Ένα όργανο της δημόσιας διοίκησης που έχει απλώς συμβουλευτικό ρόλο και εκδίδει γνωμοδοτήσεις επί του επιτρεπτού χαρακτήρα ορισμένων δραστηριοτήτων δεν απονέμει το ίδιο δικαιώματα στις οικείες επιχειρήσεις, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι χορηγεί «άδειες» σε αυτές. Συνεπώς, ούτε οι γνωμοδοτήσεις που εκδίδει το όργανο αυτό ούτε τυχόν ηλεκτρονική επικοινωνία που έχει με εταιρείες παρέχουν στις τελευταίες κάποιο δικαίωμα, ούτε συνακόλουθα κάποιου είδους οικονομικό πλεονέκτημα
Γνωμοδοτήσεις της διοίκησης για τον ψηφιακό στοιχηματισμό – SA.53630
Διάφορες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς τυχερών παιχνιδιών και των στοιχηματισμού στο Βέλγιο υπέβαλαν καταγγελία στην Επιτροπή. Με την καταγγελία τους υποστήριξαν ότι οι βελγικές αρχές είχαν χορηγήσει παράνομη και μη συμβατή κρατική ενίσχυση στην εταιρεία Ladbrokes, μέσω της παραχώρησης μίας ad hoc «άδειας» για τη διενέργεια ψηφιακού στοιχηματισμού (virtual betting), η οποία φέρεται να της εκχωρούσε de facto αποκλειστικό δικαίωμα για τέτοιου είδους υπηρεσίες.
Με δεδομένο ότι τέτοια ρητή άδεια δεν εντοπιζόταν να έχει χορηγηθεί, η Επιτροπή εξέτασε ορισμένες επιμέρους ενέργειες των βελγικών αρχών, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ισοδυναμούσαν με τη χορήγηση ad hoc άδειας. Εν πρώτοις, εξετάστηκε μία γνωμοδότηση της Επιτροπής Τυχερών Παιγνίων (ΕΤΠ), η οποία φέρεται να ερμήνευε το τότε ισχύον βελγικό κανονιστικό πλαίσιο και να κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η Ladbrokes είχε δικαίωμα να ασκεί δραστηριότητες ψηφιακού στοιχηματισμού. Σημειωτέον, ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο που αφορούσε η καταγγελία, τα ψηφιακά στοιχήματα αποτελούσαν μία νέα πραγματικότητα στο Βέλγιο, χωρίς επαρκή νομοθετική ρύθμιση, οπότε η ΕΤΠ καλούνταν να προσαρμόζει τα νέα δεδομένα στο υφιστάμενο πλαίσιο, εφαρμόζοντας κατ’ αναλογίαν άλλα νομοθετήματα που αφορούσαν άλλες κατηγορίες τυχερών παιγνίων, μέχρι την οριστική ρύθμιση του ζητήματος από τον Βέλγο νομοθέτη. Ως προς την επίμαχη γνωμοδότηση, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η Ladbrokes ήταν ο πρώτος φορέας που πραγματοποίησε δραστηριότητες ψηφιακού στοιχηματισμού στο Βέλγιο, ήδη το 2011. Όταν αποφάσισε να προσφέρει τις υπηρεσίες αυτές στη βελγική αγορά, ο βελγικός νόμος περί τυχερών παιγνίων δεν περιλάμβανε συγκεκριμένη αναφορά στον ψηφιακό στοιχηματισμό στο πλαίσιο του συστήματος αδειών για τυχερά παίγνια. Ως εκ τούτου, η ΕΤΠ κλήθηκε να προσαρμόσει καταλλήλως το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο στη νέα ψηφιακή πραγματικότητα. Ερμηνεύοντας τις επίμαχες διατάξεις, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητες ψηφιακού στοιχηματισμού δεν απαγορεύονταν ρητά από καμία διάταξη, και ήταν, ως εκ τούτου, επιτρεπτές.
Συγκεκριμένα, η Ladbrokes κατείχε ειδική άδεια για στοιχηματισμό εκτός διαδικτύου, η οποία της επέτρεπε τη λειτουργία καταστήματος στοιχημάτων, καθώς και άλλες πράξεις στοιχηματισμού εκτός καταστήματος. Παράλληλα, κατείχε μία πρόσθετη άδεια που της επέτρεπε να δραστηριοποιείται και διαδικτυακά. Η πρόσθετη αυτή άδεια λαμβανόταν μόνο κατόπιν πολύ ειδικών προϋποθέσεων για λόγους προστασίας του κοινού. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπέρανε ότι ήταν εύλογο η ΕΤΠ να γνωμοδοτήσει εντός αυτού του πλαισίου υπέρ του επιτρεπτού της διενέργειας πράξεων ψηφιακού στοιχηματισμού, κάτι το οποίο επιβεβαιώθηκε και νομοθετικά σε ύστερο χρόνο. Η Ladbrokes δεν ήταν, άλλωστε, ο μόνος φορέας που κατείχε τέτοια άδεια. Μπορεί η κυριαρχία της στην αγορά ψηφιακού στοιχηματισμού να ήταν προφανής, όμως αυτό ήταν φυσικό λόγω του γεγονότος ότι ήταν η πρώτη εταιρεία που δραστηριοποιήθηκε στον σύγχρονο αυτόν κλάδο.
