Δεν υπάρχει μεταβίβαση κρατικών πόρων στη χορήγηση αδειών στάθμευσης σε επιχειρήσεις ταξί με αποκλειστικό σκοπό τη μεταφορά χρηστών με μειωμένη κινητικότητα, εφόσον η χορήγηση γίνεται σε σταθερή βάση και δωρεάν και, άρα, το κράτος επέλεξε να μην τις εκμεταλλευθεί εμπορικά
Απουσία κρατικών πόρων σε χορήγηση δωρεάν αδειών στάθμευσης – SA.109742
Σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, πριν το 2014, οι επιχειρήσεις ταξί μπορούσαν να λαμβάνουν δωρεάν άδειες στάθμευσης, οι οποίες ήταν μεταβιβάσιμες. Μετά από μία νομοθετική μεταρρύθμιση του 2014, οι άδειες στάθμευσης χορηγούνταν δωρεάν μόνο σε ιδιώτες αυστηρά για προσωπική χρήση και μη μεταβιβάσιμες. Κατ’ εξαίρεση, μόνον οι άδειες που είχαν εκδοθεί για τα ταξί πριν από το 2014 μπορούσαν να μεταβιβαστούν έναντι αντιτίμου. Έτσι, οι λοιπές επιχειρήσεις ταξί θα έπρεπε να πληρώνουν πλέον για να λάβουν άδειες στάθμευσης.
Το 2023, προβλέφθηκε η έκδοση ορισμένων ειδικών αδειών στάθμευσης ταξί, με αποκλειστικό σκοπό τη μεταφορά χρηστών με μειωμένη κινητικότητα, ιδίως για να διεκολυνθούν οι ανάγκες των Ολυμπιακών Αγώνων του 2024. Κατά τα λοιπά, οι άδειες αυτές χορηγούσαν τα ίδια δικαιώματα και εκδίδονταν με τους ίδιους όρους σε σχέση με τις κοινές άδειες. Η εταιρεία Hype S.A υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, με την οποία ισχυρίστηκε ότι οι ειδικές αυτές άδειες συνιστούσαν παράνομη και μη συμβατή κρατική ενίσχυση, καθώς απάλλασσαν τους ιδιοκτήτες ταξί από την υποχρέωση να πληρώνουν για την απόκτησή τους και, άρα, τους χορηγούσε επιλεκτικό πλεονέκτημα.
Η Επιτροπή εξέτασε αρχικά την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης και συγκεκριμένα το κριτήριο της μεταβίβασης κρατικών πόρων. Διευκρίνισε αρχικά ότι πρέπει να εξακριβωθεί εάν οι επίμαχες άδειες συνεπάγονται παραίτηση από κρατικά έσοδα ή μείωση του κρατικού προϋπολογισμού και αν υπάρχει επαρκώς άμεση σχέση μεταξύ αυτής της παραίτησης ή μείωσης του προϋπολογισμού και οποιουδήποτε πλεονεκτήματος που χορηγείται στους δικαιούχους των αδειών, με βάση τους κανόνες που ορίζονται στις παραγράφους 53 και 54 της Ανακοίνωσης του 2016 για την έννοια της κρατικής ενίσχυσης[1]. Η Επιτροπή σημείωσε ότι, εξεταζόμενες από κοινού, οι παράγραφοι αυτές, προκειμένου να υπάρχει απώλεια κρατικών εσόδων, προϋποθέτουν σωρευτικά ότι: α) χορηγείται πρόσβαση σε δημόσια περιουσία ή σε φυσικούς πόρους του κράτους ή χορηγούνται ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα και β) υπάρχει αγορά από την οποία θα προέκυπτε η σχετική τιμή της αγοράς.
