Απόφαση του ΓεΔΕΕ για το γερμανικό καθεστώς ενισχύσεων για ΑΠΕ – Τ-47/15

Το Γενικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής με την οποία τα μέτρα που περιλαμβάνονταν στον γερμανικό νόμο του 2012 για την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας χαρακτηρίσθηκαν ως κρατικές ενισχύσεις

Στις 10 Μαΐου 2016, το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στην υπόθεση Τ-47/15. Στην υπόθεση αυτή, η Γερμανία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της απόφασης 2015/1585 της Επιτροπής σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων της Γερμανίας για τη στήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (εφεξής: νόμος του 2012).

Ο νόμος του 2012 προέβλεπε, ειδικότερα, τη θέσπιση ειδικών τιμολογίων τροφοδότησης καθώς και πριμοδοτήσεων αγοράς, που εξασφάλιζαν στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές τιμή υψηλότερη από αυτήν της αγοράς για την ηλεκτρική ενέργεια που παρήγαγαν. Περαιτέρω, οι φορείς διαχείρισης δικτύου, οι οποίοι ήταν υποχρεωμένοι να αγοράζουν την ηλεκτρική ενέργεια από τους παραγωγούς στις υψηλότερες αυτές τιμές, όφειλαν στη συνέχεια να διαβιβάζουν άμεσα την ηλεκτρική ενέργεια στους αντίστοιχους Διαχειριστές Συστημάτων Μεταφοράς (ΔΣΜ) οι οποίοι, με τη σειρά τους, τους αποζημίωναν για το σύνολο των δαπανών που προέκυπταν από τα τιμολόγια τροφοδότησης και τις πριμοδοτήσεις αγοράς. Οι ΔΣΜ ήταν ανώνυμες εταιρίες του ιδιωτικού δικαίου, οι οποίες ήταν υποχρεωμένες να αγοράζουν την ηλεκτρική ενέργεια που παραγόταν στην περιοχή τους και να την πωλούν στην αγορά. Εάν η τιμή που λάμβαναν στην αγορά δεν επαρκούσε για την κάλυψη της οικονομικής επιβάρυνσης που προέκυπτε από τις υποχρεώσεις τους προς τους φορείς διαχείρισης δικτύων, οι ΔΣΜ είχαν το δικαίωμα να ζητήσουν από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας να καταβάλουν ποσοστό της επιβάρυνσης αυτής, η οποία στην πράξη μετακυλιόταν στους καταναλωτές (εφεξής: επιβάρυνση ΕΕG). Ωστόσο, ορισμένες ενεργοβόρες βιομηχανίες είχαν τη δυνατότητα να εξαιρεθούν από αυτήν την επιβάρυνση, ούτως ώστε να μην ζημιωθεί η διεθνής τους ανταγωνιστικότητα.

Η Επιτροπή, με την απόφασή της, έκρινε ότι τα τιμολόγια τροφοδότησης και οι πριμοδοτήσεις αγοράς, που εξασφάλιζαν στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ υψηλότερη τιμή από αυτήν της αγοράς, συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά. Αντίστοιχα, έκρινε ότι η μείωση της επιβάρυνσης ΕΕG για τους μεγάλους καταναλωτές ενέργειας, συνιστούσε και αυτή κρατική ενίσχυση, η οποία όμως ήταν συμβιβάσιμη μόνον υπό προϋποθέσεις. Ως εκ τούτου, η Γερμανία υποχρεώθηκε να προβεί στην ανάκτηση όσων ενισχύσεων δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις που έθεσε η Επιτροπή.

H Γερμανία, στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως που άσκησε ενώπιον του ΓεΔΕΕ, αμφισβήτησε την κρίση της Επιτροπής όσον αφορά το χαρακτηρισμό των μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων και, συγκεκριμένα, ως προς την χορήγηση ενός οικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ των ενεργοβόρων επιχειρήσεων και την ύπαρξη κρατικών πόρων.

Στην απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι το μέτρο της μείωσης της επιβάρυνσης ΕΕG απαλλάσσει τους μεγάλους καταναλωτές από μία επιβάρυνση που υπό κανονικές συνθήκες θα επωμίζονταν οι ίδιοι και, συνεπώς, τους παρέχει ένα οικονομικό πλεονέκτημα υπό την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ.

Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο, εξετάζοντας την προϋπόθεση της ύπαρξης κρατικών πόρων, σε σχέση με τον μηχανισμό που θέσπισε ο νόμος του 2012, υπενθύμισε ότι, κατά πάγια νομολογία, η απαγόρευση του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ καλύπτει και τις ενισχύσεις που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, τους οποίους το κράτος ιδρύει ή ορίζει ως υπεύθυνους για τη διαχείριση της ενίσχυσης. Οι ΔΣΜ ήταν βέβαια επιχειρήσεις του ιδιωτικού δικαίου, ωστόσο, αφενός εκπλήρωναν νομικές υποχρεώσεις που απέρρεαν από τον νόμο του 2012 και, αφετέρου, τελούσαν υπό αυστηρή παρακολούθηση από το κράτος όσον αφορά τη διαχείριση της επιβάρυνσης ΕΕG.

Περαιτέρω, το γεγονός ότι το γερμανικό κράτος δεν έχει πρόσβαση στα κεφάλαια που δημιουργούνται από την επιβάρυνση EEG, υπό την έννοια ότι τα κεφάλαια αυτά δεν εμφανίζονταν στον κρατικό προϋπολογισμό, δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό τους ως κρατικών πόρων. Όπως τόνισε το ΓεΔΕΕ, το κράτος είχε κυριαρχική επιρροή επί της χρήσης των πόρων, καθώς ήταν σε θέση να καθορίσει εκ των προτέρων ποιοι είναι οι στόχοι που έπρεπε να επιδιωχθούν και πώς μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν οι πόροι αυτοί στο σύνολό τους.

Ως εκ τούτου, το σύστημα που θέσπισε η Γερμανία διέφερε ουσιωδώς από εκείνο στην υπόθεση PreussenElektra (C-379/98), δεδομένου ότι, στην τελευταία αυτή υπόθεση, δεν υπήρχε αντίστοιχη επιβάρυνση ούτε είχε ιδρυθεί ή οριστεί φορέας για τη διαχείριση των πόρων, αλλά, αντίθετα, οι υποχρεώσεις που επιβάλλονταν στις ιδιωτικές επιχειρήσεις έπρεπε να εκπληρώνονται από τις ίδιες και με δικούς τους χρηματικούς πόρους.

keyboard_arrow_up