Αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία και μεταγενέστερα στοιχεία – C-758/21 P

Ryanair και Airport Marketing Services Ltd/Επιτροπή – Για να διαπιστωθεί η πλήρωση της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία, λαμβάνονται υπόψη μόνον τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης για τη χορήγηση του μέτρου

Το αεροδρόμιο Klagenfurt (KLU) βρίσκεται στα περίχωρα της πόλης Klagenfurt, η οποία είναι η πρωτεύουσα της αυστριακής επαρχίας της Καρινθίας. Το KLU ανήκει από το 1939 στην εταιρία Kärntner Flughafen Betriebsgesellschaft mbH (KFBG). Μέτοχοι της KFBG είναι, από το 2003, η επαρχία της Καρινθίας (80%) και ο δήμος του Klagenfurt (20%). Η KFBG έχει μια εξ ολοκλήρου θυγατρική εταιρία, την Destinations Management GmbH (DMG), η οποία ενήργησε ως σύμβουλος για την προσέλκυση αεροπορικών εταιριών στον αερολιμένα KLU.

Το 2002 και το 2006, η αεροπορική εταιρία Ryanair, η θυγατρική της, Ryanair Airport Marketing Services Ltd (AMS), η οποία παρέχει υπηρεσίες μάρκετινγκ, και δραστηριοποιείται ιδίως στην πώληση διαφημιστικού χώρου στην ιστοσελίδα της Ryanair, καθώς και η θυγατρική της, Ryanair FR Financing (Malta) Ltd, πρώην Leading Verge.com Limited (LV), η οποία αναπτύσσει διαδικτυακές τουριστικές ιδέες, σύναψαν διάφορες συμφωνίες με τους φορείς εκμετάλλευσης του αεροδρομίου KLU, δηλαδή την ΚFBG και την DMG. Στις συμφωνίες αυτές προβλεπόταν η καταβολή σταθερής ετήσιας πληρωμής στην LV και ετήσιας αμοιβής στην AMS για την παροχή υπηρεσιών μάρκετινγκ.

To 2005, η KFBG άρχισε να εφαρμόζει καθεστώς παροχής κινήτρων υπό μορφή ποσοστιαίας έκπτωσης επί ορισμένων τελών αερολιμένα για τις αεροπορικές εταιρίες που εκτελούσαν δρομολόγια από και προς τον αερολιμένα του Klagenfurt, με στόχο την προώθηση της δημιουργίας νέων προορισμών πτήσεων, την εντατικοποίηση της εξυπηρέτησης των υφιστάμενων ανταποκρίσεων καθώς και την αύξηση της συχνότητας και την ενίσχυση της αξιοπιστίας των ανταποκρίσεων πτήσεων. Βάσει αυτού, η Ryanair επωφελήθηκε από την καταβολή σταθερού ποσού 7,62 ευρώ ανά αναχωρούντα επιβάτη, το οποίο αφαιρούνταν από τα αερολιμενικά τέλη που όφειλε η τελευταία. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο αερολιμένας του KLU χρηματοδοτήθηκε μέσω επιδοτήσεων από τους μετόχους της KFBG, την επαρχία της Καρινθίας και τον δήμο του Klagenfurt, προκειμένου να καλύψει τις ετήσιες λειτουργικές ζημίες των KFBG και DMG, οι οποίες προέκυπταν από τις δαπάνες που σχετίζονταν με τις προαναφερόμενες συμφωνίες εμπορικής προώθησης.

Το 2007, η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας και εξέδωσε απόφαση, το 2016, με την οποία έκρινε ότι το καθεστώς κινήτρων και οι συμφωνίες χρηματοδότησης υπηρεσιών μάρκετινγκ των ετών 2002 και 2006 συνιστούσαν παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις, διατάσσοντας την ανάκτησή τους (SA.24221). Κύρια επιχειρηματολογία της Επιτροπής ήταν ότι δεν πληρούνταν το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή και άρα χορηγούνταν πλεονέκτημα στην Ryanair, όπως προέκυπτε κατόπιν μίας εκ των προτέρων ανάλυσης αποδοτικότητας.

Οι τρεις ως άνω εταιρείες άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ, η οποία απορρίφθηκε, με κύρια επιχειρηματολογία ότι, κατά την εκ των προτέρων ανάλυση της αποδοτικότητας μιας εμπορικής συμφωνίας που συνάπτεται μεταξύ ενός αερολιμένα και μίας αεροπορικής εταιρίας, προκειμένου να κριθεί εάν πληρούται το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία, δεν λαμβάνεται υπόψη ως πρόσθετο έσοδο τυχόν δημόσια χρηματοδότηση που λαμβάνει ο αερολιμένας, για να καλύψει τις ζημίες του που προκαλούνται από την επίμαχη συμφωνία (T-448/18). Κατόπιν τούτου, ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΕ (C-758/21 P).

