Εάν στην απόφαση περί κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας δεν παρατίθενται ρητά όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία είναι αντικειμενικώς κρίσιμα για την απόδειξη της πλήρωσης των προϋποθέσεων του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, όπως είναι ο ακριβής τρόπος χρηματοδότησης ενός μέτρου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις περί σαφήνειας, ακρίβειας και προβλεψιμότητας των πράξεων του δικαίου της Ένωσης που επιβάλλει η αρχή της ασφάλειας δικαίου, προσβάλλονται τα διαδικαστικά δικαιώματα των ενδιαφερόμενων μερών και η απόφαση της Επιτροπής καθίσταται ακυρώσιμη
Παράβαση ουσιώδους τύπου – ΔΕΕ C‑167/19 P & C‑171/19 P
Στη Γερμανία η ποιότητα του γάλακτος ελέγχεται παραδοσιακά με ανεξάρτητους ελέγχους ποιότητας που, στο ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας, χρηματοδοτούνται αφενός με πόρους που αντλούνται από εισφορά επί του γάλακτος βαρύνουσα τους αγοραστές γάλακτος και, αφετέρου, μέσω του γενικού προϋπολογισμού του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας. Το 2013, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με αυτήν τη ρύθμιση, καθώς θεώρησε ότι η χρηματοδότηση των ελέγχων ποιότητας του γάλακτος συνιστά κρατική ενίσχυση, στο μέτρο που οι σχετικοί πόροι προέρχονται από φόρους υπέρ τρίτων (SA.35484/2014).
Μετά την ολοκλήρωση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το ποσό της κρατικής ενίσχυσης που έλαβαν τα βαυαρικά γαλακτοκομεία υπερέβαινε τα έσοδα που προέκυψαν από την εισφορά για το γάλα. Επομένως, η Επιτροπή έκρινε ότι τα βαυαρικά γαλακτοκομεία είχαν επωφεληθεί από παράνομη κρατική ενίσχυση που χρηματοδοτήθηκε τόσο μέσω της επίμαχης εισφοράς όσο και μέσω πρόσθετων πόρων από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση αυτών των ενισχύσεων (SA.35484/2015).
To ομόσπονδο κράτος της Βαυαρίας άσκησε προσφυγή ακύρωσης ενώπιον του ΓεΔΕΕ, επικαλούμενο προσβολή των διαδικαστικών του δικαιωμάτων εξαιτίας της μη αναφοράς στην απόφαση περί κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας όλων των πτυχών της χρηματοδότησης του επίμαχου μέτρου που επρόκειτο να εξετάσει, με αποτέλεσμα το εν λόγω κράτος να μην υποβάλει παρατηρήσεις για ορισμένες από αυτές. Το ΓεΔΕΕ σημείωσε, αρχικά, ότι η Επιτροπή όφειλε, πράγματι, να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη, κατά το στάδιο της απόφασής της περί κίνησης της επίσημης διαδικασίας, τη δυνατότητα να υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους. Η παράβαση αυτής της υποχρέωσης συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου που συνεπάγεται υπό προϋποθέσεις την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, ανεξαρτήτως εάν η παράβαση αυτή προκάλεσε ζημία ή εάν η διοικητική διαδικασία θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.
Εν προκειμένω, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι η απόφαση της Επιτροπής για κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας δεν έκανε αναφορά στον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους, οπότε τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούσαν εύλογα να υποθέσουν ότι η έρευνα αφορούσε μόνον τους πόρους που προέκυψαν από την εισφορά γάλακτος. Κατά συνέπεια, τους στερήθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας σχετικά με ένα θέμα, που αποδείχτηκε κρίσιμο, και ήταν δυνατό να επηρεάσει την έκβαση της διαδικασίας ελέγχου του επίμαχου μέτρου (ΓεΔΕΕ Τ-683/15 και Τ-722/15 έως Τ-724/15). Για τους λόγους αυτούς, το ΓεΔΕΕ έκανε δεκτή την προσφυγή του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής. Η τελευταία άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΔΕΕ, καθώς θεώρησε ότι το ΓεΔΕΕ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, αφού από την απόφασή της προκύπτουν εμμέσως και οι δύο πηγές χρηματοδότησης του ελεγχόμενου μέτρου και, σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με την επίμαχη εισφορά, ως προς τους πρόσθετους πόρους μέσω του γενικού προϋπολογισμού του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας είναι πρόδηλο ότι αυτοί συνιστούν κρατικούς πόρους, κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ επισήμανε ότι ο τρόπος χρηματοδότησης ενός τέτοιου μέτρου, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, συνιστά «κρίσιμο στοιχείο» προκειμένου να καθοριστεί εάν το μέτρο αυτό δύναται να χαρακτηριστεί ως «κρατική ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ και, συνεπώς, αυτός ο τρόπος αποτελεί «κρίσιμο στοιχείο» και κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 1 του προϊσχύσαντος διαδικαστικού Καν. 659/1999 (νυν άρθρο 6 παρ. 1 Καν. 1589/2015). Ακόμη, το ΔΕΕ σημείωσε πως παρά το ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή κατά την έκδοση της απόφασής της περί κίνησης της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η συνοπτική παράθεση των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων, κατά την έννοια το άρθρου 6 παρ. 1 του Καν. 659/1999, δεν μπορεί να εξαρτάται από υποκειμενικά κριτήρια όπως το ότι, κατά την άποψη της Επιτροπής, είναι πρόδηλο ότι η χρηματοδότηση από τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους μέλους συνιστά κρατικό πόρο. Όπως εξήγησε το ΔΕΕ, εάν η παράθεση των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων είναι ελλιπής, οι ενδιαφερόμενοι δεν θα έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των στοιχείων βάσει των οποίων η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας και, κατά συνέπεια, δεν θα μπορεί να διασφαλιστεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 108 παρ. 2 ΣΛΕΕ.
Όσον αφορά εν προκειμένω την αναφορά της Επιτροπής στη χρηματοδότηση του μέτρου μέσω πόρων προερχόμενων από την εισφορά επί του γάλακτος, το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν αρκεί να μπορεί να συναχθεί έμμεσα κάποιο συμπέρασμα, όπως ότι η συγκεκριμένη φράση παραπέμπει σε χρηματοδότηση και από τον γενικό προϋπολογισμό του κράτους. Αντιθέτως, πρέπει να παρατίθενται ρητά όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι αντικειμενικά κρίσιμα για την απόδειξη της πλήρωσης των προϋποθέσεων του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τις απαιτήσεις περί σαφήνειας, ακρίβειας και προβλεψιμότητας των πράξεων του δικαίου της Ένωσης που επιβάλλει η αρχή της ασφάλειας δικαίου. Επομένως, το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν είναι δυνατό να μη μνημονεύεται ρητά στην επίμαχη απόφαση η χρηματοδότηση μέσω πόρων προερχόμενων από τον γενικό προϋπολογισμό του ομόσπονδου κράτους της Βαυαρίας, στο μέτρο που η Επιτροπή όφειλε να καθορίσει επαρκώς το πλαίσιο του εκ μέρους της ελέγχου, προκειμένου να μην καταστεί κενό περιεχομένου το δικαίωμα του οικείου κράτους μέλους και των ενδιαφερομένων μερών να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους.
Βάσει των ανωτέρω το ΔΕΕ απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που άσκησε η Επιτροπή, καταδικάζοντάς την στα δικαστικά έξοδα.