Η Επιτροπή επεσήμανε ότι, σε κάθε περίπτωση, ο ρόλος της ΕΤΠ ήταν απλώς να ελέγχει τη συμμόρφωση των σχετικών επιχειρήσεων με το βελγικό νομοθετικό πλαίσιο. Μολονότι αποτελεί μέρος της βελγικής δημόσιας διοίκησης, έχει απλώς συμβουλευτικό ρόλο. Δεν διαθέτει την εξουσία να χορηγεί δικαιώματα προς τις οικείες επιχειρήσεις. Ως εκ τούτου, οι κατευθυντήριες γραμμές που εξέδωσε η ΕΤΠ δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νομικές βάσεις για τη νόμιμη έγκριση δραστηριότητας τυχερών παιχνιδιών ή στοιχηματισμού. Άλλωστε, οι εν λόγω κατευθυντήριες γραμμές είχαν ακυρωθεί το 2019 από το βελγικό Συμβούλιο της Επικρατείας.
Εν συνεχεία, εξετάστηκε ένα ηλεκτρονικό μήνυμα, το οποίο, κατά τις καταγγέλλουσες είχε αποσταλεί στη Ladbrokes από αναρμόδιο υπάλληλο της ΕΤΠ και χορηγούσε την de facto άδεια. Η Επιτροπή παρατήρησε ότι, βάσει των προαναφερόμενων αρμοδιοτήτων της ΕΤΠ, τα ηλεκτρονικά μηνύματα που απέστελλε αποτελούσαν απλώς επιβεβαίωση του γεγονός ότι η Ladbrokes, ως επιχείρηση που διέθετε συγκεκριμένου τύπου άδεια στοιχηματισμού, μπορούσε νομίμως να διενεργήσει και πράξεις ψηφιακού στοιχηματισμού, χωρίς να απαιτείται νέα πρόσθετη άδεια. Άλλωστε, οποιαδήποτε επιχείρηση κατείχε ανάλογη άδεια θα μπορούσε, κατ’ αρχήν, να ζητήσει από την ΕΤΠ αντίστοιχη γνωμοδότηση και, κατά πάσα πιθανότητα, θα είχε λάβει ανάλογη θετική απάντηση. Στον αντίποδα, επιχειρήσεις, όπως οι καταγγέλλουσες, που δεν διέθεταν τη συγκεκριμένη πρόσθετη άδεια, δεν θα λάμβαναν ούτε αντίστοιχη θετική γνωμοδότηση από την ΕΤΠ για τον ψηφιακό στοιχηματισμό. Το γεγονός ότι η ΕΤΠ είχε αρνηθεί στις καταγγέλλουσες την έκδοση γνωμοδότησης δικαιολογείται από το γεγονός ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν σε εξέλιξη νομοθετική πρωτοβουλία που θα επέλυε τα σχετικά ζητήματα των αδειών. Έτσι, η απόρριψη των αιτημάτων τους δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως άρνηση χορήγησης δικαιωμάτων.
Στη βάση των ανωτέρω, η Επιτροπή συμπέρανε ότι ο τότε ισχύων νόμος περί τυχερών παιγνίων δεν απαιτούσε την χορήγηση ειδικής άδειας από την ΕΤΠ για υπηρεσίες ψηφιακού στοιχηματισμού, ούτε η παραπάνω γνωμοδότηση αποτελούσε ειδική άδεια. Για τον ίδιο λόγο, ούτε το ηλεκτρονικό μήνυμα που είχε αποσταλεί στην Ladbrokes μπορούσε να εξομοιωθεί με εκτελεστή διοικητική πράξη απονομής δικαιωμάτων ή με πράξη χορήγησης άδειας.
Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το συμπέρασμα αυτό ήταν σωστό, η Επιτροπή έλεγξε εάν επιβεβαιώνεται από άλλα στοιχεία ότι η Ladbrokes δεν ήταν η μόνη επιχείρηση που δραστηριοποιείται στον ψηφιακό στοιχηματισμό στο Βέλγιο. Παρατήρησε ότι υπήρχαν τουλάχιστον τέσσερις ακόμα εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στην αγορά αυτήν. Η ΕΤΠ δεν είχε λάβει κανένα μέτρο εναντίον τους, γεγονός που καταδείκνυε ότι η οικεία αγορά λειτουργούσε κανονικά. Επομένως, η Ladbrokes δεν είχε λάβει κρατική ενίσχυση υπό προνομιακούς όρους σε σχέση με τις άλλες επιχειρήσεις του κλάδου.



