Danske Fragtmænd/Επιτροπή – Απλώς και μόνον η απώλεια πελατείας ανταγωνίστριας επιχείρησης υπέρ της δικαιούχου ενίσχυσης δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι το επίμαχο μέτρο επηρεάζει ουσιωδώς την ανταγωνιστική θέση της πρώτης, και άρα, την αφορά ατομικά
Απώλεια πελατείας και έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης – T-334/22
Η εταιρεία Post Danmark είναι μέλος του ομίλου PostNord, η μητρική εταιρεία του οποίου ανήκει στο δανικό (40%) και σουηδικό (60%) δημόσιο και έχει ως αντικείμενο την διανομή αλληλογραφίας. Από το 2009, λόγω της εξάπλωσης της επικοινωνίας με ψηφιακά μέσα, τα έσοδα της Post Danmark εμφάνισαν σημαντική μείωση, ενώ από το 2012 η επιχείρηση ήταν ελλειμματική. Το 2017, η Δανία και η Σουηδία συνήψαν μία συμφωνία που περιελάμβανε διάφορα μέτρα υπέρ της PostNord και της Post Danmark με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις της ψηφιοποίησης και να εφαρμοστεί ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο θα χρηματοδοτούνταν ιδίως με εισφορές κεφαλαίου υπέρ της PostNord από τη Δανία (23.100.000 ευρώ) και τη Σουηδία (34.600.000 ευρώ), καθώς και ενδοομιλικά από την PostNord Group προς την Post Danmark (313.600.000 ευρώ).
Το 2019, κατόπιν καταγγελίας, η Επιτροπή κίνησε επίσημη διαδικασία έρευνας επί των παραπάνω μέτρων. Εξετάζοντας ξεχωριστά τα μέτρα αυτά, διαπίστωσε ότι η ενδοομιλική εισφορά κεφαλαίου της PostNord Group υπέρ της Post Danmark δεν της χορηγούσε πλεονέκτημα και, άρα, δεν ετίθετο ζήτημα κρατικής ενίσχυσης. Αντιθέτως, οι εισφορές κεφαλαίου της Δανίας και της Σουηδίας συνιστούσαν παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις που έπρεπε να ανακτηθούν (SA.49668/2021 και SA.53403/2021). Η Danske Fragtmænd, μία δανική εταιρεία οδικής μεταφοράς εμπορευμάτων και διανομής δεμάτων, άσκησε την παρούσα προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ κατά το μέρος που αφορούσε την ενδοομιλική εισφορά.
Το ΓεΔΕΕ εξέτασε κατά πόσον η προσφεύγουσα είχε ενεργητική νομιμοποίηση να ασκήσει την προσφυγή. Παρατήρησε αρχικά ότι από μόνη τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη διοικητική διαδικασία δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά ατομικά, έστω και αν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εν λόγω διοικητική διαδικασία.
Σχετικά, αξιολόγησε κατά πόσον η ανταγωνιστική θέση της μπορούσε να επηρεαστεί ουσιωδώς από τα επίμαχα μέτρα. Αφού απέρριψε ως αναπόδεικτους ορισμένους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, το ΓεΔΕΕ εξέτασε κατά πόσον η προσφεύγουσα είχε απωλέσει σημαντικό αριθμό πελατών υπέρ της PostNord συνεπεία των επίμαχων μέτρων. Παρατήρησε ότι, έστω κι αν υποτεθεί ότι οι κατάλογοι των απωλεσθέντων υπέρ της PostNord πελατών αρκούσαν για να καταστήσουν εκ πρώτης όψεως ευλογοφανές το ότι η ανταγωνιστική θέση της προσφεύγουσας είχε επηρεαστεί ουσιωδώς, πάντως η προσφεύγουσα δεν απέδειξε επαρκώς ότι μπορούσε να υπάρξει συσχετισμός μεταξύ της απώλειας πελατείας υπέρ της PostNord και των επίμαχων μέτρων.
Επ’ αυτού, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η απώλεια μεγάλου αριθμού πελατών υπέρ της PostNord αρκεί για να αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της εν λόγω απώλειας πελατείας και των επίμαχων μέτρων. Το ΓεΔΕΕ απέκρουσε τον ισχυρισμό, κρίνοντας ότι, σε αντίθεση με την απόφαση T‑146/03 που περιείχε παρόμοια συλλογιστική, έκτοτε σε μία σειρά πιο πρόσφατων αποφάσεων, είχαν απορριφθεί ανάλογα επιχειρήματα περί απώλειας πελατείας. Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των πιο πρόσφατων αυτών αποφάσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι απλώς και μόνον η ύπαρξη απώλειας πελατών υπέρ της PostNord δεν αρκούσε, ώστε να αποδειχθεί ότι μπορεί να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της απώλειας πελατών και των επίμαχων μέτρων. Επιπλέον, το ΓεΔΕΕ σημείωσε ότι η απώλεια πελατείας θα μπορούσε, πάντως, να αποδοθεί σε άλλους παράγοντες που ανέκυψαν το 2018, όπως στην εκ μέρους της προσφεύγουσας επιβολή προσαυξημένων χρεώσεων και στη μη ικανοποιητική ποιότητα των παραδόσεων δεμάτων.
Τέλος, το ΓεΔΕΕ επεσήμανε ότι η μείωση του κύκλου εργασιών της προσφεύγουσας ήταν μικρότερη του 3%. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα πραγματοποίησε σχετικά σταθερό κύκλο εργασιών κατά τη διάρκεια της οικείας περιόδου, παρά τη λήψη των επίμαχων μέτρων, τείνει να αποδείξει ότι τα μέτρα αυτά δεν είναι ικανά να έχουν θίξει ουσιωδώς τη θέση της στην οικεία αγορά.
Ενόψει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποδείξει ότι η ανταγωνιστική θέση της μπορούσε να επηρεαστεί ουσιωδώς από τα επίμαχα μέτρα. Για τον λόγο αυτόν, απέρριψε την προσφυγή της ως απαράδεκτη.