Απόφαση του ΔΕΕ σχετικά με την Τραπεζική Ανακοίνωση — C-526/ 14

Το ΔΕΕ αποφάνθηκε ότι η Ανακοίνωση της Επιτροπής για την αντιμετώπιση της κρίσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν δεσμεύει ούτε τα κράτη μέλη ως προς την επιλογή των μέτρων κρατικών ενισχύσεων που θα θεσπίσουν ούτε την Επιτροπή, η οποία αποφασίζει για την έγκρισή τους

Τον Σεπτέμβριο του 2013, η Banka Slovenije (Τράπεζα της Σλοβενίας) διαπίστωσε ότι πέντε σλοβενικές τράπεζες εμφάνιζαν κεφαλαιακό έλλειμμα και δεν διέθεταν επαρκή περιουσιακά στοιχεία, για να ικανοποιήσουν τους πιστωτές τους και να καλύψουν την αξία των καταθέσεων. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαπίστωσης, αποφασίστηκε στις 17.12.2013 η θέσπιση έκτακτων μέτρων κρατικών ενισχύσεων, με σκοπό την ανακεφαλαιοποίηση, τη διάσωση και την εκκαθάριση αντίστοιχα των τραπεζών αυτών.

Η Επιτροπή ενέκρινε ταχύτατα, στις 18.12.2013, τα μέτρα αυτά που της κοινοποιήθηκαν από τις σλοβενικές αρχές, καθώς τα έκρινε σύμφωνα με την Τραπεζική Ανακοίνωση (ΕΕ 2013, C 216, σελ. 1), η οποία εκδόθηκε, προκειμένου να παράσχει ένα πλαίσιο για τον έλεγχο της συμβατότητας των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται στις τράπεζες κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τα μέτρα περιελάμβαναν διαγραφή του μετοχικού κεφαλαίου, καθώς και των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση, οι οποίοι έχουν το χαρακτηριστικό ότι, σε περίπτωση αφερεγγυότητας ή εκκαθάρισης του εκδότη τους, οι κάτοχοι των τίτλων αυτών ικανοποιούνται μετά τους κατόχους κοινών ομολογιών, αλλά πριν τους μετόχους, ενώ για τον λόγο αυτόν έχουν υψηλότερη απόδοση.

Το Συνταγματικό Δικαστήριο της Σλοβενίας, το οποίο εκλήθη να ελέγξει τη συνταγματικότητα του νόμου με τον οποίο θεσπίστηκαν τα επίμαχα μέτρα, υπέβαλε στο ΔΕΕ μια σειρά προδικαστικών ερωτημάτων, ζητώντας να αποφανθεί επί του κύρους και της ερμηνείας των διατάξεων της Τραπεζικής Ανακοίνωσης της Επιτροπής.

Στην παρούσα απόφασή του το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η Επιτροπή δύναται να εκδίδει κατευθυντήριες οδηγίες, για να καθορίζει τα κριτήρια, βάσει των οποίων προτίθεται να εκτιμά τη συμβατότητα των μέτρων κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά. Η έκδοση, όμως, τέτοιων ανακοινώσεων, όπως είναι η Τραπεζική, δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να εξετάζει τις εξαιρετικές ειδικές περιστάσεις, τις οποίες επικαλείται κράτος μέλος κατά την κοινοποίηση σχεδίων κρατικών ενισχύσεων που δεν πληρούν τα προβλεπόμενα από την Ανακοίνωση κριτήρια, ούτε περιορίζει τη δυνατότητα της Επιτροπής να εγκρίνει τέτοια σχέδια, εφόσον συντρέχουν αυτές οι εξαιρετικές περιστάσεις. Συνεπώς, η Τραπεζική Ανακοίνωση δεν μπορεί να δημιουργήσει αυτοτελείς υποχρεώσεις σε βάρος των κρατών μελών και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να είναι δεσμευτική γι’ αυτά σε σχέση με το περιεχόμενο των μέτρων που επιλέγουν για την αντιμετώπιση της κρίσης στον τραπεζικό τομέα.

