Est Wind Power – Ο όρος «έναρξη εργασιών» κατά τις Κατευθυντήριες Γραμμές 2014 για το περιβάλλον και την ενέργεια καλύπτει: α) την έναρξη των εργασιών κατασκευής, οι οποίες συνδέονται με τις εγκαταστάσεις επενδυτικού έργου που καθιστούν δυνατή την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και β) κάθε άλλη δέσμευση η οποία, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του κόστους της, έχει ως συνέπεια το επενδυτικό έργο να βρίσκεται, την 1η Ιανουαρίου 2017, σε τέτοιο στάδιο εξέλιξης ώστε να φαίνεται πολύ πιθανό ότι θα περατωθεί. Η εκτίμηση των αρμοδίων εθνικών αρχών περί του αν έχει συντελεστεί «έναρξη εργασιών» δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο αμιγώς τυπικού ελέγχου, αλλά δύναται να απαιτεί, ανάλογα με την περίπτωση, εμπεριστατωμένη οικονομική ανάλυση
‘Έναρξη εργασιών’ επένδυσης για αιολικό πάρκο – C-11/22
Από το 2004 έως το 2010, στο πλαίσιο εγκατάστασης αιολικού πάρκου στον Δήμο Toila της Εσθονίας, η εσθονική εταιρεία Est Wind Power (EWP) προέβη σε διάφορες προπαρασκευαστικές εργασίες υλοποίησής του. Συνήψε σύμβαση με τη διαχειρίστρια του εσθονικού συστήματος μεταφοράς ενέργειας Elering και κατέβαλε τέλη σύνδεσης με το οικείο δίκτυο, εγκατέστησε ανεμολογικούς μετρητικούς ιστούς στο εν λόγω αιολικό πάρκο και απέκτησε τα δικαιώματα επιφανείας επί 28 γεωτεμαχίων που προβλέπονταν για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών. Το 2016, αφότου η δημοτική αρχή της Toila δημοσίευσε τους όρους σχεδιασμού του αιολικού πάρκου, η EWP υπέβαλε αίτηση για την έκδοση οικοδομικών αδειών, η οποία, όμως, απορρίφθηκε κατόπιν σχετικής εισήγησης του εσθονικού Υπουργείου Άμυνας. Τότε, η EWP προσέφυγε κατά των απορριπτικών πράξεων της δημοτικής αρχής.
Το 2021, η Elering εκπόνησε, κατόπιν αιτήματος της EWP, έκθεση αιτιολόγησης της πορείας του έργου, με την οποία διαπιστώθηκε ότι το επίμαχο έργο δεν πληρούσε τους νόμιμους όρους διεξαγωγής του, ιδίως για τον λόγο ότι η EWP δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «υφιστάμενος παραγωγός» έως το τέλος του 2016, κριτήριο που αποτελούσε νόμιμη προϋπόθεση για τη διεξαγωγή του έργου. Για τον λόγο αυτόν, η Elering αποφάσισε να μην χορηγήσει την προβλεπόμενη σε εσθονικό καθεστώς για τις ΑΠΕ, ενίσχυση στην EWP. Την ίδια χρονιά, η EWP άσκησε προσφυγή ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου του Ταλίν, με αίτημα την ακύρωση της παραπάνω απόφασης. Στο πλαίσιο της δίκης, αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους εάν η EWP είχε προχωρήσει έως το τέλος του 2016 σε «έναρξη των εργασιών κατασκευής» σε σχέση με το σχεδιαζόμενο αιολικό πάρκο ή στην «ανάληψη οποιασδήποτε άλλης δέσμευσης η οποία να καθιστά [ένα τέτοιο] επενδυτικό έργο αμετάκλητο».
