Ενίσχυση διάσωσης προβληματικής επιχείρησης υπό εξαγορά – T-28/22

Ryanair/Επιτροπή (Condor) – Όταν η εξαγορά μίας προβληματικής επιχείρησης εξαρτάται από τον όρο ότι η προβληματική επιχείρηση θα λάβει κρατική ενίσχυση για να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση, η επιχείρηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται ήδη σε διαδικασία εξαγοράς και, άρα, δεν αποκλείεται να είναι επιλέξιμη για ενίσχυση βάσει των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014 για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων
Σχετικά, επιτρέπονται κάθε είδους μορφές ενίσχυσης, όπως διαγραφές χρεών, και δεν περιορίζεται σε καταβολή μετοχικού κεφαλαίου. Ακόμη και εάν το κράτος δεν συμμετέχει στο κεφάλαιο του δικαιούχου και, συνεπώς, είναι απλώς ένας από τους πιστωτές του, θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να επωφεληθεί από μελλοντικές αυξήσεις της αξίας ή τα μελλοντικά κέρδη του δικαιούχου που δημιουργούνται, τουλάχιστον εν μέρει, λόγω της ενίσχυσης

Την περίοδο 2019-2021, η γερμανική αεροπορική εταιρεία Condor επωφελήθηκε από διάφορα γερμανικά μέτρα κρατικών ενισχύσεων τα οποία μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δύο ομάδες: α) μέτρα που αποσκοπούσαν στην επίλυση των οικονομικών δυσχερειών που προκλήθηκαν από την αφερεγγυότητα της πρώην μητρικής της εταιρείας, Thomas Cook και β) μέτρα για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από την πανδημία του κορωνοϊού.

Συγκεκριμένα, το 2019 η Επιτροπή ενέκρινε, βάσει των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014 για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, μία ενίσχυση διάσωσης της Condor (SA.55394/2019). Το 2022, το ΓεΔΕΕ απέρριψε προσφυγή της Ryanair κατά της απόφασης αυτής (Τ-577/20).

Το 2020, η Επιτροπή ενέκρινε, με ευθεία εφαρμογή του άρθρου 107 (2) (β) ΣΛΕΕ, μία ad hoc ενίσχυση για την αποκατάσταση ζημιών της Condor που συνδέονται με την πανδημία του κορωνοϊού (SA.56867/2020). Το 2021, το ΓεΔΕΕ ακύρωσε την εν λόγω απόφαση, κατόπιν προσφυγής της Ryanair, λόγω έλλειψης αιτιολογίας, καθώς η Επιτροπή δεν είχε προβεί σε σαφή διάκριση των οικονομικών προβλημάτων της Condor που προϋπήρχαν της πανδημίας του κορωνοϊού με εκείνα που προέκυψαν συνεπεία αυτής (T-665/20). Παρά ταύτα, η Επιτροπή, το 2021 έκρινε εκ νέου συμβατή την επίμαχη ενίσχυση, συμπληρώνοντας την προηγούμενη αιτιολογία της (SA.56867/2021).

Το 2021, η Επιτροπή ενέκρινε, και πάλι με ευθεία εφαρμογή του άρθρου 107 (2) (β) ΣΛΕΕ, μία δεύτερη ad hoc ενίσχυση για την αποκατάσταση ζημιών της Condor που συνδέονται με την πανδημία του κορωνοϊού (SA.63617/2021).

Τέλος, το 2021 η Επιτροπή ενέκρινε, βάσει των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014 για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, ένα μέτρο ενίσχυσης για την Condor που είχε δύο σκέλη: α) τροποποίηση των όρων των δανείων που είχε λάβει η Condor για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας του κορωνοϊού και τη μερική διαγραφή χρέους ύψους 90.000.000 ευρώ που απορρέει από τα εν λόγω δάνεια και β) διαγραφή χρέους ύψους 20.200.000 ευρώ που αντιστοιχεί σε τόκους που οφείλει να καταβάλλει η Condor (SA.63203/2021). Κατά της απόφασης αυτής, το 2022 η Ryanair άσκησε την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ (Τ-28/22).

