Φινλανδικές μη επιλεκτικές φοροαπαλλαγές μη αλκοολούχων ποτών – SA.104131

Ως σύστημα αναφοράς μπορεί να νοηθεί ένας νέος φόρος, ο οποίος δεν αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου συστήματος, αλλά είναι αυτοτελής, έχει τη δική του λογική και είναι ανεξάρτητος από κάθε άλλο φορολογικό καθεστώς. Η διαπίστωση αυτή μπορεί να προκύπτει από γεγονός ότι ο φόρος αυτός έχει τη δική του φορολογική βάση, δικούς του φορολογικούς συντελεστές και καθορίζει ο ίδιος πότε φορολογείται μία συναλλαγή

Το 2023, η Φινλανδία αποφάσισε να τροποποιήσει τη νομοθεσία που αφορά την επιβολή φόρου κατανάλωσης στα «ήπια ποτά» (soft drinks), φόρος ο οποίος εφαρμόζεται ήδη από το 1940. Ο νέος φόρος έχει δύο σκοπούς: α) την αύξηση των κρατικών εσόδων και β) την προστασία της δημόσιας υγείας, μέσω της ενθάρρυνσης κατανάλωσης «ηπίων ποτών» με χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη. Ο φόρος αυτός θα επιβάλλεται σε μία ευρεία κατηγορία «ηπίων ποτών», η οποία θα περιλαμβάνει διάφορα μη αλκοολούχα ή χαμηλής περιεκτικότητας σε αλκοόλ ποτά. Ως ήπια ποτά δεν θεωρούνται εκείνα που περιέχουν αλκοόλη πάνω από ορισμένα επίπεδα, καθώς και εκείνα που, βάσει νόμου προορίζονται για ειδικές μόνο κατηγορίες καταναλωτών (π.χ. κλινικά σκευάσματα, ποτά βρεφών και παιδιών κ.ά.). Παραδείγματα τέτοιων ηπίων ποτών είναι η λεμονάδα, το μεταλλικό νερό, διάφορα είδη χυμών, πρωτεϊνούχα ποτά, αθλητικά ποτά, γάλατα και ποτά φυτικής προέλευσης με πρόσθετα συστατικά, συμπυκνώματα για την παραγωγή χυμών και στερεά συστατικά για την παρασκευή αναψυκτικών. Από τον φόρο απαλλάσσονται ορισμένες κατηγορίες ηπίων ποτών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή άλλων ποτών. Οι φορολογικοί συντελεστές κλιμακώνονται σε έξι διακριτά επίπεδα, αναλόγως της περιεκτικότητας σε ζάχαρη.

Η Επιτροπή παρατήρησε αρχικά ότι το μέτρο χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους και είναι καταλογιστέο στο κράτος, ενώ παράλληλα χορηγεί πλεονέκτημα στις κατηγορίες επιχειρήσεων που παράγουν ή/και εμπορεύονται τα ήπια ποτά, τα οποία απαλλάσσονται από τον φόρο. Πρόσθεσε ότι ορισμένες από τις εν λόγω φοροαπαλλαγές μπορούν, λόγω ποσού, να υπαχθούν στον Κανονισμό 2023/2831 για τις ενισχύσεις ήσσονος σημασίας. Εν συνεχεία, εξέτασε την επιλεκτικότητα των μέτρων, βάσει του ελέγχου των τριών σταδίων.

Προσδιορίζοντας το σύστημα αναφοράς και τους στόχους του, η Επιτροπή σημείωσε ότι ο νέος φόρος δεν αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου φορολογικού συστήματος, αλλά έναν αυτοτελή φόρο που ακολουθεί τη δική του λογική και είναι ανεξάρτητος και διακριτός από κάθε άλλο φορολογικό καθεστώς που εφαρμόζεται στη Φινλανδία. Έχει δική του φορολογική βάση, δικούς του φορολογικούς συντελεστές και καθορίζει το ίδιο πότε φορολογείται μία συναλλαγή. Συνεπώς, το σύστημα αναφοράς περιορίζεται στο νέο επίμαχο μέτρο. Επί του σκοπού που εξυπηρετεί, η Επιτροπή έκρινε ότι ο υγειονομικός στόχος της μείωσης της κατανάλωσης ζάχαρης έχει μεγάλη σημασία για την εφαρμογή των υψηλότερων φορολογικών συντελεστών, καθώς η προοδευτικότητα των υψηλότερων φορολογικών συντελεστών εξαρτάται από την περιεκτικότητα του αναψυκτικού σε ζάχαρη. Ωστόσο, ο χαμηλότερος φορολογικός συντελεστής, ο οποίος επιβάλλεται, κατ’ εξαίρεση, ακόμη και σε ποτά χωρίς ζάχαρη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί τον παραπάνω υγειονομικό σκοπό, αλλά αποκλειστικά και μόνο την αύξηση των κρατικών εσόδων.

