Παράταση ενίσχυσης διάσωσης – T-743/21

Ryanair/Επιτροπή (TAP II) – Το σημείο 56 των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014 για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων δεν υποχρεώνει την αύξηση του επιτοκίου αναφοράς πριν από οποιαδήποτε παράταση της ενίσχυσης. Μολονότι απαιτεί η αμοιβή να καθορίζεται σε επιτόκιο τουλάχιστον ίσο με το επιτόκιο αναφοράς που ορίζεται στην Ανακοίνωση για τα επιτόκια αναφοράς, το όριο αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τις εξασφαλίσεις που παρέχει η προβληματική επιχείρηση στο οικείο κράτος

Το 2020, η Πορτογαλία κοινοποίησε στην Επιτροπή ad hoc ενίσχυση μέγιστου ποσού 1.200.000.000 ευρώ, υπέρ της αεροπορικής εταιρείας Transportes Aéreos Portugueses SGPS SA (TAP). Σκοπός του μέτρου ήταν η διατήρηση της TAP σε λειτουργία για έξι μήνες, κατά την περίοδο των περιοριστικών μέτρων της πανδημίας του κορωνοϊού, μεταξύ Ιουλίου και Δεκεμβρίου 2020, δεδομένων των σημαντικών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε και της επιδείνωσής τους από την πανδημία του κορωνοϊού. Το μέτρο είχε τη μορφή είτε κρατικού δανείου είτε συνδυασμού κρατικού δανείου και κρατικής εγγύησης στο πλαίσιο μίας σύμβασης μεταξύ της Πορτογαλίας (δανείστρια), της TAP Air Portugal, θυγατρικής της TAP (δανειολήπτρια) και της TAP (εγγυήτρια).

Με την απόφαση SA.57369/2020, η Επιτροπή έκρινε το μέτρο συμβατό βάσει των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014 για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων. Ωστόσο, το 2021, το ΓεΔΕΕ, μετά από προσφυγή της Ryanair, ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας ως προς το εάν η δικαιούχος, ως μέλος ομίλου, ήταν ή όχι επιλέξιμη για κρατική ενίσχυση, βάσει του σημείου 22 των Κατευθυντηρίων Γραμμών[1] (T‑465/20, 19.05.2021). Την ίδια χρονιά, η Επιτροπή, με την απόφαση SA.57369/2021, επέμεινε στο αρχικό της συμπέρασμα, κρίνοντας ότι η δικαιούχος ήταν επιλέξιμη για κρατική ενίσχυση. Με την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως, η Ryanair προσέβαλε εκ νέου την απόφαση της Επιτροπής.

Εν πρώτοις, εξετάστηκε εκ νέου η επιλεξιμότητα της TAP για κρατική ενίσχυση. Το ΓεΔΕΕ έκρινε αρχικά ότι η Επιτροπή είχε λάβει δεόντως υπόψη της τη σχέση που είχε η TAP με τις εταιρείες Parpública και AGW και είχε εφαρμόσει ορθά τα κριτήρια της Σύστασης 2003/361, αξιολογώντας τον κοινό έλεγχο που της ασκούσαν, προκειμένου να συμπεράνει ότι η TAP ανήκε σε όμιλο εταιρειών. Κατόπιν τούτου εξετάστηκε εάν οι οικονομικές δυσκολίες της TAP ήταν εγγενείς ή αποτέλεσμα αυθαίρετης κατανομής των δαπανών εντός του ομίλου. Η Επιτροπή είχε διαπιστώσει ότι η TAP Air Portugal, η οποία ήταν υπεύθυνη για το σύνολο σχεδόν των εσόδων της TAP, συσσώρευσε μεταξύ 2006-2015 αρνητικά ίδια κεφάλαια. Παρά τη λειτουργική ανάπτυξη μετά τη μερική ιδιωτικοποίησή της το 2015, παρουσίαζε σταθερά μείωση της κερδοφορίας της. Η δυσμενής της οικονομική κατάσταση, η οποία προϋπήρχε της πανδημίας, αυξήθηκε σημαντικά εντός αυτής. Το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι τα παραπάνω στοιχεία ήταν επαρκή και συνεπή, προκειμένου να αποδείξουν ότι οι δυσκολίες της TAP ήταν εγγενείς και δεν ήταν αποτέλεσμα αυθαίρετης κατανομής των δαπανών εντός του ομίλου του. Περαιτέρω, το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι η οικονομική κατάσταση του ομίλου ήταν τέτοια που δεν του επέτρεπε να αντιμετωπίσει μόνος του τις οικονομικές δυσκολίες της TAP, χωρίς κρατική ενίσχυση.

Ως προς το εάν το μέτρο εξυπηρετεί στόχο κοινού συμφέροντος, το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι η TAP Air Portugal διαδραμάτιζε κρίσιμο ρόλο στη συνδεσιμότητα της Πορτογαλίας, συνδέοντας την ηπειρωτική χώρα με τις απόκεντρες περιοχές, τις πορτογαλικές κοινότητες στο εξωτερικό και πορτογαλόφωνες χώρες. Οι επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού μπορούσαν πράγματι να απειλήσουν τη βιωσιμότητά της, αναγκάζοντάς την να αποχωρήσει από την αγορά, γεγονός που θα είχε σημαντικές επιπτώσεις για τον τουρισμό και τη συνδεσιμότητα της χώρας. Επιπλέον, η Επιτροπή ορθώς είχε αξιολογήσει ότι άλλες αεροπορικές εταιρείες δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την αδιάκοπη συνέχεια των πτήσεων, δεδομένης της γεωγραφικής θέσης της Πορτογαλίας, της συνδεσιμότητας, της σημασίας της TAP για την οικονομία και του γεγονότος ότι η TAP δεν θα μπορούσε εύκολα να αντικατασταθεί. Ως εκ τούτου, η TAP Air Portugal  παρείχε «σημαντική υπηρεσία» και διαδραμάτιζε «σημαντικό συστημικό ρόλο» στην Πορτογαλία.

