Οι ενδείξεις οι οποίες είναι ικανές να αποδείξουν τη δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου στο κράτος διαφέρουν ανάλογα με τη φύση του φορέα που χορηγεί την ενίσχυση. Τέτοια ένδειξη, σε περίπτωση μέτρου που λαμβάνει ιδιωτικός φορέας υπέρ μιας επιχείρησης, αποτελεί η έλλειψη κεφαλαιουχικού δεσμού μεταξύ αυτού του φορέα και του κράτους
Μη καταλογισμός στο κράτος μέτρου που χορηγεί ιδιωτικός φορέας – ΔΕΕ C-425/19 P
Το 2012, η ιταλική τράπεζα Tercas τέθηκε, κατόπιν πρότασης της Τράπεζας της Ιταλίας και απόφασης του ιταλικού Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, υπό αναγκαστική διαχείριση λόγω παρατυπιών. Για τη διαχείρισή της ορίστηκε έκτακτος επίτροπος.
Κατόπιν αίτησης του τελευταίου, η κοινοπραξία τραπεζών FITD παρενέβη υπέρ της Tercas, ώστε να καλύψει το περιουσιακό της έλλειμμα. Η εν λόγω παρέμβαση, η οποία επετράπη από την Τράπεζα της Ιταλίας, προέβλεπε τρία μέτρα: 1) εισφορά κεφαλαίου 265 εκατ. ευρώ από την κοινοπραξία για την κάλυψη των αρνητικών ιδίων κεφαλαίων της Tercas, 2) εγγύηση 35 εκατ. ευρώ από την κοινοπραξία για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου της Tercas και 3) εγγύηση 30 εκατ. ευρώ από την κοινοπραξία για την κάλυψη των δαπανών που συνδέονται με τη φορολογική μεταχείριση του πρώτου μέτρου.
Η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλία πληροφορίες σχετικά με τα προαναφερόμενα μέτρα και, στη συνέχεια, αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας (SA.39451/2015). Μετά την περάτωση αυτής της διαδικασίας έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα αποτελούν παράνομες κρατικές ενισχύσεις, επειδή λήφθηκαν κατά παράβαση του άρθρου 108 παρ. 2 ΣΛΕΕ, που ήταν και μη συμβατές. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή διέταξε την Ιταλία να μεριμνήσει για την ανάκτησή τους.
Η Ιταλία, η BPB και η FITD άσκησαν προσφυγές ακύρωσης κατά της απόφασης της Επιτροπής ενώπιον του ΓεΔΕΕ (T-98/16, T-196/16 και T 198/16), το οποίο τις έκανε δεκτές και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, καθώς έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα δεν μπορούσαν να καταλογισθούν στην Ιταλία, ούτε αποδεικνυόταν ότι είχαν χρηματοδοτηθεί μέσω κρατικών πόρων. Συναφώς, το ΓεΔΕΕ επισήμανε ότι, επειδή τα μέτρα ελήφθησαν από ιδιωτικό φορέα, εν προκειμένω από την FITD, η Επιτροπή είχε ακόμα μεγαλύτερη υποχρέωση να αποδείξει την προϋπόθεση του καταλογισμού τους στο κράτος. Ειδικότερα, το ΓεΔΕΕ επισήμανε ότι η απουσία επιρροής και πραγματικού ελέγχου εκ μέρους των δημοσίων αρχών επί του ιδιωτικού φορέα που χορήγησε την ενίσχυση δεν αρκεί, για να διαπιστωθεί ο καταλογισμός του μέτρου στο κράτος.