Σε ό,τι αφορά στην υποχρέωση καταμερισμού των επιβαρύνσεων μεταξύ των μετόχων και των πιστωτών μειωμένης εξασφαλίσεως, ως μέτρο που προαπαιτείται, προκειμένου να εγκριθούν από την Επιτροπή κρατικές ενισχύσεις για τις επίμαχες τράπεζες, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το εν λόγω μέτρο αποσκοπεί να διασφαλίσει ότι οι τράπεζες με κεφαλαιακό έλλειμμα θα προσπαθήσουν από κοινού με τους επενδυτές να μειώσουν το έλλειμμα αυτό πριν τη χορήγηση οποιασδήποτε κρατικής ενίσχυσης, ώστε να περιορίσουν το ύψος αυτής. Η αντίθετη λύση θα κινδύνευε να προκαλέσει στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό, στο μέτρο που οι τράπεζες, των οποίων οι μέτοχοι και οι πιστωτές μειωμένης εξασφαλίσεως δεν θα είχαν συμβάλει στη μείωση του ελλείμματος, θα λάμβαναν κρατική ενίσχυση μεγαλύτερη από αυτή που θα ήταν αρκετή για την κάλυψη του υπολειπόμενου κεφαλαιακού ελλείμματος.

Περαιτέρω, το γεγονός ότι οι πιστωτές μειωμένης εξασφαλίσεως δεν υποχρεώθηκαν να συμβάλουν στη διάσωση πιστωτικών ιδρυμάτων μέχρι τώρα δεν τους παρέχει τη δυνατότητα να επικαλεστούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ενάντια σε μέτρα καταμερισμού επιβαρύνσεων για το μέλλον. Ούτε το γεγονός ότι η Ανακοίνωση απαιτεί πριν τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως οι μέτοχοι να συμβάλουν στην απορρόφηση των ζημιών στο ίδιο μέτρο που θα συνέβαλλαν ελλείψει κρατικής ενίσχυσης μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά προσβολή του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, δεδομένου ότι οι μέτοχοι ευθύνονται για τα χρέη της τράπεζας μέχρι του ύψους του εταιρικού της κεφαλαίου.

Ακόμη, το Δικαστήριο εκτιμά ότι η Ανακοίνωση δεν αντίκειται στην Οδηγία 2012/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25.10.2012, στο μέτρο που προβλέπει ότι, σε περίπτωση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας του κράτους μέλους και προς τον σκοπό αποφυγής συστημικού κινδύνου και διασφαλίσεως της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ορισμένες μεταβολές του εταιρικού κεφαλαίου των τραπεζών δεν απαιτείται να αποφασίζονται ή να εγκρίνονται από τη γενική συνέλευση. Τούτο, διότι η εν λόγω Οδηγία αποσκοπεί στη διασφάλιση των δικαιωμάτων των επενδυτών, ιδίως κατά τις πράξεις συστάσεως της εταιρείας, αυξήσεως και μειώσεως του εταιρικού της κεφαλαίου σε συνθήκες συνήθους λειτουργίας των ανωνύμων εταιρειών και όχι σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Σε ό,τι αφορά στα μέτρα μετατροπής ή μείωσης της αξίας των τίτλων με μειωμένη εξασφάλιση, το Δικαστήριο εκτιμά ότι δεν υφίσταται σχετική υποχρέωση των κρατών μελών για τη θέσπισή τους πριν τη χορήγηση οποιαδήποτε κρατικής ενίσχυσης. Ωστόσο, το κράτος μέλος και οι δικαιούχοι της ενίσχυσης τράπεζες διατρέχουν σ’ αυτήν την περίπτωση τον κίνδυνο να υπάρξει απόφαση της Επιτροπής περί κηρύξεως της εν λόγω ενισχύσεως ως μη συμβατής με την εσωτερική αγορά.

Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα μέτρα καταμερισμού των επιβαρύνσεων εμπίπτουν στα μέτρα εξυγίανσης, κατά την Οδηγία 2001/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4.4.2001 για την εξυγίανση και την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων.

http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=181842&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=545934

keyboard_arrow_up