Η Ryanair υποστήριξε αρχικά ότι η Condor δεν ήταν επιλέξιμη για να λάβει ενίσχυση βάσει του σημείου 22 των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014 για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων[1]. Η Επιτροπή είχε κρίνει πως η Condor δεν ανήκε, κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, σε μεγαλύτερο επιχειρηματικό όμιλο. Ο μοναδικός μέτοχος της Condor εκείνη την εποχή, η SG Luftfahrt GmbH (SGL), ήταν απλώς μια εταιρεία καταπιστευματικής διαχείρισης που είχε συσταθεί αποκλειστικά για να κατέχει τις μετοχές της Condor εν αναμονή της πώλησής τους σε επενδυτή. Ούτε μπορούσε η Condor να θεωρηθεί μέλος του ομίλου Noerr & Stiefenhofer, δηλαδή της τελικής μητρικής της SGL και της Condor, διότι η Noerr & Stiefenhofer δεν ασκούσε ουσιαστικά δικαιώματα επί της Condor μέσω της SGL. To ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι η, εν εξελίξει κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης, εξαγορά της Condor από ένα επενδυτικό κεφάλαιο, την Attestor, εξαρτιόταν από τη χορήγηση αυτής ακριβώς της ενίσχυσης και, ως εκ τούτου, είχε εκ των πραγμάτων ανασταλεί μέχρι την έγκρισή της από την Επιτροπή. Από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι η Attestor θα είχε εξαγοράσει την Condor, εάν δεν είχε χορηγηθεί η ενίσχυση.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η μερική διαγραφή του χρέους της Condor προς το γερμανικό δημόσιο, ουσιαστικά ενσωματωνόταν στο τίμημα που έπρεπε να καταβάλει η Attestor για την εξαγορά της Condor, με το τίμημα αυτό να αντανακλά αναγκαστικά το ποσό του χρέους της Condor που διαγράφηκε μετά τη θέσπιση του επίμαχου μέτρου ενίσχυσης. Κατά το ΓεΔΕΕ, όταν ένας επιχειρηματικός όμιλος είναι πρόθυμος να αγοράσει μια επιχείρηση μόνο υπό τον όρο ότι η επιχείρηση αυτή θα λάβει κρατική ενίσχυση, για να βελτιώσει την οικονομική της κατάσταση, η επιχείρηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται σε διαδικασία εξαγοράς από τον όμιλο αυτόν. Αναλύοντας το ζήτημα, το ΓεΔΕΕ σημείωσε ότι ο στόχος της απαγόρευσης του σημείου 22 είναι να μην επιτρέπει σε ομίλους επιχειρήσεων να αναγκάζουν το κράτος να αναλάβει το κόστος ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης μιας από τις επιχειρήσεις που ανήκουν στον όμιλο, όταν η επιχείρηση αυτή αντιμετωπίζει δυσκολίες και ο ίδιος ο όμιλος έχει δημιουργήσει τις δυσκολίες αυτές ή έχει τα μέσα να τις αντιμετωπίσει μόνος του. Στο σημείο αυτό, όμως, το ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι μία τέτοια κατάσταση δεν συντρέχει στην ένδικη υπόθεση, όπου η εξαγορά της Condor από την Attestor εξαρτιόταν από τη χορήγηση του επίμαχου μέτρου. Αντίθετη ερμηνεία θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι μία προβληματική επιχείρηση δεν είναι επιλέξιμη για ενίσχυση αναδιάρθρωσης λόγω των πόρων που διαθέτει ένας επιχειρηματικός όμιλος που σκοπεύει να την εξαγοράσει, μολονότι, ελλείψει της ενίσχυσης, δεν θα εξαγοραζόταν, ούτως ή άλλως, από τον όμιλο και, άρα, δεν θα είχε πρόσβαση στους πόρους του.