Εφαρμόζοντας τις σωρευτικές αυτές προϋποθέσεις, η Επιτροπή παρατήρησε αρχικά ότι οι επίμαχες άδειες χορηγούνταν ήδη από το 1995 σε σταθερή βάση και δωρεάν στους δικαιούχους τους, νομικά και φυσικά πρόσωπα, ενώ θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι ο αριθμός των αδειών στάθμευσης είναι από την φύση τους εξαρχής περιορισμένες και δεν μπορούν, δηλαδή, να χορηγηθούν άπειρες άδειες. Έτσι, ακόμα κι αν γίνει δεκτό ότι η χορήγηση των επίμαχων αδειών μπορεί να θεωρηθεί ως πρόσβαση σε δημόσια περιουσία, εντούτοις δεν πληρούται η προϋπόθεση της ύπαρξης αγοράς. Στο μέτρο που οι επίμαχες άδειες χορηγούνταν δωρεάν για όλους τους δικαιούχους, είναι σαφές ότι απουσιάζει το στοιχείο της αμοιβής, άρα δεν μπορεί να ανευρεθεί η τιμή της αγοράς. Διατηρώντας ένα σύστημα με το οποίο όλες οι άδειες είναι δωρεάν, η Γαλλία επέλεξε να μην τις εκμεταλλευθεί εμπορικά. Ακόμη και μετά τη νομοθετική μεταρρύθμιση του 2023, απαγορεύεται ρητά η μεταβίβαση των επίμαχων αδειών, ενώ η εφαρμογή των σχετικών κανόνων εποπτεύεται από το γαλλικό δημόσιο, γεγονότα που αποκλείουν την ύπαρξη αγοράς.
Επομένως, από τη στιγμή που δεν πληρούται η προϋπόθεση της ύπαρξης αγοράς, δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι παράγραφοι 53 και 54. Έτσι, δεν είναι καν απαραίτητο να διαπιστωθεί εάν το κράτος ενεργεί ως ρυθμιστής και εάν, με τον τρόπο αυτόν, αποφάσισε νομίμως να μην μεγιστοποιήσει τα έσοδα που θα μπορούσαν κανονικά να είχαν εισπραχθεί, χωρίς να παραβιάσει τους κανόνες κρατικών ενισχύσεων. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ελέγξει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις σχετικά με: α) την ύπαρξη σαφούς σχέσης μεταξύ της επίτευξης του ρυθμιστικού στόχου και της παραίτησης από τα έσοδα και β) της αμερόληπτης μεταχείρισης των ενδιαφερόμενων φορέων εκμετάλλευσης.
Η Επιτροπή σημείωσε πως η ανάλυση αυτή είναι σύμφωνη με την κρίση του ΔΕΕ στην υπόθεση Eventech (C-518/13), με την οποία είχε διαπιστωθεί ότι, εφόσον οι λωρίδες οδικής κυκλοφορίας γενικώς και οι λωρίδες λεωφορείων ειδικώς δεν υπόκεινται σε καμία οικονομική εκμετάλλευση από τις δημόσιες αρχές (δεδομένου ότι η χρήση των εν λόγω λωρίδων ήταν δωρεάν), τότε οι δημόσιες αρχές δεν στερούνταν των εσόδων που θα εισέπρατταν εάν δεν υπήρχε η πολιτική μη επιβολής τελών χρήσης για τις εν λόγω λωρίδες κυκλοφορίας. Αντίστοιχα με την απόφαση αυτήν του ΔΕΕ και με δεδομένη τη δωρεάν σταθερή χορήγηση των επίμαχων αδειών, δεν συνέτρεχε καμία παραίτηση από κρατικά έσοδα, εφόσον δεν ήταν δυνατή η οικονομική εκμετάλλευση των αδειών.
