Το ΔΕΕ επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής, ότι η μεταρρύθμιση του συστήματος χρηματοδότησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων της France Telecom (νυν Orange) μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά συμβατή κρατική ενίσχυση, μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις που θέτει η Επιτροπή
Απόφαση ΔΕΕ για χρηματοδότηση συντάξεων της France Telecom— C-211/15 P
Το 1996, με νόμο, η France Telecom μετατράπηκε σε δημόσια ανώνυμη εταιρεία, προκειμένου να εισαχθεί στο χρηματιστήριο. Με την αφορμή αυτή άλλαξε και το σύστημα που ρύθμιζε τη χρηματοδότηση των συντάξεων των υπαλλήλων που εργάζονταν σ’ αυτήν υπό καθεστώς δημοσίων υπαλλήλων. Κατά συνέπεια, οι εργοδοτικές εισφορές που καταβάλλονταν από τη France Telecom στο γαλλικό κράτος, με σκοπό να χρηματοδοτήσουν τις συντάξεις των ως άνω υπαλλήλων της, ορίστηκαν στο ίδιο επίπεδο με τις κοινωνικές εισφορές και τους φόρους που κατέβαλλαν οι ανταγωνιστές της, που λειτουργούσαν στην αγορά των τηλεπικοινωνιών. Εντούτοις, αυτή η μέθοδος εξίσωσης των δαπανών λάμβανε υπόψη της μόνο τις συνήθεις δαπάνες που σχετίζονταν με τους εργαζόμενους και τους δημοσίους υπαλλήλους και όχι τις έκτακτες. Επιπλέον, η France Telecom κατέβαλε στο γαλλικό κράτος εφάπαξ το ποσό των 5,7 δις. €, προκειμένου να καλύψει μελλοντικά έξοδα για καταβολή συντάξεων.
Το 2011 η Επιτροπή έκρινε ότι το εν λόγω μέτρο χρηματοδότησης συνιστά κρατική ενίσχυση, εφόσον μείωνε την εισφορά που όφειλε να καταβάλει η France Telecom στο γαλλικό κράτος, προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις συντάξεις των υπαλλήλων της, και ότι η ενίσχυση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή, εάν τροποποιούνταν, ούτως ώστε να είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επεσήμανε ότι η προβλεπόμενη συνεισφορά της France Telecom στο γαλλικό κράτος δεν ήταν ίση με τις κοινωνικές εισφορές που κατέβαλαν οι ανταγωνιστές της και ζήτησε από τις γαλλικές αρχές να τροποποιήσουν τον νόμο του 1996, ώστε να λαμβάνει υπόψη του και τις έκτακτες δαπάνες που σχετίζονται με τους εργαζόμενους (λ.χ. εισφορές υπέρ του ταμείου ανεργίας). Ωστόσο, οι γαλλικές αρχές δεν συμφώνησαν με την προτεινόμενη τροποποίηση και το 2012 η Γαλλία και η France Telecom (ήδη Orange) προσέφυγαν ενώπιον του ΓεΔΕΕ, ζητώντας να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής, λόγω του ότι η υπό κρίση μεταρρύθμιση του συστήματος χρηματοδότησης δεν συνιστά, κατά την κρίση τους, κρατική ενίσχυση. Το 2015 το ΓεΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή, επιβεβαιώνοντας ότι η εξεταζόμενη μεταρρύθμιση συνιστά συμβατή κρατική ενίσχυση υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Κατά της απόφασης αυτής του ΓεΔΕΕ, η France Telecom άσκησε αναίρεση ενώπιον του ΔΕΕ, το οποίο την απέρριψε με την παρούσα απόφαση.
Σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι ρυθμίσεις για τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων της France Telecom είναι νομικά διακριτές από τις ρυθμίσεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους των ανταγωνιστών της. Κατά συνέπεια, το ΓεΔΕΕ ορθώς συμπέρανε ότι οι τελευταίες δεν εφαρμόζονται κατά κανόνα στην περίπτωση των δημόσιων υπαλλήλων της France Telecom, και, άρα, ο νόμος του 1996 δεν απάλλασσε την Telecom από μία επιβάρυνση που δεν εντασσόταν στον τακτικό προϋπολογισμό της. Συναφώς, το ΔΕΕ καταλήγει ότι ο νόμος του 1996 επιφέρει ένα οικονομικό πλεονέκτημα στη France Telecom.
Περαιτέρω, το ΔΕΕ επιβεβαιώνει ότι το οικονομικό πλεονέκτημα ήταν επιλεκτικό, καθώς ο νόμος του 1996 αφορούσε μόνο μία επιχείρηση. Εξάλλου, το ΔΕΕ θεωρεί ότι το οικονομικό πλεονέκτημα ήταν δυνατόν να προκαλέσει στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό, καθώς ο νόμος του 1996 εξασφάλιζε περισσότερους πόρους στη France Telecom, ενώ η αγορά των τηλεπικοινωνιών «άνοιγε» σταδιακά στον ανταγωνισμό, παράγοντες που διευκόλυναν την ανάπτυξή της στις αγορές και άλλων κρατών μελών.
Τέλος, το ΔΕΕ καταλήγει ότι το ΓεΔΕΕ ορθώς έκρινε ότι η εισφορά του εφάπαξ ποσού των 5,7 δις. € δεν είχε σχεδιαστεί, προκειμένου να εξισώσει τις εισφορές της France Telecom με τις κοινωνικές εισφορές των ανταγωνιστών της. Κατά συνέπεια, το ΔΕΕ απέρριψε την αίτηση αναίρεσης επιβεβαίωσε την κρίση της Επιτροπής, ότι η μεταρρύθμιση του καθεστώτος χρηματοδότησης των συνταξιοδοτικών εισφορών των υπαλλήλων της France Telecom θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά συμβατή κρατική ενίσχυση υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως τις έθεσε η Επιτροπή.