Κατά της απόφασης αυτής η Επιτροπή άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΔΕΕ, αμφισβητώντας την κρίση του ΓεΔΕΕ σχετικά με τον καταλογισμό των επίμαχων μέτρων στο κράτος. Η Επιτροπή υποστήριξε ότι η FITD αποτελεί «κρατικό φορέα», δηλαδή δημόσιο φορέα, σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ (C-413/15, 10.10.2017, Farrell) και, άρα, επαρκώς απέδειξε ότι το επίμαχο μέτρο καταλογιζόταν στον κράτος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη νομολογία, είναι δυνατή η επίκληση διατάξεων Οδηγίας που έχουν άμεσο αποτέλεσμα έναντι φορέα ή οργανισμού, ακόμη και ιδιωτικού δικαίου, στον οποίο έχει ανατεθεί από κράτος μέλος η εκτέλεση αποστολής δημοσίου συμφέροντος και ο οποίος διαθέτει, προς τούτο, εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες. Επομένως, αφού ο συγκεκριμένος ιδιωτικού δικαίου φορέας είναι αρμόδιος για την εφαρμογή μιας Οδηγίας της ΕΕ, οι αποφάσεις του καταλογίζονται στο κράτος που του έχει αναθέσει σχετική αρμοδιότητα. Στην υπό κρίση περίπτωση, η Επιτροπή έκρινε ότι συνέτρεχε αυτή η περίπτωση, δεδομένου ότι η Ιταλία έχει αναθέσει στην FITD, βάσει της Οδηγίας 94/19 περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, ειδικές αρμοδιότητες, δηλαδή όρισε την FITD ως ένα από τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων που επιτρέπεται να ασκούν δραστηριότητες στην Ιταλία και ως το μόνο στο οποίο μπορούν να προσχωρήσουν οι μη συνεταιριστικές τράπεζες. Επομένως, η χορήγηση της επίμαχης ενίσχυσης έγινε από δημόσιο και όχι ιδιωτικό φορέα, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να μην υποχρεούται σε περαιτέρω απόδειξη της πλήρωσης του κριτηρίου του καταλογισμού κατά το άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ.
Το ΔΕΕ επισήμανε ότι, βάσει της νομολογίας του ΔΕΕ, ακόμη και εάν το κράτος είναι σε θέση να ελέγχει δημόσια επιχείρηση και να ασκεί αποφασιστική επιρροή επί των συναλλαγών της, η αποτελεσματικότητα της άσκησης τέτοιου ελέγχου σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι δυνατόν να τεκμαίρεται αυτομάτως. Συνεπώς, ο καταλογισμός ενός μέτρου στο κράτος πρέπει να προκύπτει από ένα σύνολο ενδείξεων που προκύπτουν από τις περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης και από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η λήψη του μέτρου, όπως είναι η δεσμευτικότητα των οδηγιών των δημοσίων αρχών προς τον φορέα που χορηγεί την ενίσχυση, η ένταξη του χορηγούντος φορέα στις δομές της δημόσιας διοίκησης, η άσκηση των δραστηριοτήτων του στην αγορά υπό κανονικές συνθήκες ανταγωνισμού, το νομικό καθεστώς του εν λόγω φορέα και ο βαθμός εποπτείας του από τις δημόσιες αρχές.
Περαιτέρω, αναφορικά με την υποχρέωση τεκμηρίωσης παραπάνω ενδείξεων εκ μέρους της Επιτροπής, το ΔΕΕ έκρινε ότι, εν προκειμένω, το ΓεΔΕΕ δεν επέβαλε στην Επιτροπή μεγαλύτερο βάρος απόδειξης για τον λόγο ότι τα μέτρα ελήφθησαν από ιδιωτικό φορέα. Αντιθέτως, το ΓεΔΕΕ απλώς διέκρινε ως βασική διαφορά μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού φορέα την καταρχήν αποφασιστική αυτονομία που διαθέτει ο δεύτερος, με αποτέλεσμα να απαιτούνται επιπρόσθετες ενδείξεις για την απόδειξη της προϋπόθεσης του καταλογισμού ενός μέτρου που λαμβάνει ιδιωτικός φορέας στο κράτος. Το ΔΕΕ έκρινε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η έλλειψη κεφαλαιουχικού δεσμού μεταξύ της FITD και του κράτους αποτελεί κρίσιμη ένδειξη ότι δεν πληρούται η συγκεκριμένη προϋπόθεση.
Τέλος, το ΔΕΕ επισήμανε ότι η νομολογία σε σχέση με την έννοια του «κρατικού φορέα» που επικαλέστηκε η Επιτροπή δεν διαμορφώθηκε με σκοπό να χαρακτηρίζονται ως κρατικές ενισχύσεις τα μέτρα που λαμβάνουν οργανισμοί ή φορείς που είτε υπόκεινται στην εποπτεία ή στον έλεγχο του κράτους είτε έχουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους κανόνες που ισχύουν στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Αντιθέτως, η νομολογία αυτή αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στην προστασία των ιδιωτών και δεν τυγχάνει εφαρμογής στο ζήτημα της δυνατότητας καταλογισμού ενός μέτρου στο κράτος κατ’ άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ.
Κατόπιν των ανωτέρω, το ΔΕΕ απέρριψε την αίτηση αναίρεσης της Επιτροπής και καταδίκασε την τελευταία στα δικαστικά έξοδα.