Μη συμβατή ενίσχυση βάσει ισπανικής διαιτητικής απόφασης – SA.54155

H Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι μια διαιτητική απόφαση, η οποία διατάσσει την Ισπανία να καταβάλει αποζημίωση στην εταιρεία Antin για την τροποποίηση ενός μέτρου στήριξης της ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, συνεπάγεται τη χορήγηση μη συμβατής κρατικής ενίσχυσης

Το 2007, η Ισπανία είχε θεσπίσει ένα καθεστώς για τη στήριξη της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή. Το 2013, τροποποιήθηκαν οι όροι βάσει των οποίων οι εγκαταστάσεις ΑΠΕ θα μπορούσαν να λάβουν ενίσχυση. Οι τροποποιήσεις αφορούσαν, επίσης, τις εγκαταστάσεις που είχαν αρχίσει να λαμβάνουν στήριξη στο πλαίσιο του καθεστώτος του 2007. Το τροποποιημένο καθεστώς κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή και εγκρίθηκε από αυτήν βάσει των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014 για το περιβάλλον και την ενέργεια (SA.40348/2017).

Οι εταιρείες Antin Infrastructure Services Luxembourg S.à.r.l. και Antin Energia Termosolar B.V. (Antin) είχαν επενδύσει σε εγκαταστάσεις ΑΠΕ στην Ισπανία, οι οποίες επωφελήθηκαν από το καθεστώς του 2007. Μετά τις τροποποιήσεις του 2013, η Antin κίνησε διαδικασία διαιτησίας διεκδικώντας αποζημίωση για τη στήριξη που θα λάμβανε βάσει του καθεστώτος του 2007, εάν αυτό δεν είχε τροποποιηθεί. Το 2018, το διαιτητικό δικαστήριο που επιλήφθηκε της υπόθεσης έκρινε ότι η Ισπανία είχε παραβιάσει τη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας (ΣΧΕ) και διέταξε την Ισπανία να αποζημιώσει την Antin για τις ζημίες που φέρεται να υπέστη εξαιτίας των τροποποιήσεων του καθεστώτος του 2007, με το ποσό των 101.000.000 ευρώ, πλέον τόκων. Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή το 2018.

Το 2021, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας βάσει προκαταρκτικής διαπίστωσης ότι η διαιτητική απόφαση συνιστούσε κρατική ενίσχυση και αμφιβολιών ότι η ενίσχυση αυτή είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Μετά το πέρας της έρευνας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη διαιτητική απόφαση χορηγεί μη συμβατή κρατική ενίσχυση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε ότι η διαιτητική απόφαση, και σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή, η πληρωμή ή η εκτέλεσή της, συνιστά κρατική ενίσχυση.

Ειδικότερα, επί του καταλογισμού στο κράτος, η Επιτροπή έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι η επίμαχη διαιτητική απόφαση παραβιάζει βασικές νομικές διατάξεις (ιδίως άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ και άρθρο 19 ΣΕΕ) και αρχές (αυτονομία και της αμοιβαία εμπιστοσύνη) του ενωσιακού δικαίου και, ως εκ τούτου, δεν παράγει αποτελέσματα εντός της έννομης τάξης της ΕΕ. Συνεπώς, η Ισπανία δεν επιτρέπεται να την εφαρμόσει. Παράλληλα, όμως, οποιαδήποτε καταβολή πληρωμής ή αποτυχία παρεμπόδισης μέτρων εκτέλεσης περιουσιακών στοιχείων θα αποτελούσε ευθύνη της Ισπανίας. Η αναγνώριση ή εκτέλεση της απόφασης από τα ισπανικά δικαστήρια αποτελεί εξίσου ευθύνη της Ισπανίας, διότι τα κρατικά όργανα, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων, ενεργούν για λογαριασμό του κράτους. Περαιτέρω, η Ισπανία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεσμεύεται από διεθνείς υποχρεώσεις για την καταβολή της επίμαχης αποζημίωσης, διότι το ενωσιακό δίκαιο υπερισχύει των υποχρεώσεων αυτών, σε περίπτωση σύγκρουσης των σχετικών κανόνων, Συνεπώς, η Ισπανία διατηρεί διακριτική ευχέρεια και ταυτόχρονα έχει την υποχρέωση να αρνηθεί την εφαρμογή αποφάσεων που είναι αντίθετες με το ενωσιακό δίκαιο.

