Η διαπίστωση εκ μέρους της Επιτροπής μεθοδολογικών σφαλμάτων κατά την εφαρμογή της αρχής των ίσων αποστάσεων (“arm’s length principle”) σε ενδοομιλικές συναλλαγές από τις αρμόδιες εθνικές αρχές δεν συνεπάγεται αυτομάτως την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος. Σε αυτήν την περίπτωση, η Επιτροπή οφείλει να αποδεικνύει βάσει συγκεκριμένων οικονομικών στοιχείων ότι τα σφάλματα αυτά οδήγησαν πράγματι σε ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση των συνδεδεμένων επιχειρήσεων
Απόφαση “tax ruling” υπέρ της Amazon – ΓεΔΕΕ Τ-816/17 & Τ-318/18
Από το 2006, ο όμιλος Amazon ασκούσε τις εμπορικές του δραστηριότητες στην Ευρώπη μέσω δύο εταιριών που είναι εγκατεστημένες στο Λουξεμβούργο, της εταιρίας χαρτοφυλακίου Amazon Europe Holding Technologies SCS (LuxSCS) με έδρα στο Λουξεμβούργο, οι εταίροι της οποίας ανήκουν στον όμιλο Amazon, και της Amazon EU Sàrl (LuxOpCo), θυγατρική κατά 100% της LuxSCS.
Μεταξύ 2006 και 2014, η LuxSCS είχε το δικαίωμα εκμετάλλευσης ορισμένων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν προϊόντα τεχνολογίας, δεδομένα πελατών και εμπορικά σήματα. Έτσι, η LuxSCS σύναψε, μεταξύ άλλων, συμφωνία άδειας χρήσης με την LuxOpCo, ως βασικό φορέα εκμετάλλευσης των δραστηριοτήτων του ομίλου Amazon στην Ευρώπη. Βάσει αυτής της συμφωνίας, η LuxOpCo δεσμεύτηκε να πληρώνει δικαιώματα χρήσης στην LuxSCS για τα προαναφερόμενα άυλα περιουσιακά στοιχεία.
Το 2003, απαντώντας σε αίτημα του ομίλου Amazon, οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου εξέδωσαν φορολογική απόφαση τύπου «tax ruling» όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου φορολογητέου εισοδήματος της LuxOpCo. Ο όμιλος Amazon είχε προτείνει στις αρμόδιες φορολογικές αρχές να υπολογίζεται το ποσό για δικαιώματα, που θα καταβάλλει η LuxOpCo στη LuxSCS, σύμφωνα με τη μέθοδο του καθαρού περιθωρίου συναλλαγής (“Transactional Net Margin Method – TNMM”) χρησιμοποιώντας τη LuxOpCo ως το «ελεγχόμενο μέρος». Σημειώνεται ότι, για την ορθή εφαρμογή αυτής της μεθόδου, εξετάζεται η τήρηση της αρχής των ίσων αποστάσεων (“arm’s length principle”), σύμφωνα με την οποία συγκρίνονται τα συνολικά οικονομικά αποτελέσματα των συναλλαγών μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων με τα οικονομικά αποτελέσματα τρίτων ανεξάρτητων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα και αναλαμβάνουν παρόμοιους επιχειρηματικούς κινδύνους.
Με την επίμαχη απόφαση «tax ruling» οι φορολογικές αρχές του Λουξεμβούργου, πρώτον, επιβεβαίωσαν ότι η LuxSCS δεν υπόκειται στον φόρο εισοδήματος εταιριών του Λουξεμβούργου και, δεύτερον, ενέκριναν τη μέθοδο υπολογισμού των ετήσιων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που θα κατέβαλλε η LuxOpCo στη LuxSCS, βάσει της προαναφερθείσας συμφωνίας άδειας εκμετάλλευσης.
Το 2017, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, όσον αφορά την εγκριθείσα μέθοδο υπολογισμού, η LuxOpCo επωφελήθηκε παράνομης κρατικής ενίσχυσης που δεν ήταν συμβατή και συνίστατο στη φορολογική της ελάφρυνση. Ειδικότερα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το ποσό που κατέβαλε η LuxOpCo στη LuxSCS για τη χρήση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου ήταν πολύ υψηλό, με αποτέλεσμα η αμοιβή που λάμβανε η LuxOpCo να είναι πολύ χαμηλή και η φορολογική της βάση να μειώνεται τεχνητά. Κατά την κρίση της Επιτροπής, η προαναφερόμενη φορολογική απόφαση έσφαλε όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής των ίσων αποστάσεων (ειδικά ως προς τη λανθασμένη επιλογή «ελεγχόμενου μέρους», του δείκτη επιπέδου κέρδους και του μηχανισμού ανώτατου ορίου), καθώς και όσον αφορά την επιλογή της μεθόδου TNMM αντί της καταλληλότερης μεθόδου επιμερισμού του κέρδους με ανάλυση συνεισφοράς. Συνεπώς, η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση της επίμαχης ενίσχυσης.
