Brăila Winds – Το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση σε προδικαστικό ερώτημα περί επιλεκτικής φορολόγησης στην ρουμανική αγορά ενέργειας και, ως εκ τούτου, το απέρριψε ως απαράδεκτο
Απαράδεκτο ερώτημα περί επιλεκτικής φορολόγησης στην ενέργεια – C-391/23
Το 2021, θεσπίστηκε στη Ρουμανία φόρος με συντελεστή 80% επί των εισοδημάτων των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας τα οποία απορρέουν από τη διαφορά μεταξύ της μηνιαίας μέσης τιμής πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειάς της και της τιμής των 450 RON ανά Mwh που προβλεπόταν από την εθνική νομοθεσία. Από τον φόρο απαλλάσσονται οι παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα, συμπεριλαμβανομένης της συμπαραγωγής. Ο νόμος που επέβαλε το φόρο υπέστη διάφορες τροποποιήσεις μεταξύ 2021-2022, ενώ παράλληλα εκδόθηκε το 2022 μια κανονιστική απόφαση που παρείχε διευκρινίσεις σχετικά με την εφαρμογή του φόρου. Η εταιρεία Brăila Winds είναι θυγατρική του ομίλου Engie στη Ρουμανία, παραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας μέσω μονάδας παραγωγής αιολικής ενέργειας που βρίσκεται στον νομό Brăila. Η εταιρεία κατέβαλε συνολικό φόρο ύψους 2.356.926,52 ευρώ για την περίοδο από τον Νοέμβριο του 2021 έως τον Μάρτιο του 2022. Εν συνεχεία, άσκησε διοικητική προσφυγή με την οποία ζήτησε την ακύρωση της παραπάνω κανονιστικής αποφάσεως και την επιστροφή των φόρων που είχε καταβάλει. Μετά την απόρριψη της διοικητικής προσφυγής, η εταιρεία προσέφυγε στο Εφετείο του Βουκουρεστίου, προβάλλοντας διάφορους λόγους αντίθεσης της επίμαχης φορολόγησης στο ενωσιακό δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, το Εφετείο του Βουκουρεστίου απέστειλε στο ΔΕΕ τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα, μεταξύ αυτών εάν η παραπάνω φορολόγηση συνιστά κρατική ενίσχυση προς τις εταιρείες που απαλλάσσονται από τον φόρο και σχετικά με το εάν η απαλλαγή αυτή εισάγει διακρίσεις.
Επί του ζητήματος αυτού, το ΔΕΕ υπενθύμισε αρχικά ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν το οικείο εθνικό μέτρο παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στους δικαιούχους του, πρέπει να εξετάζεται εάν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, το μέτρο είναι ικανό να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του επιδιωκόμενου με το εν λόγω καθεστώς σκοπού, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και υφίστανται, ως εκ τούτου, διαφορετική μεταχείριση, η οποία μπορεί κατ’ ουσίαν να χαρακτηριστεί ως εισάγουσα δυσμενείς διακρίσεις. Ο καθορισμός του πλαισίου αναφοράς έχει αυξημένη σπουδαιότητα στις περιπτώσεις φορολογικών μέτρων, δεδομένου ότι η ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος μπορεί να διαπιστωθεί μόνο σε σχέση με τη λεγόμενη «κανονική» φορολόγηση.
Το ΔΕΕ παρατήρησε, ωστόσο, ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε καμία εξήγηση ως προς τους λόγους για τους οποίους εκτιμά ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία μπορεί να μη συμβιβάζεται με τις διατάξεις του άρθρου 107 (1) ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν περιείχε τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να κριθεί εάν το φορολογικό καθεστώς που θεσπίζεται με τη νομοθεσία αυτή μπορεί να συνιστά κρατική ενίσχυση. Κι αυτό διότι η προδικαστική απόφαση δεν προσδιόριζε το επίμαχο σύστημα αναφοράς, ήτοι ποια είναι η «κανονική» φορολογία των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας, ο σκοπός, η φύση και η διάρθρωση του συστήματος αυτού, η συγκρισιμότητα μεταξύ των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας που υπόκεινται στον οικείο φόρο και των παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας που απαλλάσσονται από τον φόρο αυτόν ούτε, ενδεχομένως, η τυχόν δικαιολόγηση της διαφορετικής μεταχείρισής τους.
Στη βάση αυτή, το ΔΕΕ έκρινε ότι δεν έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα και το απέρριψε ως απαράδεκτο.



