Κριτήρια που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον διαχωρισμό, στο πλαίσιο του ίδιου ομίλου, μίας κρατικής εταιρείας που λειτουργεί υπό όρους αγοράς από μία άλλη που χρηματοδοτείται από το κράτος για την εξυπηρέτηση δημοσίων σκοπών είναι τα εξής: α) το ότι θα λειτουργούν με ξεχωριστές επωνυμίες, β) ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τη χρέωση των κοινών δαπανών για τις ενδοομιλικές υπηρεσίες βασίζεται σε αντικειμενικούς συντελεστές κατανομής και εξασφαλίζει την αναλογική κατανομή των δαπανών μεταξύ των δύο εταιρειών και γ) ότι τα 2/3 των μελών του ΔΣ της μίας εταιρείας θα είναι ανεξάρτητα από της άλλης, γεγονός που κατατείνει στη διασφάλιση της ανεξαρτησίας της
Οικονομικές και μη οικονομικές δραστηριότητες στον ίδιο όμιλο – SA.113383
Η Φινλανδία κοινοποίησε στην Επιτροπή δύο συνδυαστικά μέτρα. Πρώτον, την αναδιοργάνωση και ενοποίηση των δραστηριοτήτων τεσσάρων κρατικών εταιρειών επιχειρηματικού κεφαλαίου, οι οποίες πρόκειται να μετατραπούν στον όμιλο Tesi. Δεύτερον, μία εισφορά κεφαλαίου ύψους 300.000.000 ευρώ προς τη μητρική εταιρεία του υπό σύσταση ομίλου, Suomen Teollisuussijoitus Oy (Tesi). Όλες οι παραπάνω τέσσερις εταιρείες, πλην μίας, λειτουργούν επί του παρόντος σύμφωνα με τους όρους της αγοράς. Με την αναδιοργάνωση, οι φινλανδικές αρχές επιδιώκουν να διαχωρίσουν διαρθρωτικά και νομικά τις δραστηριότητες που θα χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους για την εξυπηρέτηση δημοσίων σκοπών, από εκείνες που πραγματοποιούνται με όρους αμιγώς της αγοράς. Οι τελευταίες θα ασκούνται, κατόπιν της αναδιάρθρωσης, αποκλειστικά από τη μητρική εταιρεία. Στο πλαίσιο αυτό, η μητρική εταιρεία θα λάβει περιουσιακά στοιχεία από τις δύο εκ των τεσσάρων υφιστάμενων εταιρειών, τα οποία αποτελούνται αποκλειστικά από επενδύσεις που φέρεται να έχουν πραγματοποιηθεί υπό όρους αγοράς. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία αποτιμώνται συνολικά σε 500.000.000 ευρώ. Περίπου 160.000.000 ευρώ θα παραμείνουν σε μία άλλη εταιρεία, την Teollisuustuki, η οποία θα λειτουργεί με κρατική χρηματοδότηση για την εξυπηρέτηση δημοσίων σκοπών.
Η Επιτροπή αξιολόγησε κατά πόσον τα δύο αυτά μέτρα (αναδιάρθρωση και εισφορά κεφαλαίου) χορηγούν πλεονέκτημα στον υπό σύσταση όμιλο. Ως προς την αναδιάρθρωση, παρατήρησε αρχικά ότι τόσο τα προς μεταβίβαση περιουσιακά στοιχεία όσο και η εισφορά κεφαλαίου θα χρησιμοποιούνται για τις επενδύσεις της Tesi, οι οποίες θα πραγματοποιούνται με όρους αγοράς. Προκειμένου αυτό να επιβεβαιωθεί, η Επιτροπή αξιολόγησε τις συναλλαγές αυτές βάσει του κριτηρίου ΦΟΑ. Διαπίστωσε ότι η νέα εταιρική δομή διασφαλίζει τον σαφή διαχωρισμό μεταξύ των δραστηριοτήτων της Tesi και της Teollisuustuki, συμπεριλαμβανομένης της λήψης αποφάσεων και της αποφυγής διασταυρούμενων επιδοτήσεων. Αυτό προκύπτει ιδίως από τρία στοιχεία: α) ότι θα λειτουργούν με ξεχωριστές επωνυμίες, β) ότι η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται για τη χρέωση των κοινών δαπανών για τις ενδοομιλικές υπηρεσίες βασίζεται σε αντικειμενικούς συντελεστές κατανομής και εξασφαλίζει την αναλογική κατανομή των δαπανών μεταξύ των δύο εταιρειών και γ) ότι τα 2/3 των μελών του ΔΣ της Tesi θα είναι ανεξάρτητα από την Teollisuustuki, γεγονός που κατατείνει στην διαπίστωση της ανεξαρτησίας της.
