Interneto žiniasklaidos asociacija κ.λπ./Επιτροπή – Μία επιστολή της Επιτροπής, με την οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν ουσιώδεις μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων και ολοκληρώνει τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης συνιστά οριστική γνώμη της και είναι δικαστικώς προσβαλλόμενη
Ουσιώδεις τροποποιήσεις υφιστάμενης ενίσχυσης – T-72/22
Η LRT είναι ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας της Λιθουανίας και ανήκει στο λιθουανικό δημόσιο. Το νομοθετικό της καθεστώς προβλέφθηκε με νόμο του 1996, ο οποίος τροποποιήθηκε δύο φορές, το 2015 και το 2020. Στον νόμο του 1996 προβλέφθηκε ο τρόπος χρηματοδότησης της LRT, ο οποίος περιλαμβάνει χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, έσοδα από φόρους που εισπράττει το κράτος για τις υπηρεσίες της LRT προς το κοινό, έσοδα από τις πωλήσεις ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών προγραμμάτων, έσοδα από διαφημίσεις και εκδόσεις, καθώς και έσοδα από εμπορικές δραστηριότητες. Στο μέτρο που αυξάνονταν τα έσοδα από φόρους, οι οποίοι εισπράττονταν από το κράτος για τις υπηρεσίες της LRT προς το κοινό, η χρηματοδότηση της LRT από τον κρατικό προϋπολογισμό θα μειωνόταν αναλόγως. Η τροποποίηση του 2015 αφαίρεσε τα έσοδα από εμπορική διαφήμιση από τις πηγές χρηματοδότησης της LRT, ενώ παράλληλα τυποποιήθηκε η ακριβής μεθοδολογία υπολογισμού της χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η επίμαχη διάταξη όρισε ότι το ποσό των κονδυλίων που χορηγούνταν στην LRT δεν έπρεπε, πάντως, να είναι μικρότερο από το ποσό που υπολογίστηκε με βάση όλα τα πραγματικά έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης το 2012. Με την τροποποίηση του 2020, τροποποιήθηκε ο συντελεστής που υπολόγιζε το επίπεδο της χρηματοδότησης από τον κρατικό προϋπολογισμό, με την επιφύλαξη, όμως, ότι το ποσό χρηματοδότησης δεν έπρεπε να είναι μικρότερο από τα κονδύλια που χορηγούνταν στη LRT από τον κρατικό προϋπολογισμό το 2019.
Μετά την τροποποίηση του 2020, μία εμπορική ένωση που εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στον τομέα των διαδικτυακών μέσων ενημέρωσης και δύο εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ραδιοτηλεόρασης υπέβαλαν καταγγελίες στην Επιτροπή, ισχυριζόμενες ότι η παραπάνω χρηματοδότηση αποτελεί παράνομη και μη συμβατή κρατική ενίσχυση. Το 2021, η Επιτροπή απέστειλε επιστολή στις καταγγέλλουσες, με την οποίαν ανέφερε ότι: α) το καθεστώς χρηματοδότησης της LRT αποτελούσε «υφιστάμενη ενίσχυση», καθώς είχε θεσπιστεί πριν από την έναρξη ισχύος της ΣΛΕΕ στη Λιθουανία και εξακολουθεί να εφαρμόζεται μετά την έναρξη ισχύος της, β) οι τροποποιήσεις του 2015 και του 2020 δεν μπορούσαν να διαχωριστούν από το αρχικό καθεστώς χρηματοδότησης του 1996, γ) οι τροποποιήσεις αυτές δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως ουσιαστικές τροποποιήσεις υφιστάμενων ενισχύσεων, δεδομένου ότι δεν επηρέαζαν τα βασικά στοιχεία του αρχικού καθεστώτος χρηματοδότησης της LRT και, επομένως, δεν συνιστούσαν νέες ενισχύσεις. Η Επιτροπή σημείωσε, ακόμη, ότι, σε κάθε περίπτωση η επίμαχη χρηματοδότηση ήταν εκ πρώτης όψεως σύμφωνη με την Ανακοίνωση 2009 για τη ραδιοτηλεόραση και με το άρθρο 106 (2) ΣΛΕΕ για τις ΥΓΟΣ. Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να αποφανθεί επί της συμβατότητας, δεδομένου ότι επρόκειτο για υφιστάμενη ενίσχυση. Κατόπιν τούτων, οι καταγγέλλουσες άσκησαν την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ.