Κατόπιν ερωτήματος του εσθονικού δικαστηρίου, η Επιτροπή γνωμοδότησε ότι, με βάση την απόφαση SA.47354, με την οποία είχε εγκρίνει το επίμαχο εσθονικό καθεστώς για τις ΑΠΕ, ο φορέας του έργου, προκειμένου να μπορέσει να λάβει ενίσχυση, πρέπει να έχει λάβει την αναγκαία εθνική άδεια για την υλοποίησή του και να έχει νόμιμο δικαίωμα χρήσης του οικοπέδου επί του οποίου πρόκειται να υλοποιηθεί το έργο έως την 1η Ιανουαρίου 2017. Πρόσθεσε, ακόμη, ότι, προκειμένου μια επιχείρηση να μπορεί να θεωρηθεί «υφιστάμενος παραγωγός» και, επομένως, να λάβει κρατική ενίσχυση, πρέπει να συντρέχουν οι δύο ως άνω προϋποθέσεις (εθνική άδεια και δικαίωμα χρήσης του οικοπέδου) σε συνδυασμό με έναν από τους τρεις εναλλακτικούς ορισμούς που προβλέπει το σημείο 19 των Κατευθυντήριων Γραμμών του 2014 για το περιβάλλον και την ενέργεια.
Το εσθονικό δικαστήριο έκρινε ότι, υπό το πρίσμα και της εν λόγω γνωμοδότησης, είναι αναγκαία η διευκρίνιση συγκεκριμένων κρίσιμων εννοιών των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014. Για τον λόγο αυτόν, απέστειλε συνολικά οκτώ προδικαστικά ερωτήματα στο ΔΕΕ, τα οποία επικεντρώνονται στην ερμηνεία του σημείου 19 (44) των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014.
Το ΔΕΕ, ασχολούμενο με την ερμηνεία του όρου «έναρξη εργασιών», παρατήρησε, αρχικά, ότι, το σημείο 19 (44) των Κατευθυντηρίων Γραμμών 2014 δεν προσδιορίζει επακριβώς τη φύση των οικείων εργασιών κατασκευής ή των δεσμεύσεων που καθιστούν την επένδυση αμετάκλητη, ούτε καθορίζει κατώτατο όριο πέραν του οποίου πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εργασίες που έχουν ξεκινήσει πληρούν τις ως άνω προϋποθέσεις. Για τον λόγο αυτόν, αποφάσισε να ερμηνεύσει τη διάταξη συνδυαστικά με την αιτιολογική σκέψη 42 της εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής επί του επίμαχου καθεστώτος. Από την ερμηνεία αυτή, το ΔΕΕ επεσήμανε ότι κατά την 1η Ιανουαρίου 2017, το έργο έπρεπε να βρίσκεται σε τέτοιο «στάδιο εξελίξεως», ώστε να φαίνεται «πολύ πιθανό ότι θα περατωθεί». Με δεδομένο αυτό, το ΔΕΕ απέκλεισε το ενδεχόμενο κάθε έναρξη εργασιών κατασκευής που συνδέονται με επενδυτικό έργο, ανεξαρτήτως του είδους των εργασιών αυτών, να πληροί το εν λόγω κριτήριο. Αντιθέτως, η πρόοδος των επίμαχων εργασιών έπρεπε να είναι τέτοια ώστε, κατά την 1η Ιανουαρίου 2017, η οικεία επένδυση να έχει καταστεί αμετάκλητη και ο φορέας του έργου να μπορεί να εξομοιωθεί με «υφιστάμενο παραγωγό» ενέργειας από ΑΠΕ. Επομένως, η έννοια της «έναρξης εργασιών» αφορά πρόοδο των επίμαχων εργασιών, χάρη στην οποία ο φορέας του έργου μπορεί να εξομοιωθεί με υφιστάμενο παραγωγό ενέργειας από ΑΠΕ. Για τον λόγο αυτόν, μόνο δέσμευση βάσει της οποίας, την 1η Ιανουαρίου 2017, το επενδυτικό έργο βρισκόταν σε τέτοιο «στάδιο εξελίξεως» ώστε να φαίνεται «πολύ πιθανό ότι θα περατωθεί» και να είναι επομένως, κατ’ ουσίαν, αμετάκλητο, μπορεί να εμπίπτει στην έννοια της «έναρξης εργασιών». Το όριο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει επιτευχθεί, κατά την εν λόγω ημερομηνία, μόνον εάν, συγχρόνως, είχαν ολοκληρωθεί οι προπαρασκευαστικές εργασίες και η αναληφθείσα δέσμευση ήταν αρκούντως σημαντική, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως και του κόστους της, σε σχέση με το συνολικό μέγεθος του οικείου επενδυτικού έργου.
