Απόδειξη της ιδιότητας του ενδιαφερόμενου μέρους – T-218/18 RENV

Deutsche Lufthansa/Επιτροπή – Προκειμένου να διαπιστώσει το παραδεκτό μίας προσφυγής ακυρώσεως, το ΓεΔΕΕ δεν υποχρεούται να ανασυνθέτει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος, συγκεντρώνοντας τα διάσπαρτα στοιχεία που περιέχονται στα δικόγραφά του, υπό τον κίνδυνο να προσθέσει, να παραμορφώσει ή να περικόψει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα αυτά. Ούτε υποχρεούται να υποθέτει την ακριβή αιτιολογία και τις πραγματικές ή νομικές σκέψεις των ισχυρισμών της προσφυγής

Το 2017, η Γερμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο λειτουργικής ενίσχυσης του αερολιμένα Φρανκφούρτη-Χαν, λόγω των ζημιών που εμφάνιζε και οι οποίες έθεταν εν αμφιβόλω τη βιωσιμότητά του. Η Επιτροπή, με την απόφαση SA.47969/2017, έκρινε το μέτρο συμβατό με τις Κατευθυντήριες Γραμμές 2014 για αερολιμένες και αεροπορικές εταιρείες. To 2018, η αεροπορική εταιρεία Deutsche Lufthansa AG (Lufthansa) άσκησε προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του ΓεΔΕΕ (T‑218/18), η οποία έγινε δεκτή, καθώς το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε αξιολογήσει το σύνολο των κριτηρίων που θέτουν οι παραπάνω Κατευθυντήριες Γραμμές και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής. Το ομόσπονδο γερμανικό κρατίδιο Ρηνανίας-Παλατινάτου, επί του οποίου εδρεύει ο επίμαχος αερολιμένας, προσέβαλε την απόφαση του ΓεΔΕΕ, με αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του ΔΕΕ (C-466/21 P), η οποία έγινε, επίσης, δεκτή. Το ΔΕΕ έδωσε έμφαση στη μη απόδειξη της ιδιότητας της Lufthansa ως ενδιαφερόμενου μέρους. Ειδικότερα, έκρινε ότι, κατά την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως της Επιτροπής, η οποία εγκρίνει μέτρο ενίσχυσης που δεν αφορά άμεσα και ατομικά ανταγωνιστή του προσφεύγοντος, ο τελευταίος υποχρεούται να επικαλείται ρητά και συγκεκριμένα στο δικόγραφό του και να αποδεικνύει ότι: α) είναι «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά τον Κανονισμό 2015/1989 και β) έχουν παραβιαστεί τα διαδικαστικά του δικαιώματα. Για να διαπιστωθεί εάν ο προσφεύγων έχει ανταποκριθεί στην υποχρέωση αυτή, δεν αξιολογείται συνολικά το δικόγραφο, αλλά πρέπει να εντοπίζονται συγκεκριμένες αναφορές επί των παραπάνω στοιχείων. Κατόπιν τούτων, η υπόθεση επανήλθε στο ΓεΔΕΕ για νέα κρίση.

Το ΓεΔΕΕ επικεντρώθηκε στο ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής. Υπενθύμισε αρχικά τον γενικό κανόνα ότι πρόσωπα που δεν είναι αποδέκτες της απόφασης της Επιτροπής μπορούν να ισχυριστούν ότι θίγονται ατομικά, μόνον εφόσον η απόφαση αυτή τα αφορά, λόγω ορισμένων ιδιοτήτων τους ή λόγω μιας πραγματικής κατάστασης που τα διαφοροποιεί από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει, κατά τρόπο παρόμοιο με εκείνον κατά τον οποίο θα εξατομικευόταν ο αποδέκτης μιας τέτοιας απόφασης. Στο πλαίσιο αποφάσεων που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 108 (3) ΣΛΕΕ, ο προσφεύγων οφείλει να προσδιορίσει στην προσφυγή το αντικείμενό της, αναφέροντας, κατά περίπτωση, εάν οι λόγοι τους οποίους προβάλλει, αποσκοπούν στην προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων του, είτε με ρητή αναφορά στις εγγυήσεις που του παρέχει το άρθρο 108 (2) ΣΛΕΕ, είτε με ρητή μομφή κατά της Επιτροπής για τη μη κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