Το Λουξεμβούργο και ο όμιλος Amazon άσκησαν αίτηση ακύρωσης κατά αυτής της απόφασης, αμφισβητώντας, κυρίως, το συμπέρασμα της Επιτροπής ως προς την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος υπέρ της LuxOpCo.
Το ΓεΔΕΕ επισήμανε, αρχικά, ότι, κατά την εξέταση της μεθόδου υπολογισμού του φορολογητέου εισοδήματος μιας συνδεδεμένης εταιρίας, η Επιτροπή μπορεί να τεκμηριώσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος, μόνον εφόσον αποδείξει ότι τα μεθοδολογικά σφάλματα που, κατά την άποψή της, επηρεάζουν τις τιμές μεταβίβασης στις ενδοομιλικές συναλλαγές και δεν επιτρέπουν την τήρηση της αρχής των ίσων αποστάσεων, οδηγούν σε μείωση του φορολογητέου κέρδους της εν λόγω εταιρίας, σε σύγκριση και με τη φορολογική επιβάρυνση που προκύπτει από την εφαρμογή των κανονικών φορολογικών κανόνων σε επιχειρήσεις οι οποίες βρίσκονται σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση.
Εν προκειμένω, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε εάν ήταν ευκολότερο να εντοπιστούν επιχειρήσεις συγκρίσιμες με τη LuxSCS από ό,τι σε σχέση με τη LuxOpCo, ή ότι η επιλογή της LuxSCS ως «ελεγχόμενου μέρους» θα επέτρεπε τη λήψη πιο αξιόπιστων δεδομένων σύγκρισης. Πέραν τούτου, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι, ακόμη και εάν η αρχή των ίσων αποστάσεων έπρεπε όντως να είχε υπολογιστεί με τη LuxSCS ως το «ελεγχόμενο μέρος», το γεγονός αυτό από μόνο του δεν αποδεικνύει την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος.
Όσον αφορά την κρίση της Επιτροπής ότι η αμοιβή της LuxOpCo θα μπορούσε να υπολογιστεί με βάση τη μέθοδο του επιμερισμού του κέρδους, καθώς φαίνεται να είχε αναλάβει και άλλες λειτουργίες επιπλέον της «απλής διαχείρισης», το ΓεΔΕΕ παρατήρησε ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη της την επακόλουθη αύξηση της αξίας αυτών των άυλων περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα και πάλι να μην μπορεί να τεκμηριώσει την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος.
Σχετικά, το ΓεΔΕΕ επισήμανε ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να κάνει απλώς υποθέσεις για το ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα της εφαρμογής μιας συγκεκριμένης μεθόδου ή ποιες αμοιβές θα είχαν δοθεί για μια συγκεκριμένη λειτουργία, αλλά, αντιθέτως, οφείλει να αποδεικνύει βάσει οικονομικών δεδομένων ότι η αμοιβή που εγκρίθηκε με την επίμαχη φορολογική απόφαση ήταν χαμηλότερη από αυτήν που θα είχε καθορισθεί με τη μέθοδο της κατανομής του κέρδους που θεώρησε ως καταλληλότερη στην υπό κρίση περίπτωση.
Αντίστοιχα, όσον αφορά τόσο την επιλογή του καταλληλότερου δείκτη επιπέδου κέρδους και τον μηχανισμό ανώτατου ορίου, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε σε επαρκή (έστω και εσφαλμένα) αποδεικτικά στοιχεία, προκειμένου να τεκμηριώσει λόγω των επικαλούμενων μεθοδολογικών σφαλμάτων ότι η LuxOpCo έγινε αποδέκτης οικονομικού πλεονεκτήματος.
Βάσει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι τα στοιχεία στα οποία η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της δεν είναι ικανά να αποδείξουν ότι η φορολογική επιβάρυνση της LuxOpCo μειώθηκε τεχνητά. Συνεπώς, το ΓεΔΕΕ ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, στο μέτρο που η τελευταία δεν απέδειξε ότι πληρούνταν η προϋπόθεση της ύπαρξης οικονομικού πλεονεκτήματος, κατ’ άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ.