Πρόταση της Επιτροπής για τροποποίηση του κανόνα “de minimis”
De minimis ενισχύσεις
Στο Πρόγραμμα Δράσης της, η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα προσάρμοζε το πλαφόν του κανόνα “de minimis” στην οικονομική εξέλιξη, πάντα εντός των ορίων της νομολογίας του ΔΕΚ και του Πρωτοδικείου Ε.Κ., που επιτρέπουν στην Επιτροπή να έχει μόνο μικρή διακριτική ευχέρεια ως προς το ποια μέτρα συνιστούν απαγορευμένη κρατική ενίσχυση.
Η πρόταση της Επιτροπής [MEMO/06/111] στοχεύει βασικά να αυξήσει το ανώτατο όριο του κανόνα “de minimis” από τα 100.000 € στα 150.000 €, ώστε να λάβει υπόψη τον πληθωρισμό και την αύξηση του ΑΕΠ στην ΕΕ από την τελευταία φορά αύξησης του ανώτατου ορίου. Επίσης, η Επιτροπή σκοπεύει να διευρύνει, υπό προϋποθέσεις, το πεδίο εφαρμογής του κανόνα “de minimis” και στην εμπορία και επεξεργασία των γεωργικών προϊόντων, ενώ προβληματίζεται ως προς το εάν θα συμπεριλάβει επίσης και τον τομέα των μεταφορών.
Επειδή σε ορισμένες μορφές ενισχύσεων, όπως τα δάνεια, οι εγγυήσεις, τα επιχειρηματικά κεφάλαια ή οι εισφορές κεφαλαίου, είναι δύσκολο να προσδιορισθεί εκ των προτέρων το ακριβές ποσό της χορηγούμενης ενίσχυσης, καθώς αυτό εξαρτάται από τον κίνδυνο που συνδέεται με την εκάστοτε συναλλαγή, αποφασίσθηκε οι μορφές αυτές να καλύπτονται από τον κανόνα “de minimis”, μόνον εφόσον η συνολική αξία της σχετικής συναλλαγής δεν υπερβαίνει το νέο ανώτατο όριο. Σύμφωνα και με τη γενικότερη θέση της Επιτροπής ως προς την κατά κατηγορίες εξαίρεση ορισμένων περιφερειακών ενισχύσεων, το πεδίο εφρμογής του κανόνα “de minimis” θα πρέπει να περιορισθεί σε διαφανείς μορφές ενίσχυσης, όπου είναι δυνατόν να προσδιορισθεί εκ των προτέρων το ακριβές ποσό της ενίσχυσης.
Η πρόταση αποσαφηνίζει επίσης την έκταση κατά την οποία τα κράτη μέλη μπορούν να επικαλούνται τον κανόνα “de minimis”, όταν αντιμετωπίζουν εντολή της Επιτροπής να ανακτήσουν παράνομη ενίσχυση. Τέλος, η πρόταση της Επιτροπής αποσαφηνίζει και τις απαιτήσεις για τον έλεγχο της εφαρμογής του κανόνα “de minimis” (π.χ. η τριετής περίοδος θα υπολογίζεται πλέον επί τη βάσει των οικονομικών ετών κάθε κράτους μέλους και όχι των ημερολογιακών ετών).