Ενισχύσεις στην Ολυμπιακή Αεροπορία

Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΚ (υπόθεση C-415/03)

Την 1η Φεβρουαρίου 2005 εκδόθηκαν οι Προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα του ΔΕΚ, κ. Geelhoed, στην υπόθεση C-415/03 που αφορά την προσφυγή της Επιτροπής κατά της Ελλάδας, επειδή η τελευταία παρέβη την υποχρέωσή της να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα, για να ανακτήσει τις παράνομες και ασυμβίβαστες ενσιχύσεις που είχε χορηγήσει στην Ολυμπιακή Αεροπορία («ΟΑ»), όπως προέβλεπε η Απόφαση 2003/372/ΕΚ της Επιτροπής.

Ο Γεν. Εισαγγελέας διακρίνει τα εξής τρία ζητήματα:

α) την επιστροφή του ποσού των 41 εκατομμυρίων €, το οποίο αντιστοιχεί στην ενίσχυση που χορήγησε καταχρηστικά η Ελλάδα στην «ΟΑ» (κατά παράβαση των όρων της Απόφασης 1999/332/ΕΚ της Επιτροπής που είχε εγκρίνει την ενίσχυση αναδιάρθρωσης προς την «ΟΑ»). Για την ανάκτηση του ποσού αυτού, το οποίο όριζε ρητά η Επιτροπή στην Απόφαση 2003/372/ΕΚ (άρθρο 1), ο Γεν. Εισαγγελέας διαπίστωσε ότι άρχισαν μεν να γίνονται κάποιες ενέργειες από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά χωρίς συνέχεια, με αποτέλεσμα να καθυστερήσει η είσπραξη του ποσού. Μία τέτοια καθυστέρηση δεν δικαιολογείται, κατά τη γνώμη του, με κανένα τρόπο, καθώς η ανάκτηση πρέπει να γίνεται άμεσα.

β) την επιστροφή του ποσού που αντιστοιχεί στις νέες ενισχύσεις που χορήγησε η Ελλάδα στην «ΟΑ», χωρίς να τις κοινοποιήσει στην Επιτροπή (με αποτέλεσμα να είναι παράνομες) και οι οποίες συνίστανται στην παροχή προτιμησιακού φορολογικού και νομικού καθεστώτος στην «ΟΑ», υπό την έννοια της ανοχής που επέδειξε η Ελλάδα στο θέμα της διαιωνιζόμενης μη καταβολής των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, του ΦΠΑ επί των καυσίμων και των ανταλλακτικών, των μισθωμάτων που οφείλονταν στους διάφορους αερολιμένες, των αερολιμενικών τελών στον Διεθνή Αερολιμένα των Αθηνών και σε άλλους αερολιμένες, καθώς και του τέλους που επονομάζεται “σπατόσημο”. Στις αιτιάσεις της ελληνικής κυβέρνησης ότι το ποσό για τις ενισχύσεις αυτές (που, όπως προκύπτει από τη μετέπειτα αλληλογραφία μεταξύ Επιτροπής και Ελλάδας, φαίνεται να ανέρχεται στα 153 εκατ. €) δεν ορίζεται σαφώς στην Απόφαση της Επιτροπής, ο Γεν. Εισαγγελέας απάντησε κατ’αρχήν ότι το εν λόγω ποσό μπορεί εύκολα να συναχθεί από τον συνδυασμό του άρθρου 2 με τις αιτιολογικές σκέψεις 205 -209 της Απόφασης 2003/372/ΕΚ της Επιτροπής, ενώ δεν απαιτείται ούτε από τη νομολογία ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη του κοινοτικού δικαίου να προσδιορίζει η Επιτροπή το προς ανάκτηση ποσό˙ η Επιτροπή απλώς περιορίζεται στη γενική διαπίστωση της υποχρέωσης του δικαιούχου να επιστρέψει την ενίσχυση και αφήνει στο κράτος το καθήκον να υπολογίσει, στο πλαίσιο της καλόπιστης συνεργασίας, το ακριβές ποσό της προς επιστροφή ενίσχυσης. Ακόμη δε και ορισμένοι διακανονισμοί που είχε κάνει η ΟΑ με τους πιστωτές της για να εξοφλήσει τα χρέη της αποτελούν, κατά το Γεν. Εισαγγελέα, όψιμη και ιδιαιτέρως ελλιπή εκπλήρωση που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί λόγω απόλυτης αδυναμίας εκτελέσεως εκ μέρους του κράτους. Κι αυτό, επειδή οι παραπάνω διακανονισμοί πιθανότατα δεν θα μπορέσουν να εκτελεσθούν λόγω της έκδοσης στο μεταξύ του ν. 1385/2003 που στερεί την «ΟΑ» από επαρκή περιουσιακά στοιχεία.