Εν συνεχεία, η Επιτροπή εξέτασε εάν το σύστημα αναφοράς εισάγει προδήλως διακρίσεις, αξιολογώντας τις φοροαπαλλαγές μία προς μία. Όσον αφορά το γάλα χωρίς ενισχυτικά, παρατήρησε ότι έχει διαφορετική φύση και διαφορετικές ιδιότητες από τα ήπια ποτά. Ομοίως, τα ποτά φυτικής προέλευσης χωρίς ενισχυτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως υποκατάστατο του γάλακτος, δεδομένης της υψηλής περιεκτικότητάς τους σε ασβέστιο. Όσον αφορά τα ποτά με περιεκτικότητα αλκοόλ άνω του 1,2% και μπύρες με άνω του 0,5%, υπόκεινται σε ειδικό φόρο επί των αλκοολούχων προϊόντων και, επομένως, η επίμαχη απαλλαγή εξυπηρετεί την ανάγκη αποφυγής διπλής φορολογίας, υπό την προϋπόθεση ότι το ύψος της επίμαχης φοροαπαλλαγής δεν υπερβαίνει τον ειδικό φόρο επί των αλκοολούχων ποτών. Για τα ποτά που αφορούν ειδικές κατηγορίες καταναλωτών, αυτά δεν μπορούν να συγκριθούν με τα λοιπά μη αλκοολούχα ποτά, αφού οι προδιαγραφές τους διέπονται από ειδικό νομοθετικό καθεστώς, προκειμένου να είναι κατάλληλες για την ικανοποίηση των διατροφικών απαιτήσεων και των αναγκών των ατόμων για τα οποία προορίζονται, σύμφωνα με τα κοινώς αποδεκτά επιστημονικά δεδομένα. Επιπλέον, τα συμπληρώματα διατροφής έχουν διαφορετικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται από τους καταναλωτές για διαφορετικούς σκοπούς από τα μη αλκοολούχα ποτά, διότι χρησιμοποιούνται για τη συμπλήρωση της κανονικής διατροφής ως συμπυκνωμένη πηγή θρεπτικών συστατικών, ενώ παράλληλα παράγονται σε διαφορετικές μορφές (λ.χ. χάπια ή κάψουλες) και καταναλώνονται σε μικρότερες ποσότητες. Ομοίως, και τα φάρμακα έχουν διαφορετικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται από τους καταναλωτές για διαφορετικούς σκοπούς. Ως προς τον καφέ, το τσάι και το κακάο, υφίστανται αντικειμενικές διαφορές που διακρίνουν τα εν λόγω ζεστά ροφήματα από τα μη αλκοολούχα ποτά, δεδομένου ότι έχουν διαφορετικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται από τους καταναλωτές για διαφορετικούς σκοπούς και σε διαφορετικές περιστάσεις. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε ότι το καθεστώς εισάγει προδήλως διακρίσεις μεταξύ όλων των παραπάνω κατηγοριών ποτών, ροφημάτων κλπ.

Κατόπιν τούτων, αξιολογήθηκε κατά πόσον η προοδευτικότητα των φορολογικών συντελεστών και η εξαίρεση των μη αλκοολούχων ποτών με έντονα γλυκαντικά από τις υψηλότερες φορολογικές κλίμακες εισάγουν προδήλως διακρίσεις. Όσον αφορά την προοδευτικότητα των φορολογικών συντελεστών, η Επιτροπή έκρινε ότι συνάδει με τον σκοπό του συστήματος αναφοράς σχετικά με τη δημόσια υγεία, ο οποίος συνίσταται στη μείωση της κατανάλωσης ζάχαρης στον πληθυσμό και στον αναπροσανατολισμό της κατανάλωσης και της παραγωγής αναψυκτικών με λιγότερη ζάχαρη. Ως προς τη μη εφαρμογή των υψηλότερων φορολογικών κλιμάκων στα μη αλκοολούχα ποτά που περιλαμβάνουν έντονες γλυκαντικές ουσίες, η Επιτροπή αξιολόγησε μελέτες που υπέβαλαν οι φινλανδικές αρχές και οι οποίες τεκμηρίωναν ότι τα εν λόγω γλυκαντικά διαφέρουν σημαντικά από τη ζάχαρη ως προς τις βλάβες τους στην ανθρώπινη υγεία. Στη βάση αυτή, διαπίστωσε ότι εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να αποφασίσει αν είναι σκόπιμο να αποθαρρύνει την κατανάλωση των ισχυρών γλυκαντικών ή όχι. Υπό το πρίσμα της ενεργειακής αξίας της ζάχαρης και της σχέσης μεταξύ της πρόσληψής της και της παχυσαρκίας, αφενός, και της έλλειψης της ίδιας ενεργειακής αξίας των ισχυρών γλυκαντικών υλών, αφετέρου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μη συμπερίληψη των μη αλκοολούχων ποτών με ισχυρά γλυκαντικά στα υψηλότερα κλιμάκια του φόρου είναι σύμφωνη µε τον υγειονομικό σκοπό του συστήματος αναφοράς και δεν εισάγει προδήλως διακρίσεις.

Στη συνέχεια, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η μη φορολόγηση μη αλκοολούχων ποτών που χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη για τη βιομηχανική παραγωγή άλλων τροφίμων ή για την παρασκευή φαρμάκων ή την παρασκευή παιδικών τροφών, δεν εισάγει prima facie επιλεκτικότητα, δεδομένου ότι διέπονται από διαφορετικό νομικό και πραγματικό καθεστώς σε σχέση με τα υποκείμενα στο φόρο μη αλκοολούχα ποτά. Ομοίως, δεν εγείρει αντίστοιχα ζητήματα η μη φορολόγηση των μη αλκοολούχων ποτών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή άλλων μη αλκοολούχων ή αλκοολούχων ποτών, διότι δεν είναι συγκρίσιμα με το τελικό προϊόν, στο μέτρο που τα ίδια αποτελούν απλώς την πρώτη ύλη για την παραγωγή τους. Συνεπώς, δεν βρίσκονται στην ίδια πραγματική και νομική κατάσταση με τα υποκείμενα στον φόρο μη αλκοολούχα ποτά. Περαιτέρω, η Επιτροπή σημείωσε ότι, ακόμη κι αν τα απαλλασσόμενα από τον φόρο ποτά ήταν συγκρίσιμα με τα υποκείμενα στον φόρο, η επίμαχη απαλλαγή θα δικαιολογούνταν, ωστόσο, από τη λογική του καθεστώτος, με δεδομένο ότι τα προϊόντα που παρασκευάζονται από τα απαλλασσόμενα ποτά υπόκεινται σε άλλες εισφορές, είτε στον επίμαχο εξεταζόμενο φόρο είτε στον ειδικό φόρο επί των αλκοολούχων ποτών.

Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε εάν οι απαλλαγές δικαιολογούνταν με βάση τη λογική του συστήματος αναφοράς. Επί των μη αλκοολούχων ποτών που προορίζονται για εξαγωγές εντός ΕΕ, η Επιτροπή παρατήρησε ότι βρίσκονται σε συγκρίσιμη νομική και πραγματική κατάσταση με τα υποκείμενα στον φόρο μη αλκοολούχα ποτά. Συνεπώς, η απαλλαγή είναι prima facie επιλεκτική. Μολονότι τα μη αλκοολούχα ποτά δεν αποτελούν προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης ούτε έχουν εναρμονιστεί σε ενωσιακό επίπεδο, η Φινλανδία έχει, εντούτοις, εφαρμόσει τις γενικές αρχές της Οδηγίας 2020/262 για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Συνεπώς, η επίμαχη απαλλαγή δικαιολογείται από τη λογική του συστήματος αναφοράς. Ως προς την εφαρμογή χαμηλότερου φορολογικού συντελεστή σε μη προπαρασκευασμένα ποτά, η Επιτροπή σημείωσε ότι τα ποτά αυτά υπάγονται στις ειδικές ρυθμίσεις του Κανονισμού 1169/2011. Η εξαίρεσή τους από τα υψηλότερα φορολογικά κλιμάκια είναι δικαιολογημένη, λόγω της ανάγκης αποφυγής πρόσθετων διοικητικών επιβαρύνσεων στους παραγωγούς, ανάγκη την οποία αναγνωρίζει ρητώς ο Κανονισμός. Η απουσία ακριβών ενδείξεων σχετικά µε την ποσότητα ζάχαρης που περιέχεται σε ένα ποτό μπορεί να εμποδίσει την ικανότητα της φορολογικής διοίκησης να καθορίσει σε ποιο φορολογικό κλιμάκιο θα πρέπει να φορολογηθεί ένα προϊόν και να διενεργήσει αποτελεσματικό φορολογικό έλεγχο. Επομένως, η εξαίρεση από τις υψηλότερες φορολογικές κλίμακες φαίνεται να δικαιολογείται για λόγους διοικητικής διαχείρισης και, συνεπώς, δικαιολογείται από τη φύση ή το γενικό σύστηµα αναφοράς. Η Επιτροπή έκρινε, επίσης, ότι η απαλλαγή είναι αναλογική, δεδομένου ότι τα προσυσκευασμένα μη αλκοολούχα ποτά θα εξακολουθήσουν να υπόκεινται στην πρώτη κλίμακα του νέου φόρου αναψυκτικών που ισχύει για τα προϊόντα χωρίς ζάχαρη.

Συνακόλουθα, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο επίμαχος φόρος δεν είναι επιλεκτικός.

keyboard_arrow_up