Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής – T-225/24

Huhtamaki Holding Sàrl/Επιτροπή – Όταν ορισμένα έγγραφα περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο της Επιτροπής, δεν είναι απαραίτητο, προκειμένου να θεωρηθούν εμπιστευτικά, να εξετάζεται εάν είναι ή ήταν συναφή για τους σκοπούς της έρευνας ή της απόδειξης της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης. Αρκεί να σημειώνεται ότι κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο των αντίστοιχων υποθέσεων

Η εταιρία Huhtamaki Sàrl με έδρα το Λουξεμβούργο ασκεί δραστηριότητες αναχρηματοδότησης, χορηγώντας έντοκα δάνεια στα μέλη του ομίλου Huhtamäki στον οποίο ανήκει. Οι δραστηριότητές της χρηματοδοτήθηκαν από άτοκο δάνειο που χορηγήθηκε το 2009 από μια εταιρεία του ιδίου με έδρα την Ιρλανδία, την Huhtamäki Ireland Limited. Κατά το ίδιο έτος, οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου συνήψαν με την Huhtamaki Sàrl τρεις φορολογικές αποφάσεις προέγκρισης (Advance Tax Agreements – ΑΤΑ), θεωρώντας ότι ήταν αποδεκτό το περιθώριο κέρδους για τις δραστηριότητες αναχρηματοδότησης, επειδή αυτό συμμορφωνόταν με την πολιτική μεταβίβασης τιμών καθώς και με τις διατάξεις του νόμου του Λουξεμβούργου περί φορολογίας εισοδήματος. Το 2013, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασίας έρευνας για το σύστημα των ATA που εφαρμόζεται στο Λουξεμβούργο (SA.37267/2013 & SA.41303/2013). Στο πλαίσιο αυτό και με βάση τις πληροφορίες που παρείχε το εν λόγω κράτος μέλος στην Επιτροπή, η τελευταία αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με τις συμφωνίες υπέρ της εταιρίας Huhtamaki Sàrl (SA.50400/2019).

Η Huhtamaki αιτήθηκε πρόσβαση στη μη εμπιστευτική έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων, την οποία αρνήθηκε η Επιτροπή, επικαλούμενη το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας του άρθρου 4 (2) του Κανονισμού 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων. Συγκεκριμένα, οι εξαιρέσεις αυτές προβλέπουν τη νόμιμη άρνηση των αρμόδιων οργάνων να παρέχουν πρόσβαση στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα για λόγους προστασίας των εμπορικών συμφερόντων τρίτων ή του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου, εκτός και αν υπερισχύει το δημόσιο συμφέρον. Κατά της απόφασης αυτής, η εταιρία Huhtamaki Sàrl άσκησε προσφυγή ακύρωσης ενώπιον του ΓεΔΕΕ, το οποίο ακύρωσε την παραπάνω άρνηση της Επιτροπής, κρίνοντας ότι τα έγγραφα τα οποία περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο υπόθεσης κρατικών ενισχύσεων που εξετάζει η Επιτροπή καλύπτονται, καταρχήν, από το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας και τις εξαιρέσεις του άρθρου 4 (2) του Κανονισμού 1049/2001 που αποκλείουν το δικαίωμα πρόσβασης των τρίτων σε αυτά· ωστόσο, όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αιτείται την πρόσβαση σε περισσότερα έγγραφα του ίδιου φακέλου, τα οποία περιέχουν διαφορετικές κατηγορίες πληροφοριών, η Επιτροπή οφείλει να τα διακρίνει στην απόφασή της και να αιτιολογήσει ειδικά για κάθε ένα από αυτά τους λόγους που αρνείται την εν όλω ή εν μέρει πρόσβαση (T-134/20).

Το 2023, η προσφεύγουσα, θυγατρική της Huhtamaki ζήτησε πρόσβαση στις εξής μη εμπιστευτικές εκδόσεις: α) του εγγράφου στο οποίο αναφέρονται οι αποδέκτες των φορολογικών αποφάσεων που εκδόθηκαν από τις αρχές του Λουξεμβούργου, β) των φορολογικών αποφάσεων που εξέδωσαν οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου για άλλες συγκρίσιμες επιχειρήσεις και γ) οποιωνδήποτε άλλων φορολογικών αποφάσεων εξέδωσαν οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου σε άλλους συγκρίσιμους φορολογούμενους σχετικά με συμβάσεις άτοκων δανείων, οι οποίες είναι διαθέσιμες στην Επιτροπή. Κατόπιν νέας άρνησης της Επιτροπής να χορηγήσει πρόσβαση στα έγγραφα, ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή ακυρώσεως.

Το ΓεΔΕΕ εξέτασε αρχικά κατά πόσον τα επίμαχα έγγραφα καλύπτονταν από το τεκμήριο εμπιστευτικότητας του άρθρου 4 (2) του Κανονισμού 1049/2001. Υπενθύμισε αρχικά ότι οι ενδιαφερόμενοι, με εξαίρεση το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της ενίσχυσης, δεν έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Ο παράγοντας αυτός πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για την ερμηνεία της εξαίρεσης του άρθρου 4 (2). Κι αυτό γιατί, εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούσαν να έχουν πρόσβαση, βάσει του Κανονισμού 1049/2001, στα έγγραφα του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής, το σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων θα μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση. Στο πλαίσιο αυτό, το δικαίωμα πρόσβασης στον διοικητικό φάκελο κατά τη διενέργεια των διαδικασιών του άρθρου 108 ΣΛΕΕ και το δικαίωμα πρόσβασης σε έγγραφα, βάσει του Κανονισμού 1049/2001, είναι μεν νομικώς διακριτά, πλην όμως οδηγούν σε συγκρίσιμη κατάσταση από λειτουργική άποψη. Ανεξάρτητα από τη νομική βάση δυνάμει της οποίας χορηγείται, η πρόσβαση στον φάκελο επιτρέπει στους ενδιαφερόμενους να λαμβάνουν όλες τις παρατηρήσεις και τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή και, κατά περίπτωση, να λαμβάνουν θέση επί των ζητημάτων αυτών στις δικές τους παρατηρήσεις, γεγονός που ενδέχεται να μεταβάλλει τη φύση της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Έτσι, υφίσταται ένα γενικό τεκμήριο ότι η αποκάλυψη των εγγράφων του διοικητικού φακέλου της Επιτροπής σε διαδικασίες ελέγχου κρατικών ενισχύσεων θα έθιγε, κατ’ αρχήν, την προστασία του σκοπού των ερευνών.