Όσον αφορά την καταλληλότητα του μέτρου, το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι το επιτόκιο αναφοράς κυμαινόταν εντός των ορίων του σημείου 56 των Κατευθυντηρίων Γραμμών[2]. Έκρινε ότι το σημείο 56 δεν υποχρεώνει την αύξηση του επιτοκίου αναφοράς πριν από οποιαδήποτε παράταση της ενίσχυσης. Μολονότι απαιτεί η αμοιβή να καθορίζεται σε επιτόκιο τουλάχιστον ίσο με το επιτόκιο αναφοράς που ορίζεται στην ανακοίνωση για τα επιτόκια αναφοράς, το όριο αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τις εξασφαλίσεις που παρέχει η προβληματική επιχείρηση στο οικείο κράτος. Εν προκειμένω, με δεδομένο ότι το μέτρο ήταν προσωρινό και η Επιτροπή δεν μπορούσε να προβλέψει εάν η Πορτογαλία θα υπέβαλε σχέδιο αναδιάρθρωσης πριν από την εκπνοή της προθεσμίας, δεν είχε υποχρέωση να αυξήσει το εν λόγω επιτόκιο με την αιτιολογία ότι οι πιθανότητες επιστροφής μετά την παρέλευση του εξαμήνου ήταν ελάχιστες.

Ως προς την αναλογικότητα του μέτρου, η Ryanair ισχυρίστηκε ότι το Προσωρινό Πλαίσιο 2020 λόγω κορωνοϊού δεν προέβλεπε τη χορήγηση ενίσχυσης για επιχειρήσεις που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες πριν την έναρξη της πανδημίας. Το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι από το σημείο 14 του Προσωρινού Πλαισίου 2020 δεν αποκλείεται η χορήγηση ενισχύσεων, όταν οι οικονομικές δυσκολίες του δικαιούχου προκλήθηκαν ή επιδεινώθηκαν από την πανδημία. Περαιτέρω, από τις Κατευθυντήριες Γραμμές 2014 προκύπτει ότι ο σκοπός των μέτρων ενίσχυσης διάσωσης είναι η αποφυγή κοινωνικών δυσχερειών ή η αντιμετώπιση της ανεπάρκειας της αγοράς, ανεξαρτήτως της προέλευσης των δυσχερειών της οικείας επιχείρησης. Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ συμφώνησε με την Επιτροπή ότι το μέτρο ήταν αναλογικό για την αντιμετώπιση του κινδύνου αφερεγγυότητας της TAP.

Κατόπιν τούτων και αφού απέρριψε άλλα επιχειρήματα επί της παραβίασης των αρχών της μη διάκρισης, της ελευθερίας εγκατάστασης και της υποχρέωσης αιτιολογίας, το ΓεΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

[1] Το σημείο 22 των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014 για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων ορίζει ότι: «Μια επιχείρηση που ανήκει ή έχει εξαγορασθεί από ευρύτερο επιχειρηματικό όμιλο δεν είναι καταρχήν επιλέξιμη για ενισχύσεις δυνάμει των παρουσών κατευθυντηρίων γραμμών, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι η εταιρεία έχει εγγενείς δυσχέρειες οι οποίες δεν έχουν προκύψει από την αυθαίρετη κατανομή των δαπανών στο εσωτερικό του ομίλου και ότι οι δυσχέρειες αυτές είναι τόσο σοβαρές, ώστε να μην μπορούν να αντιμετωπιστούν από τον ίδιο τον όμιλο. Όταν μια προβληματική εταιρεία συγκροτεί μια θυγατρική, η θυγατρική αυτή μαζί με την προβληματική εταιρεία που την ελέγχει θα θεωρούνται όμιλος και μπορούν να λαμβάνουν ενισχύσεις σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο παρόν σημείο».

[2] Το σημείο 56 ορίζει ότι: «Το ύψος της αμοιβής που ο δικαιούχος είναι υποχρεωμένος να καταβάλει για την ενίσχυση διάσωσης πρέπει να αντανακλά την υποκείμενη πιστοληπτική ικανότητα του δικαιούχου, προεξοφλώντας τις προσωρινές επιπτώσεις τόσο από τα προβλήματα ρευστότητας, όσο και από την κρατική στήριξη, και θα πρέπει να προσφέρει κίνητρα για τον δικαιούχο να αποπληρώσει την ενίσχυση, το συντομότερο δυνατό. Η Επιτροπή θα ζητήσει ως εκ τούτου η αμοιβή να καθορίζεται σε ποσοστό όχι μικρότερο από το επιτόκιο αναφοράς που ορίζεται στην ανακοίνωση για τα επιτόκια αναφοράς (33) για τις αδύναμες επιχειρήσεις που προσφέρουν κανονικά επίπεδα εξασφάλισης (επί του παρόντος IBOR ενός έτους συν 400 μονάδες βάσης) (34) και να αυξηθεί κατά τουλάχιστον 50 μονάδες βάσης για τις ενισχύσεις διάσωσης των οποίων η άδεια έχει παραταθεί σύμφωνα με το σημείο 55 δ) ii».

keyboard_arrow_up