Περαιτέρω, η Ryanair υποστήριξε ότι η κατάρρευση της Condor δεν θα προκαλούσε «σοβαρά κοινωνικά προβλήματα ή μείζονες ανεπάρκειες στην αγορά», κατά το σημείο 44 των Κατευθυντηρίων, ιδίως διότι η Condor δεν παρέχει κάποια «σημαντική υπηρεσία». Το ΓεΔΕΕ σημείωσε, εν πρώτοις, ότι οι Κατευθυντήριες δεν περιέχουν ορισμό της έννοιας «σημαντική υπηρεσία», αλλά από τη συνολική ερμηνεία του σημείου 44 προκύπτει ότι, προκειμένου μια υπηρεσία να θεωρηθεί «σημαντική», δεν απαιτείται η επιχείρηση που την παρέχει να διαδραματίζει σημαντικό συστημικό ρόλο σε συγκεκριμένη περιοχή ή τομέα ή να της έχει ανατεθεί ΥΓΟΣ. Στην ένδικη υπόθεση, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι η Condor διαδραμάτισε σημαντικό διαμεσολαβητικό και ενοποιητικό ρόλο στη γερμανική αγορά ταξιδιών αναψυχής, λόγω του ότι παρείχε υπηρεσίες σε περίπου 11.000 ανεξάρτητους ταξιδιωτικούς πράκτορες και ταξιδιωτικά γραφεία, πολλά από τα οποία ήταν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Παράλληλα, είχε αναπτύξει σημαντική τεχνογνωσία στο άνοιγμα και την ανάπτυξη τουριστικών προορισμών και είχε δημιουργήσει τεχνικές ικανότητες όσον αφορά την παγίωση της ζήτησης, τις ευέλικτες κρατήσεις, τα προγράμματα πτήσεων μέσω ιδιόκτητων προσαρμοσμένων προγραμμάτων και διαδικασιών πληροφορικής που είχε αναπτύξει εσωτερικά κλπ. Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι η υπηρεσία που παρείχε η Condor ήταν «σημαντική».

Εν συνεχεία, η Ryanair υποστήριξε ότι η υπηρεσία της Condor θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να παρασχεθεί από οποιονδήποτε άλλον ανταγωνιστή. Το ΓεΔΕΕ επεσήμανε αρχικά ότι το κράτος μέλος που χορηγεί την ενίσχυση δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι, ελλείψει του μέτρου, θα προκαλούνταν οπωσδήποτε ορισμένες αρνητικές συνέπειες λόγω της κατάρρευσης του δικαιούχου, αλλά μόνον ότι υφίσταται κίνδυνος επέλευσης των συνεπειών αυτών. Εν προκειμένω, η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι ήταν εξαιρετικά απίθανο οι ανταγωνιστές της Condor να είναι πρόθυμοι και ικανοί να αναπτύξουν την απαιτούμενη τεχνογνωσία, τα δίκτυα και την τεχνολογία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος για να αναλάβουν εκείνοι τον προπεριγραφόμενο ρόλο της Condor. Η απαιτούμενη τεχνολογία για τη λειτουργία των διεπαφών που παρείχε η Condor στους πελάτες της είχε αναπτυχθεί σε μεγάλο βαθμό από την ίδια και δεν θα μπορούσε να αναπαραχθεί βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Η έξοδος της Condor από την αγορά θα προκαλούσε την απώλεια τεχνογνωσίας, η οποία θα απαιτούσε χρόνο και επενδύσεις για να αποκατασταθεί. Το γεγονός και μόνον ότι μια άλλη αεροπορική εταιρεία εκτελεί μέρος των δρομολογίων που εξυπηρετεί η Condor ή ότι συγκεντρώνει τη ζήτηση από ορισμένους τουριστικούς πράκτορες και ταξιδιωτικά γραφεία δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι ένας ανταγωνιστής θα μπορούσε εύκολα να υποκαταστήσει την υπηρεσία της Condor, σε περίπτωση που εκείνη πτώχευε.

Το ΓεΔΕΕ, αφού συμφώνησε με την Επιτροπή επί της αναγκαιότητας της ενίσχυσης, της ύπαρξης χαρακτήρα κινήτρου και της διασφάλισης μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της Condor από την ενίσχυση, εξέτασε αναλυτικά την αναλογικότητα του μέτρου. Η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι, πέραν της κρατικής ενίσχυσης, η Condor είχε προβεί σε ίδιες συνεισφορές, όπως απαιτούν οι Κατευθυντήριες, κατά βάση με τρεις τρόπους: α) μέσω της χρηματοδότησης που παρείχε η Attestor σε σχέση με την εξαγορά της, β) πετυχαίνοντας την έγκριση σχεδίου αφερεγγυότητας από πτωχευτικό δικαστήριο, το οποίο περιελάμβανε διαγραφές απαιτήσεων των πιστωτών της και γ) με μόνιμες μειώσεις δαπανών στο πλαίσιο του σχεδίου αναδιάρθρωσης. Μόνον το α’ σκέλος της εν λόγω χρηματοδότησης υπερέβαινε το 77% της συνολικής χρηματοδότησης και, άρα, υπερέβαινε τη συνεισφορά επιπέδου 50% που απαιτούν οι Κατευθυντήριες.

