Casino de Spa κ.ά – Όταν η απαλλαγή από τον ΦΠΑ, της οποίας έτυχαν ορισμένες επιχειρήσεις, συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση, ο υποκείμενος στον φόρο, ο οποίος δεν έτυχε τέτοιας απαλλαγής, δεν μπορεί να λάβει, υπό τη μορφή αποζημίωσης, ποσό ίσο προς τον ΦΠΑ τον οποίο κατέβαλε
Αποζημίωση αποκλεισθέντος από παράνομη κρατική ενίσχυση – C-741/22
Η Casino de Spa και 26 άλλες εταιρείες αποτελούν την Ενιαία Οντότητα ΦΠΑ ‘Gaming Ardent’ και παρέχουν διαδικτυακά παίγνια. Η δραστηριότητα αυτή απαλλασσόταν από τον ΦΠΑ στο Βέλγιο έως την 1η Ιουλίου 2016, οπότε θεσπίστηκαν διατάξεις με τις οποίες καταργήθηκε η απαλλαγή από τον ΦΠΑ των διαδικτυακών τυχερών παιγνίων πλην των λαχείων. Ωστόσο, το 2018, οι νεότερες αυτές διατάξεις ακυρώθηκαν από το Βελγικό Συνταγματικό Δικαστήριο λόγω παράβασης των κανόνων του βελγικού δικαίου περί κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ του βελγικού ομοσπονδιακού κράτους και των βελγικών περιφερειών. Πάντως, το Συνταγματικό Δικαστήριο όρισε μία μεταβατική περίοδο, βάσει της οποίας ήταν νόμιμος ο ΦΠΑ που επιβλήθηκε για την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2016 έως τις 21 Μαΐου 2018.
Το 2019, η βελγική φορολογική αρχή καταλόγισε στην Gaming Ardent ποσό ΦΠΑ 29.328.370,36 ευρώ, πλέον προστίμων και τόκων για το παραπάνω μεταβατικό χρονικό διάστημα. Μετά από μερική απόρριψη της διοικητικής της ένστασης, η Gaming Ardent προσέφυγε στο πρωτοδικείο της Λιέγης, αμφισβητώντας τη νομιμότητα του παραπάνω ποσού. Το διοικητικό πρωτοδικείο της Λιέγης απέστειλε στο ΔΕΕ συνολικά έξι προδικαστικά ερωτήματα. Μεταξύ αυτών, ρώτησε για τα εξής ζητήματα κρατικών ενισχύσεων: α) εάν η απαλλαγή της αγοράς λαχνών από τον ΦΠΑ και η εξαίρεση από την απαλλαγή αυτή των λοιπών τυχερών παιγνίων που παρέχονται μέσω διαδικτύου συνιστούν μη συμβατή κρατική ενίσχυση και β) εάν η υποχρέωση των κρατών μελών να μεριμνούν για την προστασία των δικαιωμάτων των ιδιωτών που θίγονται από την παράνομη εφαρμογή κρατικής ενίσχυσης, η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας και η αρχή της φορολογικής ουδετερότητας, έχουν την έννοια ότι ο υποκείμενος στον φόρο μπορεί να λάβει ως αποζημίωση, ποσό ίσο προς τον καταβληθέντα ΦΠΑ, όταν η απαλλαγή από τον φόρο αυτόν της οποίας έτυχαν άλλες επιχειρήσεις συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση.
Το ΔΕΕ αποφάσισε να εξετάσει πρώτα το δεύτερο ερώτημα και υπενθύμισε αρχικά τη νομολογία του περί του ρόλου των εθνικών δικαστηρίων στην εφαρμογή του άρθρου 108 (3) ΣΛΕΕ. Επεσήμανε ότι είναι πιθανό ένα εθνικό δικαστήριο να πρέπει να αποφανθεί επί αιτήματος αποκατάστασης ζημίας που προκλήθηκε λόγω του παράνομου χαρακτήρα ενός μέτρου ενίσχυσης και, άρα, να κάνει δεκτή αγωγή αποζημίωσης για ζημία που υπέστη ανταγωνιστής του δικαιούχου της παράνομης κρατικής ενίσχυσης. Ωστόσο, ο ενδεχόμενος παράνομος χαρακτήρας της απαλλαγής από τον φόρο δεν θίγει τη νομιμότητα της φορολογικής επιβάρυνσης αυτής καθεαυτής, με αποτέλεσμα οι υπόχρεοι στον φόρο να μην δύνανται να προβάλουν ότι η απαλλαγή της οποίας απολαύουν άλλα πρόσωπα συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση, προκειμένου οι ίδιοι να απαλλαγούν από την καταβολή του φόρου αυτού. Αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι η απαλλαγή από τον ΦΠΑ, της οποίας έτυχαν ορισμένες επιχειρήσεις, συνιστά κρατική ενίσχυση, η χορήγηση, υπό τη μορφή αποζημίωσης, σε υποκείμενο στον φόρο ο οποίος κατέβαλε τον φόρο αυτόν ποσού ίσου προς τον καταβληθέντα ΦΠΑ θα είχε ακριβώς ως αποτέλεσμα να παράσχει στον υποκείμενο στον φόρο τη δυνατότητα να μην καταβάλει τον εν λόγω φόρο. Ως εκ τούτου, βάσει του άρθρου 108 (3) ΣΛΕΕ, όταν η απαλλαγή από τον ΦΠΑ της οποίας έτυχαν ορισμένες επιχειρήσεις συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση, ο υποκείμενος στον φόρο ο οποίος δεν έτυχε τέτοιας απαλλαγής δεν μπορεί να λάβει, υπό τη μορφή αποζημίωσης, ποσό ίσο προς τον ΦΠΑ τον οποίο κατέβαλε.
Επί του παραπάνω πρώτου ερωτήματος, το ΔΕΕ έκρινε ότι παρέλκει η εξέτασή του, δεδομένης της απάντησης στο δεύτερο ερώτημα.