Το οικονομικό πλεονέκτημα πρέπει να προκύπτει μόνον από δεδομένα που στοιχειοθετούν καταφατικά την ύπαρξή του και όχι να βασίζεται απλώς σε αρνητικό τεκμήριο, όπως όταν δεν υπάρχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι αρμόδιες αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν, κατά τη λήψη του μέτρου, τη χρηματοοικονομική κατάσταση της δικαιούχου επιχείρησης
Εν μέρει δεκτή η αίτηση αναίρεσης της ΛΑΡΚΟ – ΔΕΕ C-244/18 P
Η ΛΑΡΚΟ Γενική Μεταλλευτική και Μεταλλουργική ΑΕ είναι μεγάλη επιχείρηση που εξειδικεύεται στην εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλεύματος λατερίτη, την εξόρυξη λιγνίτη και την παραγωγή σιδηρονικελίου και υποπροϊόντων του και ανήκε σε τρεις μετόχους: στο Ελληνικό Δημόσιο που κατείχε το 55,2 % των μετοχών της μέσω του Ταμείου Αξιοποιήσεως της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (ΕΤΕ) που κατείχε το 33,4 % των μετοχών, και στη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) που κατείχε το 11,4 % των μετοχών της.
Τον Μάρτιο του 2012, το Ταμείο Αξιοποίησης της Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ) γνωστοποίησε στην Επιτροπή την ύπαρξη σχεδίου ιδιωτικοποιήσεως της ΛΑΡΚΟ.
Στη συνέχεια, η Επιτροπή κίνησε αυτεπαγγέλτως προκαταρκτικό έλεγχο της εν λόγω προτάσεως ιδιωτικοποιήσεως, κατά τον οποίο διαπίστωσε ότι αυτή περιλάμβανε ορισμένα μέτρα που ενδεχομένως να συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις. Παράλληλα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η ΛΑΡΚΟ, κατά τον χρόνο χορήγησης των προαναφερόμενων πιθανών ενισχύσεων, ήταν προβληματική επιχείρηση, σύμφωνα με τον ορισμό των Κατευθυντηρίων Γραμμών για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων 2004.
Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή κίνησε, τον Μάρτιο του 2013, την επίσημη διαδικασία έρευνας, μετά το πέρας της οποίας έκρινε ότι η ΛΑΡΚΟ είχε λάβει παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις (SA.34572/2014) και, συγκεκριμένα:
α) το 2008, κρατική εγγύηση για δάνειο ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο χορήγησε η Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ (ΑΤΕ) στη ΛΑΡΚΟ. Η εγγύηση αυτή κάλυπτε το σύνολο του δανείου για μέγιστη χρονική διάρκεια τριών ετών και συνεπαγόταν προμήθεια εγγυήσεως ύψους 1% σε ετήσια βάση,
β) το 2009, αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου κατά 134 εκατομμύρια ευρώ, η οποία προτάθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της ΛΑΡΚΟ, εγκρίθηκε από τους τρεις μετόχους της και ως προς την οποία άσκησε τα δικαιώματά του στο ακέραιο το Ελληνικό Δημόσιο και εν μέρει η ΕΤΕ,
γ) το 2010, κρατική εγγύηση αορίστου διαρκείας, προκειμένου να καλύψει πλήρως εγγυητική επιστολή που θα χορηγούσε η ΕΤΕ στη ΛΑΡΚΟ για δάνειο, ύψους περίπου 10,8 εκατομμυρίων ευρώ, και με προμήθεια εγγυήσεως ποσοστού 2% σε ετήσια βάση. Η επίμαχη εγγυητική επιστολή διασφάλισε τη χορήγηση εκ μέρους του Αρείου Πάγου αναστολής εκτελέσεως αποφάσεως, με την οποία το Εφετείο Αθηνών δεχόταν την ύπαρξη οφειλής της ΛΑΡΚΟ προς ιδιώτη δανειστή της, ύψους 10,8 εκατομμυρίων ευρώ,
δ) το 2011, δύο κρατικές εγγυήσεις για δύο δάνεια, ύψους 30 εκατομμυρίων ευρώ και 20 εκατομμυρίων ευρώ αντίστοιχα, τα οποία χορήγησε η ΑΤΕ.
