Η Επιτροπή εγκρίνει λετονικό καθεστώς χορήγησης ενισχύσεων για ΑΠΕ και συμπαραγωγή υψηλής απόδοσης για την περίοδο 2007-2012, σύμφωνα με τις Κατευθυντήριες Γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος 2001-2007 και 2008-2014
Έγκριση λετονικής ενίσχυσης για εγκαταστάσεις ΑΠΕ και συμπαραγωγής— SA.43140
Το 2015, οι λετονικές αρχές κοινοποίησαν εκ των υστέρων στην Επιτροπή, για λόγους ασφάλειας δικαίου, υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων για ΑΠΕ και συμπαραγωγή υψηλής απόδοσης, που είχε τεθεί αρχικά σε ισχύ πριν την είσοδο της Λετονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στο μεταξύ, στο διάστημα από τον Μάρτιο του 2011 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016, η Επιτροπή έλαβε 4 καταγγελίες που αφορούσαν στο εν λόγω καθεστώς.
Το καθεστώς προέβλεπε τη χορήγηση ενίσχυσης είτε μέσω σταθερών εγγυημένων τιμών αποζημίωσης για την ηλεκτρική ενέργεια που διετίθετο στο δίκτυο διά του υποχρεωτικού μηχανισμού προμήθειας είτε μέσω εγγυημένων αμοιβών που καθορίζονταν ανάλογα με την εγκατεστημένη ισχύ. Αποδέκτες της ενίσχυσης ήταν τα ηπειρωτικά αιολικά πάρκα, οι σταθμοί παραγωγής βιομάζας ή βιοαερίου, οι μικροί υδρο-ηλεκτρικοί σταθμοί, οι σταθμοί συμπαραγωγής υψηλής απόδοσης με φυσικό αέριο ή με χρήση ΑΠΕ. Η καταβολή εγγυημένης αμοιβής ανάλογα με την εγκατεστημένη ισχύ αφορούσε μόνο στους μεγάλους σταθμούς συμπαραγωγής υψηλής απόδοσης (με εγκατεστημένη ισχύ άνω των 20 MW), ενώ όλες οι άλλες τεχνολογίες ενισχύονταν μέσω του υποχρεωτικού μηχανισμού προμήθειας. Ο κρατικός προμηθευτής αγόραζε την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια σε νομοθετικά καθορισμένη τιμή, η οποία ήταν υψηλότερη της αγοραίας. Το επιπλέον αυτό κόστος καλυπτόταν από τους τελικούς χρήστες μέσω ενός τέλους επί της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Η Επιτροπή κατέληξε ότι το καθεστώς συνιστούσε κρατική ενίσχυση, καθώς παρείχε οικονομικό πλεονέκτημα στους παραγωγούς, αφού εγγυόνταν την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμή υψηλότερη από την αγοραία. Ειδικότερα, η λετονική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας έχει απελευθερωθεί ήδη από το 2007 και, συνεπώς, είναι ανοικτή στον ανταγωνισμό και μεταξύ των παραγωγών άλλων κρατών μελών, οπότε η χορήγηση οικονομικού πλεονεκτήματος στους παραγωγούς ήταν δυνατόν να στρεβλώσει τον ανταγωνισμό και να επηρεάσει το ενδοενωσιακό εμπόριο. Επιπλέον, το καθεστώς χρηματοδοτούνταν από κρατικούς πόρους, μέσω του επιβληθέντος τέλους στους τελικούς καταναλωτές, το οποίο εισέπραττε ο κρατικός προμηθευτής, που ήταν υπεύθυνος για την εν γένει διαχείριση και σωστή εφαρμογή του καθεστώτος.
Εντούτοις, η Επιτροπή έκρινε ότι το καθεστώς ήταν σύμφωνο με τις Κατευθυντήριες Γραμμές για την προστασία του περιβάλλοντος 2001-2007 (σημεία 58-65) και τις Κατευθυντήριες Γραμμές για την προστασία του περιβάλλοντος 2008-2014 (σημεία 107-111, 119 και 142) και, κατά συνέπεια, συνιστούσε συμβατή κρατική ενίσχυση, καθώς συνέβαλλε στην επίτευξη του ενεργειακού στόχου της Λετονίας για το 2020, χωρίς να στρεβλώνει υπέρμετρα τον ανταγωνισμό. Μάλιστα, η Επιτροπή δέχθηκε ότι η ύπαρξη τυχόν διακρίσεων σε βάρος των ξένων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας αντισταθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός ότι τμήμα των τελών, που έχουν εισπραχθεί για την εισαχθείσα και αναλωθείσα ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ και συμπαραγωγή, χρησιμοποιήθηκαν για επενδύσεις σε έργα εκσυγχρονισμού του δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας της Βαλτικής, ώστε να είναι συμβατό με εκείνο της υπόλοιπης Ευρώπης και να ενισχυθούν οι εισαγωγές.
Η μη εμπιστευτική έκδοση της απόφασης δημοσιεύθυκε με τον αριθμό υπόθεσης SA.43140 στο Μητρώο Κρατικών Ενισχύσεων στον ιστότοπο της ΓΔ Ανταγωνισμού, αφού διευθετήθηκαν τυχόν ζητήματα περί απορρήτου.