Αναλύοντας τη νομολογία επί του ζητήματος, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων είναι δυνατόν να προκύψουν δύο περιπτώσεις στις οποίες πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφυγή κατά αποφάσεως περί περατώσεως του σταδίου της προκαταρκτικής εξέτασης χωρίς την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας αποσκοπεί στην προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων του προσφεύγοντος. Πρώτον, όταν ο προσφεύγων προβάλλει συγκεκριμένο ρητό λόγο ακυρώσεως αναφορικά με τη διασφάλιση των δικονομικών δικαιωμάτων του, οπότε το δικαστήριο μπορεί να εξακριβώσει εάν τα επιχειρήματα που προβάλλονται στο πλαίσιο άλλων λόγων ακυρώσεως, ακόμη κι αν αφορούν την ουσία της υποθέσεως, παρέχουν υλικό προς στήριξη του εν λόγω λόγου ακυρώσεως. Εάν αυτό ισχύει, τα επιχειρήματα αυτά μπορούν να συνδυαστούν με τον δικονομικό λόγο ακυρώσεως ενόψει της εξέτασής του. Δεύτερον, εάν ο προσφεύγων δεν προβάλλει ρητώς τέτοιον λόγο, πρέπει τότε να διευκρινίσει, για κάθε προβαλλόμενο επιχείρημα, εάν έχει τέτοιο σκοπό ή εάν τείνει να θέσει υπό αμφισβήτηση την ουσία της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Η επιλογή μεταξύ των δύο αυτών εναλλακτικών δυνατοτήτων πρέπει να γίνεται από τον προσφεύγοντα, ο οποίος πρέπει να διευκρινίζει ποιον από τους δύο αυτούς σκοπούς προτίθεται να επιδιώξει με κάθε επιχείρημα, δηλαδή τη διασφάλιση των δικονομικών δικαιωμάτων ή την αμφισβήτηση της ουσίας της απόφασης. Από τις παραπάνω νομολογιακές αρχές, περιλαμβανομένης της ως άνω αναφερόμενης αναιρετικής κρίσης του ΔΕΕ, το ΓεΔΕΕ συνήγαγε ότι το ίδιο δεν υποχρεούται να ανασυνθέτει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος, συγκεντρώνοντας τα διάσπαρτα στοιχεία που περιέχονται στα δικόγραφά του, υπό τον κίνδυνο να προσθέσει, να παραμορφώσει ή να περικόψει τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα αυτά. Ούτε υποχρεούται να υποθέτει την ακριβή αιτιολογία και τις πραγματικές ή νομικές σκέψεις των ισχυρισμών της προσφυγής.

Εφαρμόζοντας τους κανόνες αυτούς στην υπό κρίση υπόθεση, το ΓεΔΕΕ σημείωσε αρχικά ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προβάλει ρητώς κανέναν λόγο ακυρώσεως με τον οποίον να προβάλλεται ειδικώς η προσβολή των δικονομικών δικαιωμάτων της, ούτε ανέφερε σαφώς το ακριβές αντικείμενο του ενιαίου λόγου ακυρώσεως. Μόνο σε ένα σημείο της προσφυγής αναφέρθηκε απλώς ότι ο σκοπός της ήταν να διαφυλάξει τα δικονομικά της δικαιώματα ή να αμφισβητήσει την ουσία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ενώ πρόσθεσε ότι, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, πληρούσε τις προϋποθέσεις του παραδεκτού, είτε επειδή ήταν ενδιαφερόμενο μέρος είτε επειδή η θέση της στην αγορά επηρεαζόταν ουσιωδώς από την προσβαλλόμενη ενίσχυση. Ο λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν διευκρίνιζε εάν αποσκοπούσε στην προστασία των δικονομικών δικαιωμάτων της ή στην αμφισβήτηση της ουσίας της αποφάσεως της Επιτροπής. Ούτε κατέστησε δυνατόν να προσδιοριστεί ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας ήταν ότι η συνολική αξιολόγηση της υπόθεσης από την Επιτροπή θα έπρεπε να οδηγήσει σε αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Επομένως, δεν προέκυπτε αν η προσφεύγουσα επικαλούνταν την παραβίαση των δικονομικών δικαιωμάτων της, ή αμφισβητούσε τη βασιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. Για τους λόγους αυτούς, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι  ήταν αδύνατον να προσδιοριστεί τι ακριβώς επεδίωκε η προσφεύγουσα. Σημείωσε, τέλος, ότι η επίκληση με το δικόγραφο της προσφυγής διπλού σκοπού δεν μπορεί να συμβιβάζεται με τα κριτήρια του παραδεκτού, δεδομένου ότι ο κάθε σκοπός υπόκειται σε διαφορετικούς κανόνες παραδεκτού και ουσίας.

Στη βάση των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη.

keyboard_arrow_up