Επί της ύπαρξης οικονομικού πλεονεκτήματος, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η επίμαχη διαιτητική απόφαση, στο βαθμό που επιδίκασε το επίμαχο ποσό υπέρ της Antin, βελτίωσε την οικονομική της κατάσταση, συγκριτικά με τις συνήθεις συνθήκες αγοράς. Η επίμαχη απόφαση χορήγησε πλεονέκτημα, το οποίο η Antin θα μπορούσε να μεταφέρει σε άλλους. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Antin, η απόφαση δεν αποτελεί αποζημίωση για παράνομη ενέργεια της Ισπανίας, καθώς το επίμαχο καθεστώς δεν παραβίαζε το ενωσιακό δίκαιο.

Το πλεονέκτημα αυτό ήταν επιλεκτικό στο μέτρο που ευνοούσε την Antin αποκλειστικά. Παράλληλα, χρηματοδοτούνταν από κρατικούς πόρους, στο μέτρο που θα καταβαλλόταν από τον τακτικό προϋπολογισμό της Ισπανίας. Η Antin μπορούσε ασφαλώς να θεωρηθεί ως επιχείρηση και το πλεονέκτημα αυτό μπορούσε να επηρεάσει τον ανταγωνισμό και το ενδοενωσιακό εμπόριο.

Επί της συμβατότητας της με την εσωτερική αγορά, παρατήρησε ότι ένα μέτρο που παραβιάζει άλλες διατάξεις του ενωσιακού δικαίου δεν μπορεί να κηρυχθεί συμβατό. Η ενδοενωσιακή διαιτησία, δηλαδή μία αγώγιμη αξίωση που ασκείται κατά κράτους μέλους από επενδυτή άλλου κράτους μέλους ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου επενδυτή-κράτους, παραβιάζει θεμελιώδεις κανόνες του ενωσιακού δικαίου σχετικά με την τελική δικαιοδοσία του ΔΕΕ και τη γενική αρχή της αυτονομίας της ενωσιακής έννομης τάξης.

Εν προκειμένω, η διαφορά που οδήγησε στη διαιτητική απόφαση ήταν μια ενδοενωσιακή διαφορά: οι δύο επενδυτές που άσκησαν την αγωγή αποζημίωσης κατά της Ισπανίας εδρεύουν στο Λουξεμβούργο και στην Ολλανδία, αντίστοιχα. Η διαδικασία κινήθηκε βάσει των διατάξεων της ΣΧΕ για την επίλυση διαφορών μεταξύ επενδυτή και κράτους. Ωστόσο, το ΔΕΕ είχε κρίνει, στην απόφαση Komstroy (C-741/19), ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν εφαρμόζονται εντός της ΕΕ και, ως εκ τούτου, η διαδικασία στερείται νομικής βάσης. Επιπλέον, η εφαρμογή της ρήτρας διαιτησίας σε ενδοενωσιακή διαφορά και η διαπίστωση ότι το εν λόγω κράτος μέλος έχει παραβιάσει τους κανόνες που προβλέπονται στη ΣΧΕ υπονομεύει το σύστημα ένδικων μέσων που προβλέπει το ενωσιακό δίκαιο για την επίλυση τέτοιων διαφορών. Ως εκ τούτου, αποτελεί απειλή τόσο για την αυτονομία του ενωσιακού δικαίου όσο και για την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Στη βάση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι η διαιτητική απόφαση, και σε κάθε περίπτωση, η εφαρμογή, η πληρωμή ή η εκτέλεσή της, παραβιάζει το άρθρο 19 (1) ΣΕΕ, τα άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ, καθώς και τη γενική αρχή της αυτονομίας της ενωσιακής έννομης τάξης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατή με τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Περαιτέρω, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, μολονότι η ίδια η διαιτητική απόφαση συνιστά εν τοις πράγμασι επιχορήγηση, δεν καταβλήθηκε μέχρι σήμερα κρατική ενίσχυση, καθώς δεν έχει εκταμιευτεί κανένα ποσό και, άρα, δεν υπάρχει ανάγκη ανάκτησης. Επεσήμανε, πάντως, ότι η Ισπανία πρέπει να συνεχίσει να μην εφαρμόζει και να μην εκτελεί τη διαιτητική απόφαση, με κανέναν τρόπο.

keyboard_arrow_up