Περαιτέρω, η Επιτροπή απέρριψε τον ισχυρισμό της καταγγέλλουσας περί ύπαρξης κρατικών πόρων με βάση την κρίση του ΔΕΕ στην υπόθεση Επιτροπή/Κάτω Χώρες (C-279/08). Σημείωσε ότι, στην υπόθεση εκείνη, οι ολλανδικές εταιρείες όφειλαν να κατέχουν ορισμένες άδειες εκπομπών, τις οποίες πλήρωναν για να αποκτήσουν. Έτσι, η χορήγηση ορισμένων δωρεάν αδειών κατέληγε σε απώλεια εσόδων για το ολλανδικό δημόσιο, σε αντίθεση με την επίμαχη υπόθεση όπου όλες οι άδειες χορηγούνταν δωρεάν.
Επιπλέον, στην υπόθεση Prestige και Limousine (C‑50/21), είχε διαπιστωθεί από το ΔΕΕ ότι κανονιστική ρύθμιση που υποχρεώνει τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών μίσθωσης οχημάτων με οδηγό να λάβουν συμπληρωματική άδεια και, ταυτόχρονα, περιόριζε τον αριθμό των υφιστάμενων αδειών αυτού του είδους σε ποσοστό 1/30 των αδειών ταξί, δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, διότι δεν επρόκειτο για μέτρο χρηματοδοτούμενο με κρατικούς πόρους. Κατ’ αναλογία με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή έκρινε, στην παρούσα υπόθεση, ότι ο περιορισμός του αριθμού των επίμαχων αδειών δεν συνεπάγεται θετική μεταφορά κρατικών πόρων, ούτε συνάγεται μείωση του γαλλικού προϋπολογισμού ή συγκεκριμένος οικονομικός κίνδυνος επιβολής επιβαρύνσεων σε αυτόν.
Τέλος, η Επιτροπή σημείωσε ότι, ελλείψει οικονομικής εκμετάλλευσης των επίμαχων αδειών από το γαλλικό δημόσιο και ελλείψει οποιουδήποτε ελέγχου του γαλλικού δημοσίου, ακόμη και οι μεταβιβάσεις που είχαν γίνει πριν το 2014 ήταν καθαρά συναλλαγές μεταξύ ιδιωτών και δεν προέκυπτε καμία μεταφορά κρατικών πόρων υπέρ των δικαιούχων. Το γεγονός αυτό επιρρωνύεται από την απουσία νομικής υποχρέωσης για την κατοχή των επίμαχων αδειών.
Στη βάση αυτή, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστατο μεταβίβαση κρατικών πόρων και, άρα, δεν ετίθετο ζήτημα κρατικής ενίσχυσης.
[1] Οι επίμαχες αυτές παράγραφοι έχουν ως εξής:
«53. Η παροχή πρόσβασης σε δημόσια περιουσία ή σε φυσικούς πόρους ή η χορήγηση ειδικών ή αποκλειστικών δικαιωμάτων χωρίς επαρκή αποζημίωση σύμφωνα με τις τιμές της αγοράς μπορεί να συνιστά απώλεια κρατικών εσόδων (όπως και χορήγηση πλεονεκτήματος).
54. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να καθοριστεί κατά πόσον το Δημόσιο, εκτός από τον ρόλο του διαχειριστή της οικείας δημόσιας περιουσίας, δρα και ως ρυθμιστής που επιδιώκει στόχους πολιτικής, εξαρτώντας τη διαδικασία επιλογής των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων από ποιοτικά κριτήρια (τα οποία καθορίζονται εκ των προτέρων με διαφανή και αμερόληπτο τρόπο). Όταν το Δημόσιο ενεργεί ως ρυθμιστής, μπορεί να αποφασίσει νόμιμα να μην μεγιστοποιήσει τα έσοδα που θα μπορούσαν να είχαν άλλως επιτευχθεί, χωρίς να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι φορείς αντιμετωπίζονται σύμφωνα με την αρχή της μη εισαγωγής διακρίσεων και ότι υπάρχει εγγενής σχέση μεταξύ της επίτευξης του ρυθμιστικού σκοπού και της απώλειας κρατικών εσόδων».