γ) το κρισιμότερο όμως ζήτημα, κατά την άποψη του Γεν. Εισαγγελέα, έγκειται στην έκδοση εκ μέρους του ελληνικού κράτους –λίγες μόλις ημέρες πριν από την άσκηση της προσφυγής της Επιτροπής– του ν. 3185/2003, με τον οποίον, στο πλαίσιο του μετασχηματισμού του Ομίλου της «ΟΑ», μεταβιβάσθηκε στη νέα εταιρεία «Ολυμπιακές Αερογραμμές» μόνον το ενεργητικό της ΟΑ, και μάλιστα ελεύθερο χρεών. Μία τέτοια ρύθμιση ο Γεν. Εισαγγελέας θεωρεί ότι παρεμποδίζει από οικονομικής και νομικής απόψεως την αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής, καθώς αποστερεί την «ΟΑ» από επαρκή περιουσιακά στοιχεία, που της είναι απαραίτητα για να επιστρέψει τις ενισχύσεις που έλαβε. Επιπροσθέτως ο Γεν. Εισαγγελέας υπενθυμίζει εν προκειμένω τη δυνατότητα της Επιτροπής να απαιτήσει να μη σταματήσει η αναζήτηση στην αρχική εταιρία, αλλά να επεκταθεί στην επιχείρηση που συνεχίζει ενδεχομένως τη δραστηριότητα χρησιμοποιώντας μέσα παραγωγής που της έχουν μεταβιβασθεί, όταν ορισμένα στοιχεία της μεταβίβασης οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο οντοτήτων [ΔΕΚ C-328/99 και C-399/00, 08.05.2003, Italie & SIM 2 Multimedia/Επιτροπή, Συλλ. 2003, I?4035, σκέψεις 76, 77 και 78]. Στην προκειμένη υπόθεση ο Γεν. Εισαγγελέας θεωρεί ότι το Ελληνικό Δημόσιο, αποκλειστικός ή κύριος μέτοχος των εμπλεκομένων εταιριών, θέλησε να εξασφαλίσει, με την παρέμβαση του νομοθέτη, την οικονομική συνέχεια μεταξύ «ΟΑ» και Ολυμπιακών Αερογραμμών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, από πλευράς εθνικού δικαίου, της επιστροφής των ενισχύσεων στην πράξη και, κατ’ επέκταση, τη συνέχιση της νόθευσης του ανταγωνισμού.

Με βάση τα προαναφερθέντα ο Γεν. Εισαγγελέας καταλήγει ότι η Ελλάδα, όχι μόνο δεν έλαβε μέτρα για την ανάκτηση των ενισχύσεων από την «ΟΑ», αλλά αντίθετα έλαβε μέτρα που παρεμποδίζουν την πραγματική επιστροφή των ενισχύσεων, αφού στερεί την απόφαση της Επιτροπής από κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα και, επομένως, παρέβη τις υποχρεώσεις της από την Απόφαση 2003/372/ΕΚ της Επιτροπής και από τη Συνθήκη.

Το πλήρες κείμενο των Προτάσεων του Γεν. Εισαγγελέα είναι δημοσιευμένο στη διεύθυνση http://curia.eu.int/jurisp/cgi-bin/gettext.pl?lang=el&num=79949798C19030415&doc=T&ouvert=T&seance=CONCL

keyboard_arrow_up