Στο ίδιο πλαίσιο, όμως, το ΓεΔΕΕ επεσήμανε ότι η Επιτροπή δεν είχε εξετάσει την συμμόρφωση του μέτρου με το σημείο 67 των Κατευθυντηρίων περί ύπαρξης εύλογου μεριδίου για το κράτος από τα μελλοντικά κέρδη αξίας του δικαιούχου. Η Επιτροπή δεν είχε προβεί στην εν λόγω αξιολόγηση, διότι το επίμαχο μέτρο αφορά διαγραφή χρεών της Condor και όχι «καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο» κατά το γράμμα του σημείου 67. Εξετάζοντας το σημείο 67 στο πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται, το ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι το σημείο 67 αλληλοσυμπληρώνεται και αλληλεξαρτάται με τα σημεία 65-66 των Κατευθυντηρίων. Ειδικότερα, τα σημεία 66 και 67 των Κατευθυντηρίων θέτουν δύο αυτόνομες απαιτήσεις, το περιεχόμενο και η εφαρμογή των οποίων αφορούν διαφορετικές χρονικές στιγμές. Η απαίτηση του σημείου 66 αφορά την απορρόφηση των ζημιών του δικαιούχου από τους υφιστάμενους μετόχους και τους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης, η οποία πρέπει να έχει υλοποιηθεί πριν από την παρέμβαση του κράτους. Αντιθέτως, το σημείο 67 αναφέρεται σε μια κατάσταση στο μέλλον, δηλαδή σε μελλοντικά κέρδη αξίας του δικαιούχου, και προβλέπει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το κράτος πρέπει να λάβει εύλογο μερίδιο από τα εν λόγω κέρδη αξίας. Έτσι, η αντιμετώπιση των ζημιών του δικαιούχου και η υποστήριξη του κράτους αποτελούν βασική προϋπόθεση για τη διασφάλιση της επακόλουθης επιστροφής του δικαιούχου στη βιωσιμότητα και, ως εκ τούτου, της κερδοφορίας του. Αξιολογώντας τον συνολικό σκοπό των κανόνων αυτών, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι στο πεδίο του σημείου 67 εμπίπτουν μέτρα κάθε μορφής. Ακόμη και εάν το κράτος δεν συμμετέχει στο κεφάλαιο του δικαιούχου και, συνεπώς, είναι απλώς ένας από τους πιστωτές του, θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να επωφεληθεί από μελλοντικές αυξήσεις της αξίας ή τα μελλοντικά κέρδη του δικαιούχου που δημιουργούνται, τουλάχιστον εν μέρει, λόγω της ενίσχυσης, προβλέποντας, για παράδειγμα, σε περίπτωση μερικής διαγραφής χρέους, όπως στην προκειμένη περίπτωση, την ύπαρξη ενός κυμαινόμενου επιτοκίου για το τμήμα της απαίτησής του που δεν έχει διαγραφεί, το οποίο αυξάνεται ανάλογα με την αύξηση της αξίας ή των κερδών του δικαιούχου. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή εσφαλμένα είχε αξιολογήσει ότι το επίμαχο μέτρο δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 67, επειδή αφορούσε διαγραφή χρέους και όχι καταβολή μετοχικού κεφαλαίου.

Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει αμφιβολίες ως προς το εάν το επίμαχο μέτρο πληρούσε την απαίτηση επαρκούς κατανομής των βαρών που ορίζεται στο σημείο 67 των Κατευθυντηρίων. Ως εκ τούτου, ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=285838&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5139056

[1] Μια επιχείρηση που ανήκει ή έχει εξαγορασθεί από ευρύτερο επιχειρηματικό όμιλο δεν είναι καταρχήν επιλέξιμη για ενισχύσεις δυνάμει των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι η εταιρεία έχει εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν έχουν προκύψει από την αυθαίρετη κατανομή των δαπανών στο εσωτερικό του ομίλου και ότι οι δυσχέρειες αυτές είναι τόσο σοβαρές, ώστε να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον ίδιο τον όμιλο. Όταν μια προβληματική εταιρεία συγκροτεί μια θυγατρική, η θυγατρική αυτή μαζί με την προβληματική εταιρεία που την ελέγχει θα θεωρούνται όμιλος και μπορούν να λαμβάνουν ενισχύσεις σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο παρόν σημείο.

keyboard_arrow_up