Αποζημίωση βάσει απόφασης διαιτητικού δικαστηρίου – ΔΕΕ C-638/19 P

Η επιδίκαση αποζημίωσης από διαιτητικό δικαστήριο λόγω κατάργησης καθεστώτος ενισχύσεων από το κράτος μέλος λογίζεται και αυτή ως ενίσχυση, χρόνος δε χορήγησής της θεωρείται ο χρόνος έκδοσης της διαιτητική απόφασης, καθώς τότε θεωρείται ότι αποκτάται βέβαιο δικαίωμα λήψης της ενίσχυσης (Υπόθεση Micula)

Το 2002, η Σουηδία και η Ρουμανία σύναψαν Διμερή επενδυτική Συμφωνία (στο εξής: ΔΕΣ) για την προώθηση και την αμοιβαία προστασία των επενδύσεων, σύμφωνα με τους όρους της οποίας οι διαφορές μεταξύ των επενδυτών και των συμβαλλόμενων χωρών επιλύονται από διαιτητικό δικαστήριο βάσει της σύμβασης ICSID για τον διακανονισμό διαφορών από επενδύσεις μεταξύ κρατών και υπηκόων άλλων κρατών της 18ης Μαρτίου 1965.

Το 2005, η Ρουμανία, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για την προσχώρησή της στην ΕΕ, κατήργησε ένα εθνικό καθεστώς φορολογικών κινήτρων υπέρ ορισμένων επενδυτών σε μειονεκτούσες περιοχές, προκειμένου να συμμορφωθεί με το δίκαιο κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ. Ορισμένοι Σουηδοί επενδυτές, διεκδικώντας την καταβολή αποζημίωσης για τη ζημία που θεώρησαν πως υπέστησαν από την κατάργηση του επίμαχου καθεστώτος, προσέφυγαν στο διαιτητικό δικαστήριο βάσει της προαναφερόμενης ΔΕΣ. Μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας, το διαιτητικό δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή των επενδυτών και υποχρέωσε τη Ρουμανία να τους καταβάλει αποζημίωση, ύψους περίπου 178 εκατομμυρίων ευρώ.

Λαμβάνοντας γνώση της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση για την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, επιβάλλοντας, παράλληλα, στη Ρουμανία να μην προβεί στην εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, καθώς έκρινε ότι υπήρχε κίνδυνος χορήγησης «νέας» ενίσχυσης κατά παράβαση του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (SA.38517/2014). Ωστόσο, οι ρουμανικές αρχές δεν συμμορφώθηκαν με την απόφαση της Επιτροπής και άρχισαν να καταβάλουν σταδιακά την επιδικασθείσα αποζημίωση στους ενδιαφερόμενους. Μετά το πέρας της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή έκρινε, τελικά, ότι η εν λόγω αποζημίωση συνιστά παράνομη και μη συμβατή κρατική ενίσχυση και διέταξε την ανάκτηση των ήδη καταβληθέντων ποσών (SA.38517/2015).

Οι Σουηδοί επενδυτές προσέφυγαν ενώπιον του ΓεΔΕΕ, με σκοπό την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι αυτή δεν είχε αρμοδιότητα στην έκδοση της επίδικης απόφασης, στο μέτρο που η αποζημίωση αφορούσε μέτρα που προϋφίσταντο της προσχώρησης της Ρουμανίας στην ΕΕ. Το ΓεΔΕΕ έκανε δεκτή την εν λόγω προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, λαμβάνοντας ως χρόνο καταβολής των επίμαχων ενισχύσεων την ημερομηνία κατάργησης του καθεστώτος φορολογικών κινήτρων, δηλαδή πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην ΕΕ, οπότε έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε ratione temporis αρμοδιότητα να εξετάσει το επίμαχο μέτρο (ΓεΔΕΕ T‑624/15, T‑694/15 και T‑704/15).

Κατά της απόφασης αυτής, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση, θεωρώντας ότι το ΓεΔΕΕ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ως προς την αρμοδιότητά της βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η κρατική ενίσχυση χορηγήθηκε κατά την ημερομηνία της πραγματικής καταβολής της αποζημίωσης σε εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης, επειδή το δικαίωμα αποζημίωσης γεννήθηκε κατά την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση αυτή κατέστη εκτελεστή κατά το εθνικό δίκαιο της Ρουμανίας.