Το ΓεΔΕΕ εξέτασε αναλυτικώς δύο ζητήματα παραδεκτού, προτού αποφανθεί επί της ουσίας της διαφοράς. Εν πρώτοις, εξετάστηκε κατά πόσον η επιστολή της Επιτροπής ήταν δικαστικώς προσβαλλόμενη. Επικαλούμενο πάγια νομολογία, έκρινε ότι μία απόφαση με την οποία η Επιτροπή χαρακτηρίζει το επίμαχο μέτρο ως υφιστάμενη ενίσχυση και, ως εκ τούτου, αρνείται σιωπηρώς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας συνιστά δικαστικώς προσβαλλόμενη απόφαση. Εν προκειμένω, με την επίμαχη επιστολή, η Επιτροπή διαμόρφωσε οριστική γνώμη σχετικά με τον χαρακτηρισμό των τροποποιήσεων του 2015 και του 2020 ως υφιστάμενων ενισχύσεων και, ως εκ τούτου, ολοκλήρωσε τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης, δεδομένου ότι η έρευνα που είχε κινηθεί δεν οδήγησε στο συμπέρασμα ότι υπήρξαν ουσιώδεις μεταβολές υφιστάμενων ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, η απόφαση ήταν δικαστικώς προσβαλλόμενη.
Εν συνεχεία, εξετάστηκε κατά πόσον οι προσφεύγουσες είχαν δικαίωμα δικαστικής προσφυγής. Το ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι οι προσφεύγουσες ήταν εκείνες που είχαν υποβάλει τις καταγγελίες, οι οποίες οδήγησαν στην έκδοση της επίμαχης επιστολής και συμμετείχαν ενεργά στη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης. Δεδομένων των παραπάνω ιδιοτήτων των προσφευγόντων (εμπορική ένωση και εταιρείες του κλάδου), τελούν σε σχέση ανταγωνισμού με την LRT, γεγονός που τις καθιστά ενδιαφερόμενα μέρη. Με την επίμαχη προσφυγή, ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή είχε παραλείψει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, μολονότι, υπό το φως των πληροφοριών που της είχαν υποβάλει, δεν μπορούσε να αγνοεί την ύπαρξη αμφιβολιών ως προς το εάν οι τροποποιήσεις του 2015 και του 2020 ήταν ουσιώδεις. Προς στήριξη των ισχυρισμών τους, προέβαλαν έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι η Επιτροπή δεν διεξήγαγε την έρευνα με την επιμέλεια που απαιτεί η αρχή της χρηστής διοίκησης, με αποτέλεσμα να προσβάλλονται τα δικονομικά τους δικαιώματα και να τους εμποδίζονται να υποβάλουν παρατηρήσει στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας έρευνας. Επομένως, ο μοναδικός αυτός λόγος ακυρώσεως αφορούσε την επικαλούμενη παραβίαση δικονομικών δικαιωμάτων των προσφευγουσών, καθόσον η Επιτροπή αρνήθηκε εσφαλμένως να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, χαρακτηρίζοντας τις τροποποιήσεις του 2015 και του 2020 ως υφιστάμενες ενισχύσεις. Συνεπώς, οι προσφεύγουσες είχαν δικαίωμα άσκησης προσφυγής, καθόσον επεδίωξαν να διαφυλάξουν τα δικονομικά τους δικαιώματα, και, άρα, η προσφυγή τους είναι παραδεκτή.