Το ΔΕΕ, αφού απέρριψε ουσιαστικά επιχειρήματα των αναιρεσειουσών, αξιολόγησε τον ισχυρισμό περί παραγραφής της εξουσίας ανάκτησης, σε ό,τι αφορά ορισμένες συμφωνίες του 2002. Εξετάζοντας το σκεπτικό του ΓεΔΕΕ περί διακοπής της παραγραφής, έκρινε ότι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των αναιρεσειουσών, ουδέποτε είχε κριθεί από το ΓεΔΕΕ πως κάθε αίτηση παροχής πληροφοριών από την Επιτροπή αρκεί για τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής, ανεξαρτήτως του πόσο αόριστη ή ευρέως διατυπωμένη είναι και χωρίς καν να περιέχει ειδική ένδειξη σχετικά με μέτρο που ενδέχεται να συνιστά κρατική ενίσχυση, ή χωρίς καν να γνωρίζει η Επιτροπή την ύπαρξη ενδεχόμενης ενίσχυσης. Αντιθέτως, το ΓεΔΕΕ είχε ορθώς κρίνει ότι μόνο ένα μέτρο που ελήφθη «σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση» μπορεί να συνιστά μέτρο που διακόπτει την παραγραφή, κατά το άρθρο 17 (2) του Κανονισμού 2015/1589. Στην ένδικη υπόθεση, το μέτρο αυτό είχε προσδιοριστεί από τη στιγμή της διαβίβασης από την Επιτροπή στην Αυστρία της καταγγελίας που είχε υποβληθεί. Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΕΕ απέρριψε τον ισχυρισμό ότι την προθεσμία παραγραφής διακόπτει μόνο ο απολύτως συγκεκριμένος προσδιορισμός των συμφωνιών που θα περιληφθούν στην επίσημη διαδικασία έρευνας, καθώς μία τέτοια ερμηνεία θα έθιγε δυσανάλογα τις εξουσίες έρευνας της Επιτροπής, ιδίως σε υποθέσεις παράνομων ενισχύσεων, όπως η ένδικη, όπου η Επιτροπή διαθέτει εξ ορισμού λιγότερες πληροφορίες.

H Ryanair ισχυρίστηκε, στη συνέχεια, ότι η Επιτροπή, προκειμένου να καθορίσει το ποσό της προς ανάκτηση ενίσχυσης όφειλε να λάβει υπόψη ex post στοιχεία περιλαμβανόμενα στον φάκελο κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίδικης αποφάσεως, αντί να στηριχθεί στα ex ante αποδεικτικά στοιχεία. Στο πλαίσιο αυτό, υποστήριξε ότι οι δαπάνες και τα έσοδα που αναμένονταν για τον αερολιμένα του Klagenfurt κατά τον χρόνο της ολοκληρώσεως της συναλλαγής αποδείχθηκαν τελικά διαφορετικά από εκείνα που μπορούσαν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο που η συναλλαγή έλαβε χώρα. Το ΔΕΕ απέρριψε την εν λόγω συλλογιστική, υπενθυμίζοντας ότι κρίσιμα στοιχεία για την εφαρμογή του ιδιώτη επενδυτή είναι μόνο τα στοιχεία που ήταν διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά το χρόνο λήψης της απόφασης για την χορήγηση του μέτρου. Στοιχεία μεταγενέστερα του χρόνου λήψης του επίμαχου μέτρου δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία. Το κράτος μέλος είχε, εν προκειμένω, την δυνατότητα να αποδείξει ότι μέρος της προς ανάκτηση ενίσχυσης μπορούσε να μην ανακτηθεί, εφόσον συμφωνία της οποία η ισχύς δεν είχε τεθεί σε ισχύ και δεν είχε καταβληθεί η ενίσχυση στο δικαιούχο, με αποτέλεσμα να μην του χορηγείται οικονομικό πλεονέκτημα.

Η Ryanair είχε ισχυριστεί ότι η εν λόγω νομολογία έχει εφαρμογή μόνο σε κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή εγγυήσεων. Το ΔΕΕ απέκρουσε τον εν λόγω ισχυρισμό, με την αιτιολογία ότι δεν είναι η φύση της εξεταζόμενης ενίσχυσης, αλλά η ίδια η εφαρμογή της αρχής του ιδιώτη επιχειρηματία η οποία επιβάλλει την υποχρέωση να λαμβάνονται υπόψη μόνον τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα και οι εξελίξεις που ήταν δυνατόν να προβλεφθούν κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης για τη χορήγηση του επίμαχου μέτρου, ώστε να διαπιστωθεί η ύπαρξη πλεονεκτήματος.

Περαιτέρω, το ΔΕΕ απέρριψε ισχυρισμό των αναιρεσειουσών, σχετικά με την ανάγκη να επανεκτιμηθεί το πλεονέκτημα που λάμβαναν από τις επίμαχες συμφωνίες, σε συνάρτηση με τα πραγματικά οικονομικά αποτελέσματα των οικείων συμφωνιών για τα μετέχοντα μέρη. Τούτο, διότι η ανάκτηση παράνομης ενίσχυσης συνεπάγεται την επιστροφή του πλεονεκτήματος που έλαβε ο δικαιούχος της, και όχι την επιστροφή του τυχόν οικονομικού οφέλους που αυτός αποκόμισε από την εκμετάλλευση του συγκεκριμένου πλεονεκτήματος.

Ενόψει των ανωτέρω, το ΔΕΕ απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως.

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=280063&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=8298939

keyboard_arrow_up