Επιτροπή/Κάτω Χώρες – Προκειμένου να κηρύξει ορισμένο μέτρο συμβατό με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή πρέπει προηγουμένως να έχει αποφανθεί για το εάν αυτό αποτελεί ή όχι κρατική ενίσχυση, ανεξαρτήτως των δυσχερειών που συνεπάγεται μία τέτοια εξέταση
Εξουσίες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο συμβατότητας – C-40/23 P
Το 2019, η Ολλανδία κοινοποίησε στην Επιτροπή ένα σχέδιο νόμου που προέβλεπε την απαγόρευση χρήσης άνθρακα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Στο σχέδιο νόμου προβλεπόταν η δυνατότητα αποκατάστασης της ζημίας που προκαλείται σε μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα, η οποία θίγεται κατά τρόπο δυσανάλογο, σε σχέση με άλλες μονάδες ίδιου τύπου από την απαγόρευση χρήσης άνθρακα. Βάσει της εν λόγω ρύθμισης, η εταιρεία Vattenfall NV, η οποία εκμεταλλεύεται τη μονάδα Hemweg 8, μία από τις πέντε μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα στις Κάτω Χώρες, έλαβε αποζημίωση από το Ολλανδικό Δημόσιο ύψους 52.500.000 ευρώ. Ειδικότερα, λόγω του χαμηλού επιπέδου των περιβαλλοντικών τεχνικών χαρακτηριστικών της, η μονάδα αυτή στερήθηκε, σε αντίθεση με τις τέσσερις άλλες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άνθρακα στις Κάτω Χώρες, το ευεργέτημα της μεταβατικής περιόδου που προέβλεπε ο νόμος και, επομένως, υποχρεώθηκε να κλείσει πρόωρα.
Κατόπιν επίσημης διαδικασίας έρευνας, το 2020 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση SA.54537/2020, με την οποία διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με το εάν η επίμαχη αποζημίωση συνιστούσε κρατική ενίσχυση και παρατήρησε, πάντως, ότι σε κάθε περίπτωση, αυτή θα ήταν συμβατή με βάση το άρθρο 107 (3) (γ) ΣΛΕΕ. Οι Κάτω Χώρες άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως της Επιτροπής (T-469/20), η οποία έγινε δεκτή από το ΓεΔΕΕ: α) λόγω αναρμοδιότητας της Επιτροπής να κηρύξει ένα μέτρο συμβατό, χωρίς προηγουμένως να το χαρακτηρίσει ως ενίσχυση και β) λόγω παραβίασης της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Κατόπιν τούτου, η Επιτροπή άσκησε την ένδικη αίτηση αναιρέσεως.
Η Επιτροπή υποστήριξε, εν πρώτοις, ότι το ΓεΔΕΕ ερμήνευσε υπερβολικά στενά τις εξουσίες της, στο πλαίσιο του ελέγχου περί συμβατότητας ορισμένου μέτρου. Το ΔΕΕ παρατήρησε πως, μολονότι ο όρος «ενισχύσεις» χρησιμοποιείται στο άρθρο 107 (1) ΣΛΕΕ υπό τη συνήθη έννοιά του στην καθημερινή γλώσσα, εντούτοις, σε συνδυασμό με τις λοιπές αναφορές που περιλαμβάνονται στη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι στο άρθρο 107 (3) ΣΛΕΕ χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει μόνον τις κρατικές ενισχύσεις. Ειδικότερα, από μια συνολική εξέταση του άρθρου 107 (1) ΣΛΕΕ, προκύπτει ότι μόνον τα μέτρα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις, ώστε να χαρακτηριστούν ως κρατικές ενισχύσεις μπορούν να κηρυχθούν μη συμβατά με την εσωτερική αγορά. Επομένως, το άρθρο 107 (3) ΣΛΕΕ, το οποίο, κατά παρέκκλιση από το άρθρο 107 (1) ΣΛΕΕ, απαριθμεί τα μέτρα που μπορούν να θεωρηθούν συμβατά με την εσωτερική αγορά, αφορά μόνον τις κρατικές ενισχύσεις. Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ ενέκρινε την αντίστοιχη γραμματική ερμηνεία του ΓεΔΕΕ. Πρόσθεσε, μάλιστα, πως, μολονότι είναι αληθές ότι το άρθρο 107 ΣΛΕΕ δεν περιλαμβάνει διαδικαστικούς κανόνες ούτε κάνει άμεση αναφορά στις εξουσίες της Επιτροπής, εντούτοις, από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης συνιστά προϋπόθεση για την ενδεχόμενη εφαρμογή των εξαιρέσεων της παραγράφου 3.
Περαιτέρω, το ΔΕΕ υπενθύμισε ότι, σε προηγούμενη νομολογία του, έχει κρίνει πως ο καθορισμός της φύσης ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης πρέπει να προηγείται της εξέτασης της ενδεχόμενης συμβατότητας του μέτρου αυτού με την εσωτερική αγορά. Περαιτέρω, σημείωσε ότι οι διατάξεις του Κανονισμού 2015/1589 που αφορούν τις εξουσίες της Επιτροπής, πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα του άρθρου 107 ΣΛΕΕ. Το άρθρο 4 (6) του Κανονισμού αποσκοπεί απλώς να καλύψει την παράλειψη της Επιτροπής να ασκήσει τις αρμοδιότητες της και δεν μπορεί να θεμελιώσει αρμοδιότητά της να αποφασίσει ότι ένα μέτρο το οποίο η ίδια δεν έχει χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά. Αντίστοιχα, το άρθρο 6 του ίδιου Κανονισμού, κάνοντας λόγο για «προσωρινή εκτίμηση», δεν εννοεί ότι η Επιτροπή μπορεί να περατώσει την προκαταρκτική εξέταση με απόφαση περί μη διατύπωσης αντιρρήσεων ως προς μέτρο το οποίο δεν έχει χαρακτηρίσει ως κρατική ενίσχυση. Παράλληλα, λόγοι χρηστής διοίκησης και συμφερόντων των ενδιαφερομένων μερών είναι λόγοι σκοπιμότητας και δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την οικονομία και τη συνοχή του άρθρου 107 ΣΛΕΕ.
Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωσή της να χαρακτηρίσει ένα μέτρο ως κρατική ενίσχυση, προτού εξετάσει τη συμβατότητά του, λόγω εκτιμήσεων που συνδέονται με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ευχέρεια με την οποία μπορεί να γίνει ένας τέτοιος χαρακτηρισμός ή ένας τέτοιος έλεγχος συμβατότητας σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.
Ως εκ τούτου, το ΔΕΕ απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως.