Επιτροπή/Braesch κλπ – «Ενδιαφερόμενο μέρος» δεν είναι μόνον ένας άμεσος ανταγωνιστής της δικαιούχου επιχείρησης, αλλά και οποιαδήποτε επιχείρηση μπορεί να αποδείξει ότι τα συμφέροντά της ενδέχεται να θιγούν από τη χορήγηση της ενίσχυσης. Τα μέτρα που λαμβάνουν οι αρμόδιες αρχές με τα οποία καταμερίζουν τις επιβαρύνσεις στο πλαίσιο σχεδίου αναδιάρθρωσης επιχείρησης είναι αμιγώς εθνικά μέτρα και διακρίνονται από τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης. Η Τραπεζική Ανακοίνωση 2013 απλώς αυτοπεριορίζει την Επιτροπή ως προς την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεώς της, δεν είναι όμως δεσμευτική για τα κράτη μέλη και δεν μπορεί να τα υποχρεώσει να λάβουν μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων. Εάν ο τρίτος θεωρεί ότι, με τη λήψη των οικειοθελών εθνικών μέτρων, το κράτος μέλος παραβίασε το ενωσιακό δίκαιο, μπορεί να προσφύγει ενώπιον του εθνικού δικαστή και να αιτηθεί την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ
Έννοια «ενδιαφερόμενου μέρους» και έννομο συμφέρον – C-284/21 P
Το 2008, η ιταλική τράπεζα Banca Monte dei Paschi di Siena (BMPS) προέβη σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου κατά 950.000.000 ευρώ, με αποκλειστική κάλυψη από την J.P. Morgan Securities Ltd (JPM). Η JPM εξασφάλισε τα αναγκαία κεφάλαια για τη χρηματοδότηση αυτήν από τη Mitsubishi UFJ Investor Services & Banking (Luxembourg) SA (MUFJ), η οποία εξέδωσε ομόλογα ύψους 1.000.000.000 ευρώ για τον σκοπό αυτόν (ομόλογα FRESH).
Το 2016, η Επιτροπή ενέκρινε ad hoc ενίσχυση διάσωσης ύψους 15.000.000.000 ευρώ από την Ιταλία προς την BMPS, υπό την προϋπόθεση της τήρησης ορισμένων δεσμεύσεων του ιταλικού κράτους και όρισε προθεσμία δύο μηνών για την υποβολή σχεδίου αναδιάρθρωσης της BMPS, η οποία απειλούνταν με κίνδυνο αφερεγγυότητας. Αφού η ίδια η BMPS απέτυχε να συγκεντρώσει επαρκή ιδιωτικά κεφάλαια, το 2017 οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή νέο μέτρο κρατικής ενίσχυσης για την ανακεφαλαίωση της BMPS, ύψους 5.400.000.000 ευρώ, το οποίο συνοδευόταν από σχέδιο αναδιάρθρωσής της, καθώς και από συγκεκριμένες δεσμεύσεις εφαρμογής του. Την ίδια χρονιά, η Επιτροπή, στη βάση των ιταλικών δεσμεύσεων, εξέδωσε, κατόπιν προκαταρκτικής εξέτασης, την απόφαση SA.47677, με την οποία έκρινε συμβατές αμφότερες τις παραπάνω κρατικές ενισχύσεις υπέρ της BMPS, με σκοπό την επίτευξη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην Ιταλία.
Στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, η ακύρωση μίας σειράς συμβάσεων και χρηματοπιστωτικών μέσων της BMPS. Ένα φυσικό πρόσωπο, ως εκπρόσωπος κατόχων ομολόγων FRESH και τέσσερις εταιρείες που κατείχαν ομόλογα FRESH προσέφυγαν στο ΓεΔΕΕ κατά της παραπάνω απόφασης της Επιτροπής, ως ενδιαφερόμενα μέρη. Οι προσφεύγοντες βάσισαν την προσφυγή τους σε μια σειρά πολύπλοκων συμβατικών δεσμών με την BMPS, υποστηρίζοντας ότι υφίστανται σημαντική οικονομική ζημία, στο μέτρο που το ιταλικό σχέδιο αναδιάρθρωσης προβλέπει την αναγκαστική ακύρωση αυτών των συμβατικών δεσμών.
Το ΓεΔΕΕ, με την απόφασή του στην υπόθεση T-161/18 διαπίστωσε ότι, στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης, ήταν πιθανή η ακύρωση των συμβατικών τους δεσμών με την BMPS. Συνεπώς, η απόφαση της Επιτροπής περί της συμβατότητας των ενισχύσεων για την BMPS, μπορούσε να έχει συγκεκριμένες επιπτώσεις στην προσωπική κατάσταση των προσφευγόντων. Ως εκ τούτου, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι όλοι οι προσφεύγοντες είχαν έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν την απόφαση της Επιτροπής και, συνεπώς, και ενεργητική νομιμοποίηση να την προσβάλουν, χωρίς όμως να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης. Η Επιτροπή άσκησε αίτηση αναίρεσης κατά της απόφασης αυτής, αιτούμενη να απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή ακύρωσης.