Το Τμήμα Μείζονος Συνθέσεως του ΔΕΕ έκρινε ότι καθοριστικό στοιχείο για να διαπιστωθεί το χρονικό σημείο χορήγησης της ενίσχυσης είναι η απόκτηση από τους δικαιούχους βέβαιου δικαιώματος λήψης της και η αντίστοιχη δέσμευση του κράτους να τη χορηγήσει, αφού ήδη σε αυτό το χρονικό σημείο μπορεί το εν λόγω μέτρο να προκαλέσει στρέβλωση του ανταγωνισμού, ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ. Εν προκειμένω, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι η κατάργηση του καθεστώτος φορολογικών κινήτρων από τη Ρουμανία αποτελεί απλώς το γενεσιουργό γεγονός της επελθούσης ζημίας, ενώ το δικαίωμα αποκατάστασης της ζημίας χορηγήθηκε εκ των υστέρων με τη διαιτητική απόφαση, η οποία όχι μόνον διαπίστωσε την ύπαρξη αυτού του δικαιώματος, αλλά προσδιόρισε και το ύψος της αποζημίωσης. Όπως σημείωσε το ΔΕΕ, η αποζημίωση αποσκοπεί μεν στην εν μέρει αποκατάσταση της ζημίας την οποία οι επενδυτές ισχυρίζονται ότι υπέστησαν πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας στην ΕΕ, ωστόσο η πραγματική καταβολή της αποζημίωσης επιτεύχθηκε μόνο μετά το πέρας της διαιτητικής διαδικασίας.

Επομένως, το ΔΕΕ έκρινε ότι, εφόσον το επίμαχο μέτρο (αποζημίωση) χορηγήθηκε μετά την προσχώρηση της Ρουμανίας στην ΕΕ, το ΓεΔΕΕ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή δεν είχε ratione temporis αρμοδιότητα να εκδώσει την επίδικη απόφαση βάσει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Ωστόσο, το ΔΕΕ δεν αποφάνθηκε επί του ουσιαστικού ζητήματος εάν η επιδικασθείσα με τη διαιτητική απόφαση αποζημίωση μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση ή όχι, καθώς έκρινε ότι, εφόσον αυτό δεν εξετάστηκε από το ΓεΔΕΕ, εκφεύγει της αρμοδιότητάς του. Επ’ αυτού, το ΔΕΕ σημείωσε ότι η αρμοδιότητα της Επιτροπής, σε καμία περίπτωση, δεν εξαρτάται από την έκβαση της εξέτασης του εν λόγω ζητήματος, αφού ο προληπτικός έλεγχος που ασκεί αυτή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, έχει, μεταξύ άλλων, ως αντικείμενο να διαπιστωθεί αν συντρέχει περίπτωση χορήγησης κρατικής ενίσχυσης.

Περαιτέρω, το ΔΕΕ έκρινε ότι το ΓεΔΕΕ όφειλε να λάβει υπόψη του την απόφαση του ΔΕΕ στη σχετική υπόθεση C‑284/16 (Achmea), προκειμένου να διαπιστώσει ότι, εφόσον η αποζημίωση δεν αφορούσε αποκλειστικώς τις ζημίες που ισχυρίζονται οι επενδυτές ότι υπέστησαν πριν από την προσχώρηση της Ρουμανίας, τυγχάνουν εφαρμογής τα άρθρα 267 και 344 ΣΛΕΕ. Οι εν λόγω διατάξεις της ΣΛΕΕ δεν επιτρέπουν την εφαρμογή διάταξη διεθνούς συμφωνίας μεταξύ κρατών μελών, δυνάμει της οποίας επενδυτής προερχόμενος από το ένα κράτος μέλος μπορεί, σε περίπτωση διαφοράς που αφορά επενδύσεις σε άλλο κράτος μέλος, να κινήσει διαδικασία κατά του δεύτερου αυτού κράτους μέλους ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου, του οποίου τη δικαιοδοσία το εν λόγω κράτος μέλος έχει αναλάβει την υποχρέωση να αποδεχθεί και το οποίο δεν εντάσσεται στο δικαιοδοτικό σύστημα της ΕΕ. Κατά το ΔΕΕ, η συναίνεση που παρέχει ένα κράτος βάσει τέτοιας συμφωνίας παύει να ισχύει μετά την προσχώρησή της στην ΕΕ.

Βάσει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης της Επιτροπής και ανέπεμψε την υπόθεση στο ΓεΔΕΕ, προκειμένου να αποφανθεί επί των προβληθέντων ενώπιόν του λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων.

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=496C0020326EDAF51556A864A92F8F92?text=&docid=252641&pageIndex=0&doclang=el&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=730630

keyboard_arrow_up