Όχι ενίσχυση ο ουγγρικός προοδευτικός φόρος για διαφημίσεις − ΔΕΕ C-596/19 P

Ρύθμιση προοδευτικής φορολόγησης ορισμένων επιχειρήσεων δεν συνεπάγεται τη χορήγηση επιλεκτικού πλεονεκτήματος, στο μέτρο που η εφαρμογή προοδευτικών φορολογικών συντελεστών εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια κάθε κράτους μέλους και εντάσσεται στα εγγενή χαρακτηριστικά του συστήματος αναφοράς, παρόλο που δεν προβλέπεται ρητά από αυτό

Το 2014 η Ουγγαρία θέσπισε νόμο για τον φόρο διαφήμισης, καθιερώνοντας ειδικό προοδευτικό φόρο για τη μετάδοση διαφημίσεων. Υποκείμενοι στον φόρο ήταν οι οικονομικοί φορείς, οι οποίοι μετέδιδαν διαφημίσεις, όπως έντυπα και οπτικοακουστικά μέσα, ή επιχειρήσεις υπαίθριας διαφήμισης, αμφότεροι οι οποίοι φορολογούνταν βάσει του κύκλου εργασιών τους. Ο νόμος αυτός προέβλεπε, ακόμη, ως μεταβατικό μέτρο ότι οι επιχειρήσεις με μηδενικά ή αρνητικά κέρδη κατά την οικονομική χρήση του 2013, δικαιούνταν για το έτος 2014 μείωση της φορολογικής τους βάσης και συγκεκριμένα έκπτωση 50% των ζημιών τους που είχαν μεταφερθεί από προηγούμενα έτη.

Η Επιτροπή, αφού κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα, δηλαδή η προοδευτική φορολόγηση και ο μηχανισμός μερικής έκπτωσης των μεταφερθεισών ζημιών αποτελούν παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις και διέταξε την Ουγγαρία να τις ανακτήσει. Ειδικότερα, η Επιτροπή έκρινε ότι αμφότερα τα μέτρα αυτά χορηγούσαν επιλεκτικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις μετάδοσης διαφημίσεων, καθώς μείωναν τις φορολογικές τους οφειλές. Ειδικά ως προς τον προοδευτικό φορολογικό συντελεστή, η Επιτροπή εκτίμησε ότι χορηγούσε πλεονέκτημα υπέρ των επιχειρήσεων με χαμηλό κύκλο εργασιών και εις βάρος των εταιριών με υψηλό κύκλο εργασιών. Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ότι η εφαρμογή διαφορετικών συντελεστών βάσει της προοδευτικής δομής φορολόγησης και ο μηχανισμός έκπτωσης των δαπανών/ζημιών δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως τμήμα του συστήματος αναφοράς (SA.39235/2016).

Η Ουγγαρία άσκησε προσφυγή ακύρωσης κατά της προαναφερόμενης απόφασης της Επιτροπής ενώπιον του ΓεΔΕΕ (T 20/17), ισχυριζόμενη ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά τον χαρακτηρισμό των μέτρων ως ενισχύσεων. Το ΓεΔΕΕ έκανε δεκτή την προσφυγή, κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συνδρομή της προϋπόθεσης περί επιλεκτικού πλεονεκτήματος, δεδομένου ότι στηρίχθηκε σε πλασματικό (υποθετικό) σύστημα αναφοράς. Συναφώς, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι το μέτρο της προοδευτικότητας των φορολογικών συντελεστών αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του ουγγρικού φορολογικού συστήματος αναφοράς. Επίσης, διαπίστωσε ότι ο μηχανισμός μερικής έκπτωσης των μεταφερθεισών ζημιών δεν χορηγούσε επιλεκτικό πλεονέκτημα, επειδή το κριτήριο της μη πραγματοποίησης κερδών για την έκπτωση ήταν αντικειμενικό και τυχαίο, καθώς συνδεόταν με την οικονομική απόδοση των διαφημιστικών επιχειρήσεων. Συνεπώς, ένα ανεξάρτητο από τις επιλογές των οικείων επιχειρήσεων κριτήριο δεν θα μπορούσε να είναι επιλεκτικό.

