Δεκτή αναίρεση ΔΕΗ κατά απόφασης ΓεΔΕΕ στη διαμάχη με Αλουμίνιον — C- 590/14P

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η παράταση της διάρκειας ισχύος του προτιμησιακού τιμολογίου της Αλουμίνιον της Ελλάδος θεωρείται τροποποίηση κρατικής ενίσχυσης και, συνεπώς, αποτελεί «νέα» ενίσχυση

Το 1960, η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) σύναψε με την Αλουμίνιον της Ελλάδος (ΑτΕ), ελληνική εταιρεία παραγωγής αλουμινίου, σύμβαση, δυνάμει της οποίας η πρώτη παρείχε στη δεύτερη ηλεκτρική ενέργεια με προτιμησιακό τιμολόγιο. Η σύμβαση επρόκειτο να λήξει στις 31 Μαρτίου 2006, εκτός εάν παρατεινόταν σύμφωνα με τους όρους της. Με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 1992, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο της ΑτΕ συνιστούσε συμβατή κρατική ενίσχυση.

Τον Φεβρουάριο του 2004 η ΔΕΗ γνωστοποίησε στην ΑτΕ την πρόθεσή της να καταγγείλει από 1ης Απριλίου 2006 τη σύμβαση του 1960. Η ΑτΕ αμφισβήτησε την καταγγελία της συμβάσεως ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων. Με απόφαση της 5ης Ιανουαρίου 2007, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αποφασίζοντας με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ανέστειλε προσωρινώς τις συνέπειες της εν λόγω καταγγελίας και παρέτεινε την ισχύ του προτιμησιακού τιμολογίου υπέρ της ΑτΕ. Η ΔΕΗ προσέφυγε σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, με απόφαση της 6ης Μαρτίου 2008, επικύρωσε την καταγγελία της συμβάσεως του 1960 από την έκδοση της απόφασής του.

Με απόφαση της 13ης Ιουλίου 2011, η Επιτροπή θεώρησε ότι η Ελλάδα είχε παρανόμως χορηγήσει στην ΑτΕ κρατική ενίσχυση 17,4 εκατ. ευρώ, διότι η ΑτΕ συνέχισε να επωφελείται του προτιμησιακού τιμολογίου κατά το χρονικό διάστημα από την έκδοση της απόφασης των ασφαλιστικών μέτρων (από 05.01.2007) έως την έκδοση της απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου (06.03.2008). Κατά την Επιτροπή, επρόκειτο για «νέα» ενίσχυση, η οποία, δεδομένου ότι δεν ήταν του ίδιου επιπέδου με το τιμολόγιο που ίσχυε για τους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας υψηλής τάσεως, δεν ήταν συμβατή. Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή υποχρέωσε την Ελληνική Δημοκρατία να ανακτήσει την ενίσχυση από την ΑτΕ.

Κατόπιν προσφυγής που άσκησε η ΑτΕ, το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, με απόφασή του της 8ης Οκτωβρίου 2014, κρίνοντας ότι η επίμαχη ενίσχυση πρέπει να χαρακτηριστεί ως «υφιστάμενη».

Η ΔΕΗ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, άσκησε αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου είναι νομικά εσφαλμένη. Με την υπό κρίση απόφασή του, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και αναπέμπει την υπόθεση σε αυτό προς επανεξέταση.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε κατά τρόπο εσφαλμένο τη νομολογία του ΔΕΕ και υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθώς έκρινε ότι η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων δεν συνιστά θέσπιση νέας ενισχύσεως ή τροποποίηση υφιστάμενης ενισχύσεως. Συναφώς, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η διάρκεια ισχύος της υφιστάμενης ενισχύσεως αποτελεί στοιχείο ικανό να επηρεάσει την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση της συμβατότητάς της.

Συνεπώς, η πρώτη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων των ελληνικών δικαστηρίων (απόφαση με την οποία τροποποιήθηκαν τα συμφωνηθέντα με τη σύμβαση του 1960 χρονικά όρια εφαρμογής του προτιμησιακού τιμολογίου και, συνακόλουθα, τα χρονικά όρια ισχύος υφιστάμενης ενίσχυσης) συνιστά τροποποίηση υφιστάμενης ενίσχυσης και, συνεπώς, «νέα» ενίσχυση.

Δεύτερον, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, όταν αποφάνθηκε ότι τα εθνικά δικαστήρια που αποφασίζουν με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, όπως εν προκειμένω, έχουν την ευχέρεια να μην τηρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν στο πλαίσιο του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, αντιθέτως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να μεριμνούν για την τήρηση των κανόνων δικαίου της Ένωσης σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και υπέχουν υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

Συγκεκριμένα, το εθνικό δικαστήριο, που επιλαμβάνεται διαφοράς με αντικείμενο σύμβαση που συνιστά μέτρο ενίσχυσης και αποφασίζει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, υποχρεούται να κοινοποιεί στην Επιτροπή κάθε ασφαλιστικό μέτρο που το ίδιο διατάσσει και που επηρεάζει την ερμηνεία και την εφαρμογή του μέτρου ενίσχυσης και έχει, ενδεχομένως, συνέπειες όσον αφορά είτε τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και τον ανταγωνισμό είτε απλώς τη διάρκεια ισχύος του.

http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=9ea7d0f130d68777b8b4156f42119228bf4684c3c300.e34KaxiLc3eQc40LaxqMbN4PahaRe0?text=&docid=184859&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=487089

keyboard_arrow_up