Ενόψει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε δικαιολογημένα να επικαλεστεί τη γενική αρχή της εμπιστευτικότητας, δεδομένου ότι όλες οι κατηγορίες εγγράφων που είχαν ζητηθεί αφορούσαν φορολογικές πρακτικές του Λουξεμβούργου. Όλα τα έγγραφα αποτελούσαν τμήματα των διοικητικών φακέλων για υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων για τις οποίες δεν είχε ακόμη εκδοθεί τελική απόφαση της Επιτροπής ή εκκρεμούσε ακόμη προθεσμία δικαστικής προσβολής της ενώπιον των ευρωπαϊκών δικαστηρίων. Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε ομοίως να βασιστεί σε ένα γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας που ισχύει για τα έγγραφα που αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου της διαδικασίας επανεξέτασης των κρατικών ενισχύσεων, όσον αφορά την υπονόμευση της προστασίας των στόχων των δραστηριοτήτων έρευνας και ελέγχου που προβλέπει το άρθρο 4 (2). Το γεγονός ότι ορισμένα από τα ζητούμενα έγγραφα είχαν συνταχθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας δεν είναι ικανό να μεταβάλει το εν λόγω συμπέρασμα. Περαιτέρω, ο έλεγχος που ασκεί η Επιτροπή προκειμένου να εφαρμόσει το τεκμήριο του άρθρου 4 (2) δεν την υποχρεώνει να προβαίνει σε συγκεκριμένη και ατομική εξέταση των εγγράφων, ούτε να διαπιστώνει εάν υπάρχουν άλλοι βάσιμοι λόγοι για τη μη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε μέρους τους. Τα ζητούμενα έγγραφα, στο μέτρο που καλύπτονται από το γενικό τεκμήριο εμπιστευτικότητας, εξαιρούνται εκ των προτέρων από την υποχρέωση γνωστοποίησης του περιεχομένου τους, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς αυτό να συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Όταν ορισμένα έγγραφα περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο της Επιτροπής, δεν είναι απαραίτητο, προκειμένου να θεωρηθούν εμπιστευτικά, να εξετάζεται εάν είναι ή ήταν συναφή για τους σκοπούς της έρευνας ή της απόδειξης της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης. Αρκεί να σημειώνεται ότι κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο των αντίστοιχων υποθέσεων.

Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε, κατόπιν, ότι η πρόσβαση στο φάκελο δεν θα παραβίαζε κανέναν από τους σκοπούς του άρθρου 4 (2). Το ΓεΔΕΕ, αφού επανέλαβε την προηγούμενη κρίση του περί υπονόμευσης του σκοπού των διαδικασιών του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, πρόσθεσε ότι εάν πρόσωπα διαφορετικά από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μπορούσαν να αποκτήσουν πρόσβαση σε έγγραφα βάσει του Κανονισμού 1049/2001, το σύστημα που θεσπίζει το άρθρο 108 ΣΛΕΕ ομοίως θα υπονομευόταν. Σε θέματα κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή βασίζεται σε πληροφορίες που της κοινοποιούνται από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, οι οποίες περιλαμβάνουν ευαίσθητα δεδομένα, μεταξύ των οποίων και πληροφορίες σχετικά με τις οικονομικές δραστηριότητες των επιχειρήσεων. Η δημοσιοποίηση στοιχείων του φακέλου μπορεί να επιτρέψει να προσδιορίζονται οι εταιρείες που ενδέχεται να υποβληθούν σε έρευνα και, ως εκ τούτου, να επιτρέψει την άσκηση πίεσης στις υπηρεσίες της Επιτροπής.

Εν προκειμένω, η γνώση του αντικειμένου των εγγράφων θα μπορούσε να παράσχει πληροφορίες σχετικά με ορισμένους τομείς δραστηριότητας των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων, όπως τα ονόματά τους, την οργάνωση και τις στρατηγικές τους, τις φορολογικές τους πρακτικές και τα οικονομικά τους στοιχεία. Έτσι, η Επιτροπή ορθώς είχε χαρακτηρίσει ως εμπιστευτικά ορισμένα κρίσιμα έγγραφα, δεδομένου ότι περιείχαν ιδίως μεθόδους ενδοομιλικής χρηματοδότησης, οργανωτικές δομές και στρατηγικές που ήταν γνωστές μόνο στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι τα ζητούμενα έγγραφα δεν περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο υποθέσεων που αποτελούν αντικείμενο διαδικασιών κρατικών ενισχύσεων ενώπιον της Επιτροπής ή ότι η μερική δημοσιοποίηση των εν λόγω εγγράφων δεν θα έβλαπτε τις διαδικασίες αυτές.

Ενόψει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

keyboard_arrow_up