Σε ό,τι αφορά στην εισφορά κεφαλαίου, οι φινλανδικές αρχές είχαν χρησιμοποιήσει την μεθοδολογία CAPM για να εκτιμήσουν τον στόχο απόδοσης της επένδυσης. Η Επιτροπή αποφάσισε να συγκρίνει την εν λόγω μέθοδο βάσει των παραγράφων 98-100 της Ανακοίνωσης 2016 για την έννοια της κρατικής ενίσχυσης, δηλαδή με τη μέθοδο συγκριτικής αξιολόγησης. Πρώτον, ένας ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας είχε τεκμηριώσει ότι ο στόχος απόδοσης της κεφαλαιοποίησης, δηλαδή τα έσοδα που εισπράττει η Tesi από τις επενδύσεις μείον τα λειτουργικά της έξοδα, θεωρείται σύμφωνος με τις πρακτικές της αγοράς. Δεύτερον, οι φινλανδικές αρχές παρείχαν μια μεθοδολογία συγκριτικής αξιολόγησης προκειμένου να δικαιολογήσουν την απόδοση των επενδύσεων σε μετοχικό κεφάλαιο για την προγραμματισμένη εισφορά κεφαλαίου. Η Επιτροπή εξέτασε τη μεθοδολογία συγκριτικής αξιολόγησης του ανεξάρτητου εμπειρογνώμονα και συμφώνησε με το συμπέρασμά της. Το CAPM, δείχνει ότι η χρήση ενός μακροπρόθεσμου υποθετικού σεναρίου για το επιτόκιο χωρίς κίνδυνο, ένα μακροπρόθεσμο ασφάλιστρο κινδύνου για τις μετοχές της Δυτικής Ευρώπης και ένα πρόσθετο ασφάλιστρο κινδύνου κατά την εξέταση μεμονωμένων στόχων, οδηγεί σε απαίτηση απόδοσης μετοχών η οποία είναι συγκρίσιμη με την αναμενόμενη απόδοση της επένδυσης της Tesi. Επιπλέον, ο ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας παρέθεσε ιστορικά στοιχεία για τις αποδόσεις των ιδιωτικών κεφαλαίων των δημόσιων συνταξιοδοτικών ταμείων κατά την περίοδο 2014-2023 ως πρόσθετη αιτιολόγηση. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι οι αποδόσεις συνάδουν με τις προβλεπόμενες αποδόσεις των μελλοντικών επενδύσεων της Tesi. Ως εκ τούτου, η εισφορά κεφαλαίου στην Tesi θα αποφέρει αποδόσεις συγκρίσιμες με παρόμοιες επιχειρήσεις ιδιωτικών κεφαλαίων στη φινλανδική αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι η Tesi θα λειτουργεί εξ ολοκλήρου σε εμπορική βάση και θα συμμετέχει σε κάθε ξεχωριστή πράξη υπό τη διαχείρισή της ως φορέας της οικονομίας της αγοράς.
Κατόπιν τούτων, η Επιτροπή έλεγξε εάν οι επενδυτικές δραστηριότητες της Tesi διενεργούνται όντως υπό συνθήκες αγοράς. Διαπίστωσε ότι οι παρεμβάσεις της Tesi θα αποφασίζονται και θα πραγματοποιούνται με όρους pari passu, δηλαδή ταυτόχρονα με τους ιδιώτες επενδυτές, οι όροι και οι προϋποθέσεις της συναλλαγής θα είναι οι ίδιοι για όλους τους εμπλεκόμενους ιδιωτικούς φορείς, η παρέμβαση των ιδιωτικών φορέων θα έχει πραγματική οικονομική αξία και δεν θα είναι απλώς συμβολική ή περιθωριακή. Περαιτέρω, η αρχική θέση της Tesi και των εμπλεκόμενων ιδιωτικών φορέων θα είναι συγκρίσιμη όσον αφορά τη συναλλαγή, λαμβάνοντας υπόψη την προηγούμενη οικονομική τους έκθεση έναντι των σχετικών επιχειρήσεων, τις πιθανές συνέργειες που μπορούν να επιτευχθούν και τον βαθμό στον οποίο οι διάφοροι επενδυτές φέρουν παρόμοια έξοδα συναλλαγής. Προς τούτο, η Επιτροπή αξιολόγησε πέντε διαφορετικά σενάρια τέτοιων επενδύσεων που προσκόμισαν οι φινλανδικές αρχές και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλες οι πιθανές επενδύσεις, καθώς και οι εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων της Tesi, θα συμμορφώνονται με το κριτήριο ΦΟΑ, λαμβάνοντας υπόψη το σημαντικά μεγάλο ποσοστό των ιδιωτών επενδυτών αναφοράς και τα ποσά που αυτοί επένδυσαν.



