Η τροποποίηση του τρόπου χορήγησης μιας υφιστάμενης ενίσχυσης από ποσοστό επί των πλεοναζόντων εσόδων του κράτους από τέλη και φόρους σε κατ’ αποκοπήν ποσό δεν αποτελεί ουσιώδη τροποποίηση, εφόσον δεν συνεπάγεται αύξηση του ύψους της άνω του 20%, και, άρα, αυτή εξακολουθεί να θεωρείται υφιστάμενη
Έννοια ουσιώδους τροποποίησης υφιστάμενης ενίσχυσης – ΓεΔΕΕ T-69/18
Η εν λόγω υπόθεση αφορά σε οικονομική ενίσχυση υπέρ ενώσεων ανεξάρτητων φιλανθρωπικών οργανώσεων, οι οποίες αναπτύσσουν εθελοντική δράση κοινωνικής πρόνοιας και συγκεκριμένα παρέχουν υπηρεσίες πρόνοιας σε μη αυτοεξυπηρετούμενα και ευάλωτα πρόσωπα, όπως υπηρεσίες εξωτερικών ιατρείων, νοσοκομειακή ή μικτή περίθαλψη, βοήθεια σε αστέγους και πρόσφυγες, καθώς και ψυχολογική υποστήριξη στην Κάτω Σαξονία (Γερμανία). Η οικονομική ενίσχυση προβλέφθηκε για πρώτη φορά με νόμο του 1956, ο οποίος μετά από σειρά τροποποιήσεων αντικαταστάθηκε τελικώς με νόμο του 2014. Η ενίσχυση χρηματοδοτούνταν ως ποσοστό επί των πλεοναζόντων εσόδων του κράτους που προέρχονταν είτε από τα τέλη παραχωρήσεως για τη λαχειοφόρο αγορά και τα αθλητικά στοιχήματα, είτε από τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών, είτε από τον προϋπολογισμό του οικείου ομόσπονδου κράτους και από τους φόρους επί των τυχερών παιχνιδιών. Στη συνέχεια, η ενίσχυση τροποποιήθηκε και έκτοτε είχε τη μορφή κατ’ αποκοπήν ποσού προς τις εν λόγω οργανώσεις, προκειμένου να βελτιωθεί ο προγραμματισμός των δράσεων κοινωνικής πρόνοιας από τις φιλανθρωπικές οργανώσεις.
Το επίμαχο μέτρο καταγγέλθηκε από ανταγωνίστριες επιχειρήσεις στην Επιτροπή ως παράνομη κρατική ενίσχυση, δεδομένου ότι προσπορίζει οικονομικό πλεονέκτημα στις προαναφερόμενες οργανώσεις, το οποίο συνίστατο στη δυνατότητα αυτών των οργανώσεων να αμείβουν καλύτερα το προσωπικό τους ή να προσφέρουν υπηρεσίες σε χαμηλότερες τιμές, με αποτέλεσμα οι καταγγέλλουσες να περιέρχονται σε μειονεκτική οικονομική κατάσταση ως προς την πρόσληψη προσωπικού, ενώ, επιπλέον, υποχρεώνονταν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε τιμές που δεν καθιστούσαν δυνατή την κάλυψη του κόστους παροχής των υπηρεσιών.
Η Επιτροπή προέβη σε προκαταρκτική αξιολόγηση των επίμαχων μέτρων, κατά την οποία δεν προέκυψαν αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου και, έτσι, δεν κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας. Στο στάδιο αυτό και κατόπιν ανταλλαγής πληροφοριών με τις γερμανικές αρχές, η Επιτροπή έκρινε ότι η επιχορήγηση των φιλανθρωπικών οργανώσεων από τη Γερμανία έπρεπε να χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη κρατική ενίσχυση, κατά το άρθρο 1β σημείο i του Κανονισμού 2015/1589, καθώς επρόκειτο για προενταξιακό μέτρο. Συναφώς, η Επιτροπή παρατήρησε ότι το μέτρο αυτό δεν τροποποιήθηκε ουσιωδώς με τις νομοθετικές τροποποιήσεις που μεσολάβησαν μετά την αρχική θέσπισή του, ώστε να αποτελέσει νέα ενίσχυση. Ειδικότερα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η τροποποίηση του τρόπου χορήγησης της ενίσχυσης από ποσοστό σε κατ’ αποκοπήν ποσό δεν συνιστά ουσιώδη τροποποίηση, καθώς η τροποποίηση αυτή προκάλεσε μόνο μείωση του ύψους της οικονομικής ενίσχυσης προς τις φιλανθρωπικές οργανώσεις για τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας που παρείχαν.
