϋφιστάμενων όμοιων καθεστώτων και έπρεπε να χαρακτηριστεί ως ‘υφιστάμενη ενίσχυση’. Το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι ένα ‘υφιστάμενο’ καθεστώς που έχει εγκριθεί από την Επιτροπή δεν καλύπτεται πλέον από την εγκριτική απόφαση, όταν το κράτος μέλος εφαρμόζει το εν λόγω καθεστώς κατά τρόπο ουσιωδώς διαφορετικό από εκείνο που κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή κι εγκρίθηκε από αυτήν, με αποτέλεσμα να λογίζεται ως ‘νέα ενίσχυση’. Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι το καθεστώς ZFM του 2007 αποτελούσε ‘νέα ενίσχυση’, με δεδομένο ότι στην πράξη κατέληγε να χορηγεί φοροαπαλλαγές και σε επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν εκτός της Μαδέρας.
Η διαπίστωση αυτή κλονίζει ομοίως και τον χαρακτηρισμό του καθεστώτος ως ‘λειτουργικής ενίσχυσης’. Το ΓεΔΕΕ επεσήμανε ότι, βάσει των παραγράφων 6 και 76 των Κατευθυντηρίων Γραμμών του 2007 για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα, οι λειτουργικές ενισχύσεις σε εξόχως απόκεντρες περιοχές, όπως η Μαδέρα, μπορούν να χορηγούνται υπό τις προϋποθέσεις ότι: α) δικαιολογούνται χάριν της περιφερειακής ανάπτυξης και β) η φύση και το ύψος τους είναι ανάλογα με τα μειονεκτήματα που επιδιώκουν να αμβλύνουν. Αυτό συνεπάγεται ότι μόνο οι δραστηριότητες που πλήττονται από τα εν λόγω μειονεκτήματα και, ως εκ τούτου, οι πρόσθετες δαπάνες που αφορούν ειδικά τις περιφέρειες αυτές, θα πρέπει να είναι επιλέξιμες για τέτοιες λειτουργικές ενισχύσεις. Αντιθέτως, οι δραστηριότητες που ασκούνται εκτός των εν λόγω περιφερειών, με αποτέλεσμα να μην επηρεάζονται από τις εν λόγω πρόσθετες δαπάνες πρέπει να αποκλειστούν από τις λειτουργικές αυτές ενισχύσεις, ακόμη και αν ασκούνται από εταιρείες εγκατεστημένες στις εν λόγω περιφέρειες.
Η ARM αμφισβήτησε, εν συνεχεία, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι πορτογαλικές αρχές, όταν αξιολογούσαν εάν οι δικαιούχοι των φοροαπαλλαγών δημιουργούσαν ή διατηρούσαν θέσεις εργασίας στη Μαδέρα, δεν ελάμβαναν υπ’ όψιν τους τη φύση της απασχόλησης (πλήρους ή μερικής), τη δημιουργία των θέσεων εργασίας αμέσως από τον δικαιούχο ή από προμηθευτή/πελάτη του, ούτε καν εάν ο εργαζόμενος βρισκόταν εντός ή εκτός της Μαδέρας. Το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με το συμπέρασμα της Επιτροπής και σημείωσε ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν οι πορτογαλικές αρχές για τον υπολογισμό των θέσεων εργασίας δεν της επέτρεπε να επαληθεύσει εάν οι τελευταίες ήταν όντως πραγματικές και μόνιμες. Η διενέργεια φορολογικών ελέγχων από τις πορτογαλικές αρχές δεν αμφισβητούσε ουσιαστικά το συμπέρασμα αυτό, με δεδομένο ότι οι μέθοδοι που ακολουθήθηκαν διέφεραν πολύ από τους όρους των Κατευθυντηρίων Γραμμών του 2007 και των αποφάσεων της Επιτροπής του 2007 και του 2013.
Περαιτέρω, η ARM ισχυρίστηκε ότι η απόφαση της Επιτροπής να διατάξει την ανάκτηση των ενισχύσεων παραβίαζε την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Το ΓεΔΕΕ, αφού υπενθύμισε τις βασικές νομολογιακές αρχές περί της υποχρέωσης ανάκτησης, έκρινε πως ένα κράτος μέλος, οι αρχές του οποίου χορήγησαν κρατική ενίσχυση κατά παράβαση των διαδικαστικών τους υποχρεώσεων, δεν μπορούν κατ’ αρχήν να επικαλεστούν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων, προκειμένου να αποφύγουν τα αναγκαία μέτρα εκτέλεσης της απόφασης της Επιτροπής, διότι κάτι τέτοιο θα υπονόμευε την πρακτική εφαρμογή των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ.
Η ARM ισχυρίστηκε, ακόμα, ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν προσδιόριζε τα ακριβή ποσά που έπρεπε να ανακτηθούν και ο ακριβής υπολογισμός τους ήταν υπερβολικά δυσχερής για την ίδια. Το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι δεν προκύπτει απόλυτη αδυναμία ανάκτησης, όταν ο (υπό)κρατικός φορέας, όπως εν προκειμένω η Μαδέρα, επικαλείται απλώς νομικές, πολιτικές ή πρακτικές δυσχέρειες που οφείλονται σε πράξεις ή παραλείψεις των ίδιων των εθνικών αρχών και τις οποίες ενδέχεται να αντιμετωπίσει κατά την εφαρμογή της απόφασης που διατάσσει την ανάκτηση, χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή άλλους τρόπους εφαρμογής που θα επέτρεπαν την υπέρβαση των δυσχερειών αυτών. Ο μεγάλος αριθμός των δικαιούχων δεν καθιστά την ανάκτηση τεχνικά αδύνατη. Περαιτέρω, από καμία διάταξη του ενωσιακού δικαίου δεν προκύπτει υποχρέωση της Επιτροπής να καθορίζει το ακριβές ποσό της ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί, υποχρέωση που ανήκει στο κράτος μέλος, συνεπεία της καλής πίστης στη συνεργασία του με την Επιτροπή.
Τέλος, η ARM επικαλέστηκε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, λόγω του μεγέθους των συνεπειών που συνεπάγεται η απόφαση της Επιτροπής για τις επιχειρήσεις της Μαδέρας. Το ΓεΔΕΕ, αφού αναφέρθηκε σε πάγια νομολογία περί της υποχρεωτικότητας της ανάκτησης, σημείωσε πως το γεγονός ότι η ανάκτηση μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε πτώχευση επιχειρήσεων που επωφελήθηκαν παρανόμως από κρατικές ενισχύσεις δεν μπορεί να επηρεάσει τον υποχρεωτικό αυτό χαρακτήρα.
Για το σύνολο των παραπάνω λόγων, το ΓεΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή της ARM.



