Το ΔΕΕ κατέληξε ότι η παραχώρηση της μεταλλευτικής εκμετάλλευσης της Κασσάνδρας έναντι τιμής χαμηλότερης της πραγματικής αγοραίας αξίας και η απαλλαγή από τους φόρους για την πράξη αυτή συνιστούν ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις
Κρατική ενίσχυση η παραχώρηση των μεταλλείων της Κασσάνδρας — C-100/16 P
Έως το 2003, τα μεταλλεία της Κασσάνδρας ανήκαν στην TVX Hellas, που ήταν ελεγχόμενη από την καναδική εταιρεία TVX Gold Inc. Λόγω των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που είχε η μεταλλευτική δραστηριότητα, για την αποκατάσταση των οποίων απαιτούνταν αυξημένα κονδύλια, αλλά και λόγω των εκτεταμένων επενδύσεων, στις οποίες είχε προβεί η εταιρεία, αυτή υπέστη σημαντικές ζημίες και αποφάσισε να παύσει τη δραστηριότητά της στα μεταλλεία και να αποχωρήσει από την ελληνική αγορά. Στο τέλος του 2003, κατέληξε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό με το Ελληνικό Κράτος, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν. 3220/2004. Σύμφωνα με αυτόν, το Ελληνικό Κράτος απέκτησε την κυριότητα των στοιχείων του ενεργητικού της TVX Hellas, τα οποία αποτελούνταν από τα μεταλλεία στο Στρατώνι, στην Ολυμπιάδα και στις Σκουριές, από τα γήπεδα και από τα αποθέματα των μεταλλευμάτων, καταβάλλοντας στην TVX Hellas χρηματική αποζημίωση, ύψους 11 εκατ. €. Την ίδια ημέρα, το Ελληνικό Κράτος υπέγραψε σύμβαση πωλήσεως (που επίσης κυρώθηκε από τον ν. 3220/2004) των ως άνω στοιχείων του ενεργητικού προς την εταιρεία Ελληνικός Χρυσός Α.Ε., η οποία συστάθηκε από την καναδική European Goldfields Ltd, έναντι ποσού επίσης 11 εκατ. €. Σύμφωνα με τη σύμβαση πωλήσεως, η Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. απαλλάχθηκε από κάθε ευθύνη για περιβαλλοντικές βλάβες ή ζημίες τρίτων, των οποίων τα γενεσιουργά αίτια ανάγονταν σε χρόνο πριν από τη δημοσίευση του νόμου που κύρωσε τη σύμβαση. Τέλος, ορίστηκε ότι η μεταβίβαση του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού των Μεταλλείων Κασσάνδρας προς την Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. απαλλασσόταν από την καταβολή οποιουδήποτε φόρου, ενώ οι δικηγορικές και λοιπές αμοιβές που έπρεπε να καταβληθούν από τα μέρη μειώθηκαν σε μόλις 5% του ποσού που θα έπρεπε να έχει καταβληθεί κανονικά.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την 2011/452/ΕΕ απόφασή της, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πλεονέκτημα, που χορηγήθηκε από τις ελληνικές αρχές στην εταιρεία Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. και συνίστατο στη μεταβίβαση των ως άνω περιουσιακών στοιχείων σε τιμή χαμηλότερη της πραγματικής αγοραίας αξίας τους και στην απαλλαγή της Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. από την καταβολή φόρου μεταβίβασης ή άλλου φόρου, συνιστά κρατική ενίσχυση, ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, και πρέπει να ανακτηθεί. Πιο συγκεκριμένα, η Επιτροπή όριζε ότι το προς ανάκτηση ποσό συνίστατο στη διαφορά μεταξύ της πραγματικής αγοραίας αξίας των μεταλλείων και του καταβληθέντος τιμήματος των 11 εκατ. € από την Ελληνικός Χρυσός Α.Ε., πλέον του αναλογούντος φόρου μεταβίβασης και των τόκων.
Κατά της απόφασης αυτής της Επιτροπής προσέφυγαν ενώπιον του ΓεΔΕΕ τόσο οι ελληνικές αρχές όσο και η Ελληνικός Χρυσός, ζητώντας την ακύρωσή της. Πλην, όμως, το ΓεΔΕΕ, με την απόφασή του της 9ης Δεκεμβρίου 2015, απέρριψε τις ως άνω προσφυγές (Υποθέσεις Τ-233/11 και Τ-262/11 αντίστοιχα). Κατόπιν τούτου, η εταιρεία Ελληνικός Χρυσός άσκησε αίτηση αναίρεσης ενώπιον του ΔΕΕ, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του ΓεΔΕΕ, για τους εξής τρεις επιμέρους λόγους: α) ελλιπή αιτιολογία αναφορικά με την αποτίμηση της αξίας των πωληθέντων μεταλλείων και παράλειψη απάντησης σχετικά με τον σκοπό εκπονήσεως της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, από τον οποίο προκύπτει και η ακαταλληλότητά της για να χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναφοράς για την αποτίμηση της αξίας των μεταλλείων, β) ελλιπή αιτιολογία αναφορικά με την αποτίμηση της αξίας των πωληθέντων γηπέδων και γ) εσφαλμένη αποτίμηση του ύψους του πλεονεκτήματος που εξασφαλίστηκε λόγω της απαλλαγής από την καταβολή οποιουδήποτε φόρου μεταβίβασης (το ύψος των φόρων συνδέεται με την αξία των γηπέδων, η οποία δεν είχε εκτιμηθεί σωστά, κατά την αναιρεσείουσα).
Το ΔΕΕ, κρίνοντας επί της ως άνω αιτήσεως αναιρέσεως, δέχθηκε μόνο την αιτίαση της Ελληνικός Χρυσός Α.Ε., ότι το ΓεΔΕΕ δεν απάντησε στο επιχείρημά της, με το οποίο αμφισβητούσε τη χρήση της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης προς τον σκοπό εκτιμήσεως της αξίας των μεταλλείων, κρίνοντας ότι πράγματι το ΓεΔΕΕ εν προκειμένω παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει και αναίρεσε την απόφαση του ΓεΔΕΕ.
Το ΔΕΕ εξέτασε περαιτέρω την ουσία της διαφοράς αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της ΕΕ, και έκρινε ότι, εφόσον η αναιρεσείουσα δεν αμφισβήτησε ούτε την αξιοπιστία ούτε την αντικειμενικότητα της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, ο σκοπός εκπονήσεως αυτής δεν μπορεί να την καθιστά αναξιόπιστη για την αποτίμηση της αξίας των μεταλλείων της Κασσάνδρας, απορρίπτοντας το σχετικό επιχείρημα και την προσφυγή της Ελληνικός Χρυσός Α.Ε. ενώπιον του ΓεΔΕΕ έτσι στο σύνολό της.