Οι προσφεύγουσες άσκησαν αίτηση ακύρωσης ενώπιον του ΓεΔΕΕ λόγω προσβολής των διαδικαστικών τους δικαιωμάτων, επειδή η Επιτροπή δεν κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας ως όφειλε, στο μέτρο που, κατά την άποψή τους, προέκυψαν σοβαρές δυσχέρειες κατά την προκαταρκτική εξέταση, οι οποίες συνάγονται από τη μακρά διάρκειά της (29 μήνες), την ιδιαίτερα συνοπτική και ανεπαρκή αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής, καθώς και από τη συνολική στάση της, δηλαδή τη συχνή επικοινωνία της με τις γερμανικές αρχές. Ειδικότερα, ως προς την αιτιολογία επισήμαναν, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει τον στόχο της καλύτερης προβλεψιμότητας ως προς την ένταση των ενισχύσεων προς τις φιλανθρωπικές ενώσεις, τον οποίο επιδίωκαν οι αρχές του ομόσπονδου κράτους της Κάτω Σαξονίας, καθώς πλέον η ένταση της ενίσχυσης προς αυτές τις ενώσεις δεν διαμορφωνόταν εκ των υστέρων με βάση τα έσοδα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνταν στις λαχειοφόρους αγορές. Ακόμη, υποστήριξαν ότι η Επιτροπή λανθασμένα χαρακτήρισε την επίμαχη ενίσχυση ως υφιστάμενη με βάση το άρθρο 1β σημείο i του Κανονισμού 2015/1589, δεδομένου ότι καταβλήθηκε πραγματικά για πρώτη φορά μετά την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΟΚ στη Γερμανία, ήτοι μετά την 1η Ιανουαρίου 1958. Ωστόσο, θεώρησαν ότι, ακόμα και εάν επρόκειτο για υφιστάμενη ενίσχυση, αυτή τροποποιήθηκε ουσιωδώς και κατέστη νέα ενίσχυση, εφόσον πλέον δεν καταβάλλεται από την αγορά των τυχερών παιχνιδιών, αλλά απευθείας από τον προϋπολογισμό του κράτους.
Το ΓεΔΕΕ αρχικά υπενθύμισε ότι, παρότι η μακρά διάρκεια της προκαταρκτικής διαδικασίας δύναται να συνιστά ένδειξη για την ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τον χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου, δεν μπορεί εξ αυτής να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ανέκυψαν σοβαρές δυσχέρειες, παρά μόνο σε συνδυασμό με τη συνεκτίμηση των ειδικών περιστάσεων κάθε υπόθεσης. Επιπλέον, επισήμανε ότι η πρόβλεψη 12μηνης προθεσμίας στον Κώδικα Βέλτιστων Πρακτικών για τη διεξαγωγή διαδικασιών ως προς τον έλεγχο κρατικών ενισχύσεων είναι ενδεικτική, όχι δεσμευτική. Εν προκειμένω, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η χρονική καθυστέρηση οφείλεται στην εξέταση και ανάλυση σημαντικού αριθμού εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων πολυάριθμων και πολύπλοκων νομοθετικών κειμένων, καθώς και στον προσδιορισμό των ποσών που χορηγήθηκαν στις φιλανθρωπικές οργανώσεις. Περαιτέρω, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η αιτιολογία της Επιτροπής ήταν επαρκής και πλήρης, ενώ δεν όφειλε κατ’ ανάγκη να λάβει υπόψιν τον σκοπό της καλύτερης προβλεψιμότητας ως προς την ένταση των χορηγούμενων ενισχύσεων προς τις φιλανθρωπικές οργανώσεις που επεδίωκαν οι γερμανικές αρχές, διότι οι ενισχύσεις δεν ορίζονται βάσει των αιτιών ή των σκοπών τους, αλλά σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους. Εξάλλου, το ΓεΔΕΕ επισήμανε ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να απαντά εφ’ όλων των επιχειρημάτων των ενδιαφερομένων μερών, αλλά μόνο σε όσα έχουν αποφασιστική σημασία για την αξιολόγηση του μέτρου.
Αναφορικά με τη συνολική στάση της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική εξέταση, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι οι επαφές που είχε η Επιτροπή, στο πλαίσιο αυτό, με τις γερμανικές αρχές, επιβεβαιώνει την ύπαρξη ουσιαστικών δυσχερειών ως προς την κατανόηση του επίμαχου κανονιστικού πλαισίου, αλλά δεν αποδεικνύει a priori την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών σχετικά με τον χαρακτηρισμό του μέτρου. Επομένως, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι δεν προέκυψαν σοβαρές δυσχέρειες κατά την προκαταρκτική διαδικασία και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαία η κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Συνεπώς, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι δεν παραβιάσθηκαν τα διαδικαστικά δικαιώματα των προσφευγουσών.
Ως προς τον χαρακτηρισμό της ενίσχυσης ως υφιστάμενης, το ΓεΔΕΕ επισήμανε, αρχικά, ότι ο χρόνος εφαρμογής ενός καθεστώτος ενισχύσεων είναι ο χρόνος έκδοσης ή σύναψης της νομικά δεσμευτικής πράξης με την οποία η αρμόδια εθνική αρχή δεσμεύεται να χορηγήσει την ενίσχυση. Συναφώς, διαπίστωσε ότι η επίμαχη ενίσχυση προβλέφθηκε με τον νόμο του 1956, καθώς και ότι η πραγματική καταβολή των σχετικών ποσών έλαβε χώρα κατά τα έτη 1956 και 1957, δηλαδή πριν την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΕΟΚ. Επιπλέον, το ΓεΔΕΕ επισήμανε ότι δεν τροποποιήθηκε κάποιο άλλο στοιχείο του μέτρου (ο σκοπός της χορήγησης της οικονομικής ενισχύσεως, η φύση των δραστηριοτήτων ή ο κύκλος των δικαιούχων) και το ύψος της επιχορήγησης δεν αυξήθηκε άνω του 20% του αρχικού ποσού της επίμαχης ενίσχυσης. Τέλος, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι ούτε η προέλευση των πόρων τροποποιήθηκε, διότι τα χορηγούμενα κονδύλια ανέκαθεν προέρχονταν από τον προϋπολογισμό της Κάτω Σαξονίας, ο οποίος τροφοδοτούνταν από τα έσοδα της λαχειοφόρου αγοράς και από τα τυχερά παιχνίδια.
Βάσει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής και απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της, καταδικάζοντας τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.