Βάσει των σκέψεων αυτών, το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έννοια «έναρξη εργασιών» καλύπτει: α) την έναρξη των εργασιών κατασκευής που συνδέονται με τις εγκαταστάσεις επενδυτικού έργου που καθιστούν δυνατή την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ και β) κάθε άλλη δέσμευση η οποία, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του κόστους της, έχει ως συνέπεια το επενδυτικό έργο να βρίσκεται, την 1η Ιανουαρίου 2017, σε τέτοιο στάδιο εξέλιξης ώστε να φαίνεται πολύ πιθανό ότι θα περατωθεί.
Το επόμενο ζήτημα που εξετάστηκε αφορούσε τις υποχρεώσεις των αρμοδίων εθνικών αρχών, όταν εξετάζουν εάν έχει συντελεστεί «έναρξη εργασιών». Το ΔΕΕ έκρινε πως, από την απόφαση SA.47354, προκύπτει ότι η αρμόδια αρχή πρέπει να διενεργεί έλεγχο κατά περίπτωση, ο οποίος αφορά το ζήτημα αν το οικείο έργο βρισκόταν, την 1η Ιανουαρίου 2017, σε τέτοιο στάδιο εξέλιξης ώστε να φαίνεται πολύ πιθανό ότι θα περατωθεί. Μια τέτοια εκτίμηση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αμιγώς τυπικού ελέγχου και δύναται να απαιτεί, ανάλογα με την περίπτωση, εμπεριστατωμένη οικονομική ανάλυση.
Εν συνεχεία, ερμηνεύοντας και πάλι συνδυαστικά το σημείο 19 (44) των Κατευθυντηρίων Γραμμών με την εγκριτική απόφαση της Επιτροπής, το ΔΕΕ έκρινε ότι, για να έχει προβεί σε «έναρξη εργασιών», ο φορέας του έργου πρέπει να διαθέτει το δικαίωμα χρήσης του οικοπέδου επί του οποίου θα υλοποιηθεί το οικείο επενδυτικό έργο και την αναγκαία εθνική άδεια για την υλοποίηση του έργου. Με δεδομένο ότι η άδεια είναι «εθνική», η εν λόγω έννοια ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου και κατά τρόπο ώστε η εθνική άδεια να επιτρέπει, ως τελική εθνική άδεια, την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής που συνδέονται με το οικείο επενδυτικό έργο.
Τέλος, το ΔΕΕ έκρινε πως, ακόμα κι αν υφίσταται εκκρεμής δικαστική διαφορά αναφορικά με την άρνηση χορήγησης τελικής εθνικής άδειας υλοποίησης του επενδυτικού έργου (εν προκειμένω των οικοδομικών αδειών), η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να μην στηρίξει την απόφασή της σε πιθανολόγηση σχετικά με την έκβαση μιας τέτοιας διαφοράς, αλλά στη νομική και πραγματική κατάσταση που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 2017. Τούτο, διότι όποια κι αν είναι η έκβαση μιας τέτοιας ένδικης διαδικασίας, αν μια επιχείρηση δεν διέθετε, κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, την αναγκαία για την υλοποίηση του οικείου επενδυτικού έργου εθνική άδεια, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίστατο, κατά την εν λόγω ημερομηνία, στο πρόσωπό της άξια προστασίας δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, όσον αφορά τη λήψη ενίσχυσης βάσει υφιστάμενου καθεστώτος ενισχύσεων.