Απόφαση ΔΕΕ για ειδικό ουγγρικό φόρο στο λιανικό εμπόριο – ΔΕΕ C-323/18

Μία φορολογική επιβάρυνση που οφείλεται σε γενικό φόρο, όπως είναι ο ειδικός φόρος με προοδευτικό συντελεστή για επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες λιανικού εμπορίου σε εμπορικά καταστήματα, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, εφόσον το προϊόν του συγκεκριμένου φόρου εισρέει στον κρατικό προϋπολογισμό και δεν προορίζεται ειδικώς για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένης κατηγορίας υποκειμένων στον φόρο και, άρα, δεν προσπορίζεται επιλεκτικό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις που απαλλάσσονται ολικά ή μερικά από τον εν λόγω φόρο

Η Tesco είναι εμπορική εταιρία ουγγρικού δικαίου ειδικευμένη στο λιανικό και στο χονδρικό εμπόριο σε εμπορικά καταστήματα. Ανήκει σε όμιλο που εδρεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο και είναι η αλυσίδα λιανικού εμπορίου που πραγματοποίησε τον υψηλότερο κύκλο εργασιών στην ουγγρική αγορά κατά την περίοδο από 1ης Μαρτίου 2010 έως 28 Φεβρουαρίου 2013.

Η Ουγγαρία θέσπισε το 2010 έναν ειδικό φόρο επί ορισμένων τομέων με προοδευτικό συντελεστή, στον οποίο υπάγονται οργανισμοί και ιδιώτες που ασκούν δραστηριότητες λιανικού εμπορίου σε εμπορικά καταστήματα. Ειδικότερα, οι εταιρείες φορολογούνται σταδιακά στον κύκλο εργασιών τους από το 2010 έως το 2012.

Η πρωτοβάθμια ουγγρική φορολογική αρχή επέβαλε στην Tesco τον πρόσθετο ειδικό φόρο, καθώς και φορολογικό πρόστιμο και χρηματική ποινή λόγω εκπρόθεσμης καταβολής του εν λόγω φόρου. Η Tesco υπέβαλε αίτηση απαλλαγής από την καταβολή αυτού του φόρου ενώπιον της Αρχής διοικητικών προσφυγών της Ουγγαρίας, η οποία την απέρριψε και επικύρωσε την απόφαση της φορολογικής αρχής.

Στη συνέχεια, η Tesco άσκησε προσφυγή ακύρωσης ενώπιον του Δικαστηρίου διοικητικών και εργατικών διαφορών της Βουδαπέστης κατά της απόφασης της ουγγρικής Αρχής διοικητικών προσφυγών για έλλειψη νομιμότητας του επιβαλλόμενου φόρου, για τον λόγο ότι το καθεστώς επιβολής του ειδικού φόρου συνιστά, μεταξύ άλλων, παράνομη κρατική ενίσχυση υπέρ όσων επιχειρήσεων απαλλάσσονται από την καταβολή του. Ειδικότερα, η Tesco υποστήριξε ότι οι ημεδαπές επιχειρήσεις που αναπτύσσουν δραστηριότητα λιανικού εμπορίου στο πλαίσιο συμβάσεων δικαιόχρησης υπό ενιαίο διακριτικό γνώρισμα, μέσω εμπορικών καταστημάτων τα οποία εν γένει αποτελούν ανεξάρτητες εμπορικές εταιρίες, είτε εμπίπτουν στο απαλλασσόμενο κλιμάκιο είτε εφαρμόζεται σε αυτές κάποιος από τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές του κλιμακίου. Η ρύθμιση αυτή του επίμαχου ουγγρικού νόμου για τη θέσπιση του ειδικού φόρου είχε ως αποτέλεσμα, η αναλογία μεταξύ του καταβαλλόμενου φόρου από ανήκουσες σε αλλοδαπά πρόσωπα εταιρίες, όπως η ίδια, και των συνολικών φορολογικών εσόδων που προέρχονται από τον ειδικό φόρο να είναι ουσιωδώς υψηλότερη από ό,τι στην περίπτωση των φορολογουμένων επιχειρήσεων που ανήκουν σε ημεδαπά πρόσωπα.

Στο πλαίσιο της ανωτέρω δίκης, το ουγγρικό Δικαστήριο απέστειλε στο ΔΕΕ μία σειρά προδικαστικών ερωτημάτων, εκ των οποίων τα δύο αφορούν τον χαρακτήρα ενισχύσεως του προοδευτικού ειδικού φόρου της Ουγγαρίας για το λιανικό εμπόριο. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο χαρακτήρας αυτός συνίσταται, αφενός, στο ότι υποκείμενος στον φόρο που εκμεταλλεύεται πλείονα εμπορικά καταστήματα «πρέπει να καταβάλλει ουσιαστικά τον ειδικό φόρο που αντιστοιχεί στο υψηλότερο κλιμάκιο ενός έντονα προοδευτικού φορολογικού συντελεστή», ενώ υποκείμενος στον φόρο ο οποίος διατηρεί μόνον ένα εμπορικό κατάστημα, αλλά ανταγωνίζεται τον πρώτο, ασκώντας δραστηριότητα στο πλαίσιο του συστήματος της δικαιόχρησης, «στην πραγματικότητα είτε εμπίπτει στο απαλλασσόμενο κλιμάκιο είτε εφαρμόζεται σε αυτόν κάποιος από τους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές».

Το ΔΕΕ έκρινε απαράδεκτα τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα, καθώς διαπίστωσε ότι η φορολογική επιβάρυνση της Tesco οφείλεται σε γενικό φόρο του οποίου το προϊόν εισρέει στον κρατικό προϋπολογισμό, χωρίς να προορίζεται ειδικώς για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένης κατηγορίας υποκειμένων στον φόρο και, άρα, δεν προσπορίζει επιλεκτικό πλεονέκτημα υπέρ όσων απαλλάσσονται ή καταβάλλουν μειωμένο φόρο. Περαιτέρω, το ΔΕΕ σημείωσε ότι, ακόμη και εάν η επίμαχη φοροαπαλλαγή συνιστούσε παράνομη κρατική ενίσχυση, δεν συνεπάγεται την έλλειψη νομιμότητας αυτού του φόρου, καθώς, ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η απαλλαγή από τον ειδικό φόρο μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, δεν υφίσταται καμία αναγκαστική σχέση μεταξύ αυτού του φόρου και του μέτρου της απαλλαγής. Δηλαδή, ο ειδικός φόρος δεν αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του μέτρου της ενίσχυσης-απαλλαγής. Επομένως, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η Tesco δεν δύναται να επικαλεσθεί τον παράνομο χαρακτήρα αυτής της απαλλαγής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή του φόρου ή να ζητήσει την επιστροφή του.

http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=el&td=ALL&num=C-323/18

Το ίδιο νομικό ζήτημα απασχόλησε το ΓεΔΕΕ και στην υπόθεση C-75/18, 03.03.2020, Vodafone Magyarország.

http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=en&td=ALL&num=C-75/18

keyboard_arrow_up