PGI Spain κ.λπ./Επιτροπή – Οι αγοραστές στη χονδρική και στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας δεν βρίσκονται σε παρεμφερή κατάσταση όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η μείωση των τιμών στη χονδρική αγορά αντικατοπτρίζεται στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας και, επομένως, η διαφορετική τους μεταχείριση μπορεί να μην είναι επιλεκτική
Επιλεκτικότητα και αγορές ηλεκτρικής ενέργειας – T-596/22
Το 2022, η Ισπανία και η Πορτογαλία κοινοποίησαν στην Επιτροπή ένα καθεστώς, με αντικείμενο τη διενέργεια πληρωμών προς τους φορείς εκμετάλλευσης σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα που βρίσκονται στην Ιβηρική Χερσόνησο, προκειμένου να μειωθούν οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας στις αγορές χονδρικής και, κατά συνέπεια, στις αγορές λιανικής πώλησης. Το καθεστώς θα χρηματοδοτείτο, μεταξύ άλλων, από εισφορά που θα επέβαλε ο Διαχειριστής της αγοράς ενέργειας της Ιβηρικής (OMIE) στους αγοραστές της χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας και στους καταναλωτές που αγόραζαν απευθείας ηλεκτρική ενέργεια στη χονδρική αγορά για δική τους χρήση (άμεσοι καταναλωτές), κατ’ αναλογίαν προς την αγοραζόμενη ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας. Ορισμένοι αγοραστές στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και, μεταξύ άλλων, εκείνοι που είχαν συνάψει συμβάσεις με σταθερή τιμή πριν από τις 26 Απριλίου 2022 θα απαλλάσσονταν από την καταβολή της εισφοράς, πληρουμένων ορισμένων τυπικών προϋποθέσεων.
Η Επιτροπή έκρινε ότι το καθεστώς χορηγούσε κρατικές ενισχύσεις και διαπίστωσε ότι ήταν συμβατές, απευθείας με το άρθρο 107 (3) (β) ΣΛΕΕ (SA.102454/2022 & SA.102569/2022). Ειδικά, όμως, για την απαλλαγή από την εισφορά, δέχθηκε ότι οι αγοραστές χονδρικής οι οποίοι είχαν συνάψει συμφωνίες για την κάλυψη των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας πριν από τη θέσπιση του καθεστώτος δεν επωφελούνταν από τα αποτελέσματά του. Συνεπώς, η επίμαχη απαλλαγή δεν χορηγούσε επιλεκτικό πλεονέκτημα στους αγοραστές αυτούς και δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Η εταιρεία PGI Spain SL και τέσσερις άλλες εταιρείες, οι οποίες δεν αγοράζουν την ηλεκτρική τους ενέργεια απευθείας στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά μέσω προμηθευτή ηλεκτρικής ενέργειας, προσέφυγαν στο ΓεΔΕΕ κατά της απόφασης αυτής.
Το ΓεΔΕΕ εξέτασε αρχικά την ύπαρξη διακρίσεων μεταξύ των χρηστών ηλεκτρικής ενέργειας. Επεσήμανε, εν πρώτοις, ότι η αξιολόγηση του επιλεκτικού χαρακτήρα του πλεονεκτήματος αποσκοπεί ακριβώς στον εντοπισμό της ύπαρξης διαφορετικής μεταχείρισης που μπορεί, κατ’ ουσίαν, να χαρακτηριστεί ως εισάγουσα ευνοϊκή μεταχείριση. Προϋποθέτει να εξετάζεται κατά πόσον, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το επίμαχο εθνικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε παρεμφερή πραγματική και νομική κατάσταση. Εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε εξετάσει εάν η επίμαχη απαλλαγή συνιστούσε κρατική ενίσχυση και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό δεν συνέβαινε, λόγω μη συνδρομής επιλεκτικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, η Επιτροπή είχε ρητώς αποφανθεί μόνον επί του ζητήματος εάν η διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των αγοραστών στη χονδρική αγορά, αναλόγως του κατά πόσον ετύγχαναν απαλλαγής, συνεπαγόταν επιλεκτικό πλεονέκτημα στους αγοραστές χονδρικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά δεν είχε εξετάσει την ενδεχόμενη ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος λόγω του αποκλεισμού των αγοραστών στη λιανική αγορά από την απαλλαγή. Εντούτοις, με δεδομένο ότι η ίδια η λογική του καθεστώτος διαφοροποιούσε τις δύο αυτές κατηγορίες αγοραστών, ήταν προφανές ότι οι αγοραστές στη χονδρική και στη λιανική αγορά δεν βρίσκονταν σε παρεμφερή κατάσταση όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η μείωση των τιμών στη χονδρική αγορά και η καταβολή της εισφοράς αντικατοπτρίζονταν στην τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν όφειλε να αποφανθεί ρητώς επί του ζητήματος κατά πόσον ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της απαλλαγής από την εισφορά αποκλειστικώς και μόνον στους αγοραστές στη χονδρική αγορά συνιστούσε επιλεκτικό πλεονέκτημα. Συγκεκριμένα, όσον αφορά, από τη μια πλευρά, τους αγοραστές στη χονδρική αγορά, αυτοί αγοράζουν απευθείας την ηλεκτρική τους ενέργεια στην τιμή που προκύπτει από την αγορά αυτή. Το πλεονέκτημα που απολαμβάνουν είναι ακριβώς συνάρτηση της διαφοράς, την οποία υπολογίζει η ΟΜΙΕ, μεταξύ, αφενός, της τιμής της αγοράς, όπως αυτή προκύπτει από την επιδότηση ορισμένων πηγών ενέργειας, και, αφετέρου, της τιμής που θα είχε διαμορφωθεί χωρίς την εν λόγω επιδότηση. Ομοίως, η ΟΜΙΕ ήταν επιφορτισμένη να καθορίσει επακριβώς το ποσό της εισφοράς καθώς και της απαλλαγής για τους αγοραστές που δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από τη μείωση των εν λόγω τιμών. Από την άλλη πλευρά, η τιμή στη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώνεται με βάση την προσφορά και τη ζήτηση στη δεύτερη αυτή αγορά. Η εκτίμηση αυτή είχε ληφθεί υπόψη κατά τη θέσπιση του καθεστώτος, δεδομένου ότι προβλέφθηκε, κατά κανόνα, η έμμεση μετακύλιση της μείωσης της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και του ποσού της εισφοράς στους καταναλωτές, λόγω του ανταγωνισμού στην αγορά αυτή, με αναφορά και στον σημαντικό αριθμό προμηθευτών λιανικής στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Μολονότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από τους άμεσους καταναλωτές στη χονδρική αγορά προσομοιάζει, ως προς τον σκοπό της, με την αγορά ενέργειας εκ μέρους των προσφευγουσών, υπό την έννοια ότι πραγματοποιείται για δική τους κατανάλωση και όχι προς τον σκοπό προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας σε επόμενους αγοραστές, γεγονός πάντως παραμένει ότι η απόκτηση αυτή πραγματοποιείται σε δύο διαφορετικές αγορές στις οποίες ο καθορισμός των τιμών δεν ακολουθεί την ίδια λογική.
Επί της αναλογικότητας του καθεστώτος, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι εξυπηρετεί πρόσφορο σκοπό, με δεδομένο ότι αποσκοπεί στην επίτευξη μείωσης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας στο πλαίσιο έντονης πίεσης για άνοδο των τιμών των καυσίμων, η οποία συνδέεται με την κρίση που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι εθνικές και διεθνείς αγορές. Συνεπώς, υπάγεται στους σκοπούς του άρθρου 107 (3) (β) ΣΛΕΕ για την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας κράτους μέλους. Περαιτέρω, επιδιώκει την επίτευξη του σκοπού αυτού μέσω της επιδότησης ορισμένων πηγών ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να επιτευχθεί μείωση της τιμής στη χονδρική αγορά, η οποία πρέπει να επιφέρει, συνακόλουθα, μείωση στη λιανική αγορά. Η μετακύλιση της μείωσης των τιμών στη λιανική αγορά, κατά κανόνα, αποτελεί ζήτημα που εμπίπτει στην εφαρμογή των όρων του ανταγωνισμού στην αγορά αυτή. Άλλωστε, στο μέτρο που το καθεστώς περιορίζει την άμεση παρέμβαση των εθνικών αρχών, ώστε να καλύπτει μόνον τη διαμόρφωση των τιμών της χονδρικής αγοράς και δεν την επεκτείνει στη λιανική αγορά, διαφυλάσσει στο μέτρο του δυνατού την προβλεπόμενη στον Κανονισμό 2019/943 και στην Οδηγία 2019/944 αρχή της ελεύθερης διαμόρφωσης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας βάσει της προσφοράς και της ζήτησης. Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, κρίνοντας ότι ο σκοπός του καθεστώτος δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς τη θέσπισή του.
Ενόψει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ απέρριψε τις προσφυγές.