Συνακόλουθα, η Επιτροπή διέταξε την Ελλάδα να ανακτήσει τις ανωτέρω ενισχύσεις πλέον των τόκων.
Η ΛΑΡΚΟ άσκησε προσφυγή ακύρωσης κατά της απόφασης της Επιτροπής, αμφισβητώντας ότι τα προαναφερόμενα μέτρα συνιστούν μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις.
Το ΓεΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή της ΛΑΡΚΟ, καθώς έκρινε ότι η Επιτροπή ορθά και αιτιολογημένα χαρακτήρισε τα επίμαχα μέτρα ως κρατικές ενισχύσεις και καταδίκασε τη ΛΑΡΚΟ στα δικαστικά έξοδα.
Κατά της απόφασης αυτής, η ΛΑΡΚΟ άσκησε την παρούσα αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΕ, υποστηρίζοντας ότι το ΓεΔΕΕ δεν αιτιολόγησε πλήρως την απόφασή του, ερμήνευσε εσφαλμένως την έννοια του οικονομικού πλεονεκτήματος, εφάρμοσε εσφαλμένως το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή και υπέπεσε επανειλημμένως σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της συμβατότητας των μέτρων και του ύψους των προς ανάκτηση ενισχύσεων.
Από τους λόγους αναίρεσης που πρόβαλε η ΛΑΡΚΟ, το ΔΕΕ έκρινε παραδεκτούς και βάσιμους τους εξής ισχυρισμούς της ΛΑΡΚΟ: α) το επιχείρημά της ότι το ΓεΔΕΕ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, όταν έκρινε ότι, επειδή η ΛΑΡΚΟ ήταν προβληματική επιχείρηση, το μέτρο της κρατικής εγγύησης του 2008 για το δάνειο των 30 εκατ. ευρώ της προσπόρισε οικονομικό πλεονέκτημα και β) τον ισχυρισμό της ότι το ΓεΔΕΕ βασίστηκε, για την εκτίμηση της οικονομικής κατάστασης της ΛΑΡΚΟ, σε στοιχεία μεταγενέστερα του χρονικού σημείου χορήγησης της εγγύησης, ενώ δεν αποδείχθηκε με βεβαιότητα ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν αυτή την προβληματική οικονομική κατάσταση κατά το εν λόγω χρονικό σημείο.
Ειδικότερα, το ΔΕΕ έκρινε ότι το ΓεΔΕΕ εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ένας ιδιώτης επιχειρηματίας, ευρισκόμενος στη θέση των ελληνικών αρχών, όφειλε να γνωρίζει, κατά το δεδομένο χρονικό σημείο, την ύπαρξη των οικονομικών δυσχερειών της ΛΑΡΚΟ, εφόσον δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την προγενέστερη ή τη σύγχρονη της λήψης του επίμαχου μέτρου χρηματοοικονομική κατάστασή της. Το ΔΕΕ επισήμανε, συναφώς, ότι η κρίση περί της ύπαρξης πλεονεκτήματος δεν μπορεί να στηρίζεται απλώς σε αρνητικό τεκμήριο (δηλαδή στην έλλειψη πληροφοριών ικανών να στηρίξουν αντίθετο συμπέρασμα), στην περίπτωση που δεν υφίστανται άλλα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει καταφατικώς η ύπαρξη ενός τέτοιου πλεονεκτήματος, όπως συνέβη εν προκειμένω.
Βάσει των ανωτέρω, το ΔΕΕ έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση αναίρεσης της ΛΑΡΚΟ και ανέπεμψε την υπόθεση στο ΓεΔΕΕ, προκειμένου αυτό να αποφανθεί οριστικά εάν ο διοικητικός φάκελος της υπόθεσης περιέχει αξιόπιστα στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι ελληνικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν, κατά τον χρόνο λήψης του επίμαχου μέτρου, τις οικονομικές δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η ΛΑΡΚΟ και, άρα, ότι έγινε ορθή εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επενδυτή.
http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=en&num=C-244/18