Η υπόθεση εκδικάστηκε από το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του ΔΕΕ. Το Δικαστήριο αρχικώς επεσήμανε τη διάκριση μεταξύ αφενός του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης των ενισχύσεων (108 παρ. 3 ΣΛΕΕ), και αφετέρου του σταδίου έρευνας (108 παρ. 2 ΣΛΕΕ). Επικαλέστηκε, εν συνεχεία, πάγια νομολογία του, σύμφωνα με την οποία, όταν η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας, διαπιστώνει, βάσει του σταδίου προκαταρκτικής εξέτασης, ότι ορισμένο μέτρο είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά, οι θιγόμενοι από το μέτρο αυτό έχουν έννομο συμφέρον, προς διασφάλιση των δικαιωμάτων τους, να προσβάλουν δικαστικά την απόφαση της Επιτροπής περί συμβατότητας. Δεδομένου ότι η απόφαση της Επιτροπής εκδόθηκε κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης, χωρίς να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας, το ΔΕΕ κατέληξε ότι ορθώς το ΓεΔΕΕ εξέτασε εάν οι προσφεύγοντες έχουν την ιδιότητα του «ενδιαφερομένου», κατά την έννοια του άρθρου 108 (2) ΣΛΕΕ.
Καταρχάς, «ενδιαφερόμενο μέρος» δεν είναι μόνον ένας άμεσος ανταγωνιστής της δικαιούχου επιχείρησης, αλλά και οποιαδήποτε επιχείρηση μπορεί να αποδείξει ότι τα συμφέροντά της ενδέχεται να θιγούν από τη χορήγηση της ενίσχυσης. Εν προκειμένω, το ΓεΔΕΕ δέχθηκε ότι οι προσφεύγοντες ζημιώθηκαν από τη χορήγηση των επίμαχων ενισχύσεων και από την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής που τις έκρινε συμβατές, κατά το ότι τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων και οι δεσμεύσεις, που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης της BMPS και προβλέπουν τη δυνατότητα ακύρωσης των συμβάσεων FRESH και τη μετατροπή των τίτλων μειωμένης εξασφάλισης της BMPS σε ίδια κεφάλαια, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των κοινοποιηθεισών ενισχύσεων και κατέστησαν δεσμευτικά με την εγκριτική απόφαση της Επιτροπής.
Ωστόσο, το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι το ΓεΔΕΕ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με την παραπάνω συλλογιστική. Διαχωρίζοντας τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων που προέβλεπε το ιταλικό σχέδιο αναδιάρθρωσης από τα ίδια τα μέτρα κρατικής ενίσχυσης, επισήμανε ότι τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων δεν επιβλήθηκαν ούτε κατέστησαν δεσμευτικά με την εγκριτική απόφαση της Επιτροπής, αλλά αποτελούν αμιγώς εθνικά μέτρα, τα οποία η Επιτροπή έλαβε υπόψη ως πραγματικό στοιχείο προκειμένου να κρίνει τη συμβατότητα των ενισχύσεων. Ως εκ τούτου, η ακύρωση των συμβάσεων FRESH δεν μπορεί να θεωρηθεί ως δεσμευτικό αποτέλεσμα της απόφασης της Επιτροπής, καθόσον δεν απορρέει από την εφαρμογή των επίμαχων ενισχύσεων, αυτών καθεαυτών, αλλά από μέτρα συνδεόμενα μεν στην πράξη, αλλά νομικώς διακριτά, τα οποία έλαβε το κράτος μέλος που κοινοποίησε τις ενισχύσεις στην Επιτροπή. Μάλιστα, το ΔΕΕ υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία Kotnik, η Τραπεζική Ανακοίνωση 2013 της Επιτροπής, που εξαρτά τη συμβατότητα κάθε ενίσχυσης που χορηγείται στις τράπεζες στο πλαίσιο της χρηματοπιστωτικής κρίσης από τη λήψη μέτρων καταμερισμού των επιβαρύνσεων, απλώς αυτοπεριορίζει την Επιτροπή ως προς την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεώς της, υπό την έννοια ότι, εάν ένα κράτος μέλος της κοινοποιήσει σχέδιο κρατικής ενίσχυσης σύμφωνο προς τους εν λόγω κανόνες, αυτή οφείλει, καταρχήν, να το εγκρίνει. Δεν είναι όμως η Τραπεζική Ανακοίνωση δεσμευτική για τα κράτη μέλη και, ειδικότερα, δεν μπορεί να τα υποχρεώσει να λάβουν μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων, επιβάλλοντας π.χ. στις προβληματικές τράπεζες, πριν τη χορήγηση οποιασδήποτε κρατικής ενίσχυσης, να μετατρέψουν τους τίτλους μειωμένης εξασφάλισης σε ίδια κεφάλαια.
Κατά συνέπεια, το ΔΕΕ θεωρεί ότι, στο ως άνω πλαίσιο, η απόφαση της Επιτροπής δεν αφορά άμεσα και ατομικά τους προσφεύγοντες, καθώς δεν βρίσκονται σε πραγματική κατάσταση η οποία τους εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς εκείνον του αποδέκτη. Αλλά αντιθέτως, οι προσφεύγοντες ως κάτοχοι χρηματοπιστωτικών μέσων, θίγονται κυρίως από τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων κατά τον ίδιο τρόπο με όλους τους λοιπούς κατόχους μέσων που θίγονται από τα ίδια μέτρα. Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν νομιμοποιούνται ενεργητικώς να αμφισβητήσουν το βάσιμο της επίδικης απόφασης. Σε περίπτωση που θεωρούν ότι με τη λήψη τέτοιων μέτρων το κράτος μέλος παραβίασε το ενωσιακό δίκαιο, οφείλουν να αμφισβητήσουν την νομιμότητα τους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία δύνανται ή υποχρεούνται, κατά περίπτωση, να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ σε ό,τι αφορά στην ερμηνεία των κανόνων του ενωσιακού δικαίου.
Με βάση τη συλλογιστική αυτή, το ΔΕΕ αναίρεσε την απόφαση Τ-161/18 του ΓεΔΕΕ και απέρριψε ως απαράδεκτη την προσφυγή.