Κατόπιν τούτων, το ΓεΔΕΕ εξέτασε την ουσία της διαφοράς. Προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον η Επιτροπή αντιμετώπιζε σοβαρές δυσχέρειες στη συγκεκριμένη περίπτωση, αξιολόγησε τους κανόνες σχετικά με τις υφιστάμενες ενισχύσεις. Υπενθύμισε αρχικά πως, μολονότι οι τροποποιήσεις υφιστάμενων ενισχύσεων θεωρούνται ως «νέες ενισχύσεις» που υπόκεινται στην υποχρέωση κοινοποίησης, εντούτοις, δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη νέα ενίσχυση κάθε μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης, αλλά μόνο η ουσιαστική μεταβολή υφιστάμενης ενίσχυσης. Εν προκειμένω, το ΓεΔΕΕ παρατήρησε πως η Επιτροπή είχε αναφέρει στην επιστολή της ότι το καθεστώς διπλής χρηματοδότησης της LRT, που συνίστατο σε κρατική αποζημίωση και έσοδα από διαφημιστικές δραστηριότητες, είχε αντικατασταθεί το 2015 από καθεστώς ενιαίας χρηματοδότησης, με τη διαφήμιση να απαγορεύεται πλέον και τη LRT να χρηματοδοτείται κυρίως από κρατική αποζημίωση και από ορισμένα περιορισμένα έσοδα από εμπορικές δραστηριότητες. Παρά ταύτα, δεν είχε εξετάσει τις συνέπειες της εξάλειψης των εσόδων από διαφημίσεις στις πηγές χρηματοδότησης της LRT. Επιπλέον, είχε παραλείψει να εξετάσει κατά πόσον η κατάργηση των εσόδων από την εμπορική διαφήμιση θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια ότι η LRT θα χρηματοδοτούνταν στο εξής, αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά, από κρατικούς πόρους και κατά πόσον η αύξηση αυτή της δημόσιας χρηματοδότησης δεν θα αποτελούσε τροποποίηση ενός από τα συστατικά στοιχεία του αρχικού καθεστώτος χρηματοδότησης της LRT και, επομένως, θα χαρακτηριζόταν ως νέα ενίσχυση.
Περαιτέρω, η Επιτροπή δεν είχε προβεί σε επαρκώς ολοκληρωμένη εξέταση που να καθιστά δυνατή την ακριβή εξακρίβωση εάν το καθεστώς χρηματοδότησης της LRT είχε μεταβληθεί ουσιωδώς μετά τις τροποποιήσεις του 2015 και του 2020. Στην πραγματικότητα, όσον αφορά την τροποποίηση του 2015, η Επιτροπή είχε συγκρίνει απλώς τον πραγματικό συνολικό προϋπολογισμό της LRT για το 2014 με εκείνον του 2015 και είχε συμπεράνει ότι «φαινόταν» πως ο συνολικός προϋπολογισμός της LRT δεν είχε μεταβληθεί ουσιωδώς. Όσον αφορά τις τροποποιήσεις του 2020, είχε αρκεστεί απλώς στην επισήμανση ότι ήταν τεχνικής φύσεως που δεν θίγουν τον ουσιώδη χαρακτήρα του αρχικού μέτρου, δεδομένου ότι εισήγαγαν απλώς μία τροποποίηση του τύπου υπολογισμού της χρηματοδότησης της LRT και μετέβαλαν το ελάχιστο επίπεδο της κρατικής συνεισφοράς. Παρά ταύτα, το ΓεΔΕΕ έκρινε πως για αμφότερες τις τροποποιήσεις, είχαν παρασχεθεί στην Επιτροπή επαρκή στοιχεία προκειμένου να διερευνήσει εάν το καθεστώς χρηματοδότησης της LRT είχε μεταβληθεί σημαντικά.
Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή είχε παραλείψει να εξετάσει δεόντως εάν το ποσό της κρατικής αποζημιώσεως που χορηγήθηκε στην LRT μεταβλήθηκε ουσιωδώς μετά την έναρξη ισχύος των τροποποιήσεων του 2015 και του 2020. Αντιθέτως, είχε προβεί σε ανεπαρκή και ελλιπή εξέταση του χαρακτηρισμού των τροποποιήσεων 2015 και 2020 ως υφιστάμενης ενισχύσεως κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης, γεγονός που αποτελεί ένδειξη της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών κατά την εκτίμηση του επίμαχου μέτρου. Ως εκ τούτου, το ΓεΔΕΕ έκανε δεκτό τον σχετικό ισχυρισμό και ακύρωσε την επιστολή της Επιτροπής.