Στη συνέχεια, η Επιτροπή άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΔΕΕ κατά το μέρος που κρίθηκε από το ΓεΔΕΕ ότι τα επίμαχα μέτρα δεν χορηγούσαν επιλεκτικό πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις.

Όσον αφορά την εφαρμογή προοδευτικού φορολογικού συντελεστή, το ΔΕΕ έκρινε ότι το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να καθορίζουν προοδευτική φορολόγηση των επιχειρήσεων, παρότι αυτή είναι συνηθέστερη επί των φυσικών προσώπων, καθώς και να επιλέγουν τον κύκλο εργασιών των φορολογούμενων επιχειρήσεων έναντι των κερδών τους ως βάση επιβολής του φόρου. Συναφώς, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει εάν αυτά τα χαρακτηριστικά φορολόγησης εισάγουν διακρίσεις, ώστε να συνεπάγονται την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος. Εν προκειμένω, το ΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε, ως όφειλε, εάν η προοδευτικότητα των συντελεστών επί του κύκλου εργασιών των διαφημιστικών εταιριών αποτελεί εγγενές στοιχείο του ισχύοντος ουγγρικού φορολογικού συστήματος αναφοράς, ώστε να διαπιστώσει εάν προσπορίζει επιλεκτικό πλεονέκτημα και, συνεπώς, επικύρωσε την κρίση του ΓεΔΕΕ.

Ως προς τον μηχανισμό μερικής έκπτωσης, το ΔΕΕ διευκρίνισε ότι, επειδή αποτελεί μεταβατικό μέτρο περιορισμένης χρονικής εφαρμογής, δεν μπορεί να εξεταστεί υπό το πρίσμα του ουγγρικού φορολογικού νόμου, αλλά μόνο σε σχέση με τον επιδιωκόμενο από αυτόν σκοπό. Συναφώς, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι το μέτρο αυτό εισάγει άνιση φορολογική μεταχείριση μεταξύ των μη κερδοφόρων επιχειρήσεων και των επιχειρήσεων που ήταν κερδοφόρες κατά το έτος 2013, καθώς μόνον οι πρώτες δικαιούνται την έκπτωση των μεταφερθεισών ζημιών για τον υπολογισμό της φορολογικής τους βάσης για το έτος 2014. Ωστόσο, κατά το ΔΕΕ η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται από το ότι οι δύο αυτές κατηγορίες επιχειρήσεων δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση, καθώς και λόγω του αναδιανεμητικού σκοπού του ουγγρικού φορολογικού νόμου, ο οποίος συναρτάται με τη λογική της μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων που ήταν ζημιογόνες κατά το προηγούμενο της φορολογήσεως οικονομικό έτος. Περαιτέρω, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι το κριτήριο της μη ύπαρξης κερδών για την εφαρμογή του επίμαχου μηχανισμού έκπτωσης είναι αντικειμενικό, επειδή δικαιούχες την έκπτωση επιχειρήσεις ήταν όσες είχαν μικρότερη φοροδοτική ικανότητα κατά το έτος 2014 σε σχέση με τις υπόλοιπες. Επομένως, το ΔΕΕ έκρινε ότι ο ουγγρικός μηχανισμός έκπτωσης δεν προσπόριζε επιλεκτικό πλεονέκτημα σε ορισμένες επιχειρήσεις, ενώ το γεγονός ότι οι ωφελούμενες επιχειρήσεις ήταν ήδη προσδιορίσιμες κατά τον χρόνο θέσπισης του φορολογικού μέτρου δεν αρκεί για να ανατρέψει αυτό το συμπέρασμα.

Συνεπώς, το ΔΕΕ απέρριψε την αίτηση αναίρεσης της Επιτροπής, καταδικάζοντας την τελευταία στα δικαστικά έξοδα.

https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-596/19

Το ΔΕΕ εξέτασε το ίδιο νομικό ζήτημα και στην υπόθεση C‑562/19 P, Επιτροπή/Πολωνία,16.03.21.

keyboard_arrow_up