Telly/Επιτροπή – Οι προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται από ενώσεις ή ομάδες είναι παραδεκτές σε τρεις περιπτώσεις: i) όταν εκπροσωπούν τα συμφέροντα προσώπων που θα είχαν τα ίδια νομιμοποίηση να ασκήσουν προσφυγή, ii) όταν θίγονται άμεσα και ατομικά λόγω των επιπτώσεων στα δικά τους συμφέροντα ως ενώσεων ή ομάδων, ιδίως επειδή η θέση τους ως διαπραγματευτών έχει επηρεαστεί από την προσβαλλόμενη πράξη και iii) όταν μία νομική διάταξη τους παρέχει ρητά ορισμένες εξουσίες διαδικαστικού χαρακτήρα
Απαράδεκτη προσφυγή κατά παράτασης τηλεοπτικών αδειών – T-362/21
Η απόφαση 2017/899 της ΕΕ επιβάλλει στα κράτη-μέλη να αποδεσμεύσουν ορισμένες ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες αρχικά έως το 2020 και ολοκληρωτικά έως το 2030. Η Τσεχία θέσπισε τη λεγόμενη «στρατηγική 2016» βάσει της οποίας χορηγήθηκαν δωρεάν τέσσερις «άδειες DTT». Οι άδειες αυτές χορηγούσαν δικαιώματα χρήσης συχνοτήτων υπέρ φορέων εκμετάλλευσης δικτύων για την μετάδοση επίγειας τηλεόρασης. Εν συνεχεία, οι άδειες αυτές παρατάθηκαν έως το 2030. Η ČASO, μία ένωση για την προστασία και την προώθηση των συλλογικών και ατομικών συμφερόντων των παρόχων δορυφορικών και διαδικτυακών τηλεοπτικών υπηρεσιών της Τσεχίας, υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, υποστηρίζοντας ότι η «στρατηγική 2016» χορηγούσε παράνομες και μη συμβατές κρατικές ενισχύσεις υπέρ των φορέων που έλαβαν τις παραπάνω άδειες και εμμέσως υπέρ των παρόχων τηλεοπτικών υπηρεσιών που χρησιμοποιούν τα αντίστοιχα δίκτυα, κατά παράβαση της αρχής της τεχνολογικής ουδετερότητας. Όμοια καταγγελία υπέβαλε και η εταιρεία Telly, πάροχος υπηρεσιών συνδρομητικής τηλεόρασης μέσω δορυφόρου και διαδικτύου και μέλος της ČASO. Σημειώνεται ότι η ČASO είχε μόνο δύο μέλη και συγκεκριμένα την Telly και την Canal + Luxembourg Sàrl.
Η Επιτροπή απέρριψε τις καταγγελίες, κρίνοντας ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, διότι δεν μεταβίβαζαν κρατικούς πόρους (SA.55805/2021). Συγκεκριμένα, διαπίστωσε ότι οι άδειες DTT χορηγούνταν πάντοτε δωρεάν στην Τσεχία και, ως εκ τούτου, η παράταση της ισχύος τους χωρίς αντάλλαγμα δεν συνεπαγόταν απώλεια κρατικών εσόδων για την Τσεχία. Περαιτέρω, το ενωσιακό δίκαιο δεν υποχρέωνε τις αρμόδιες αρχές να χορηγούν άδειες DTT έναντι αμοιβής. Κατόπιν τούτων, οι καταγγέλλουσες άσκησαν τις παρούσες προσφυγές ακυρώσεως.
Το ΓεΔΕΕ εξέτασε αρχικά το παραδεκτό των προσφυγών. Επεσήμανε, εν πρώτοις, ότι το άρθρο 263 (4) ΣΛΕΕ προβλέπει τρείς περιπτώσεις παραδεκτού: α) όταν η πράξη απευθύνεται σε ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, β) όταν το αφορά άμεσα και ατομικά και γ) όταν πρόκειται για κανονιστική πράξη που το αφορά άμεσα και για την εφαρμογή της δεν απαιτούνται περαιτέρω εκτελεστικά μέτρα. Ως προς την ČASO, παρατήρησε ότι οι προσφυγές που ασκούνται από ενώσεις ή ομάδες είναι παραδεκτές σε τρεις περιπτώσεις: i) όταν εκπροσωπούν τα συμφέροντα προσώπων που θα είχαν τα ίδια νομιμοποίηση να ασκήσουν προσφυγή, ii) όταν διακρίνονται ατομικά λόγω των επιπτώσεων στα δικά τους συμφέροντα ως ενώσεων ή ομάδων, ιδίως επειδή η θέση τους ως διαπραγματευτών έχει επηρεαστεί από την εν λόγω προσβαλλόμενη πράξη και iii) όταν μία νομική διάταξη τους παρέχει ρητά ορισμένες εξουσίες διαδικαστικού χαρακτήρα. Όταν μία ένωση προσφεύγει εξ ονόματος των μελών της, ενεργεί στη θέση των μελών. Κατά συνέπεια, εάν τα μέλη της ένωσης έχουν ασκήσει αυτοτελώς προσφυγές, η προσφυγή της ένωσης δεν μπορεί να είναι παραδεκτή, με την αιτιολογία ότι εκπροσωπεί τα μέλη της. Εν προκειμένω, από το καταστατικό της ČASO προέκυψε ότι η εν λόγω ένωση μπορεί να ενεργεί για την υπεράσπιση των συλλογικών και ατομικών συμφερόντων των μελών της. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Telly είχε ασκήσει αυτοτελώς προσφυγή ακυρώσεως, η ČASO δεν μπορούσε να επικαλεστεί την ατομική νομιμοποίηση του εν λόγω μέλους της για να ασκήσει προσφυγή. Συνεπώς, το παραδεκτό της προσφυγής της πρέπει να εξεταστεί αποκλειστικά βάσει της εκπροσώπησης των συμφερόντων άλλου μέλους της και την ατομική νομιμοποίηση του εν λόγω μέλους.
Στο πλαίσιο αυτό, το ΓεΔΕΕ υπενθύμισε πως, όταν ο προσφεύγων δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλόμενης πράξης, πρέπει να επηρεάζεται από αυτήν άμεσα και ατομικά, προϋποθέσεις σωρευτικές. Ως προς το εάν οι προσφεύγουσες επηρεάζονταν ατομικά, το ΓεΔΕΕ σημείωσε ότι εξεταστέο είναι αν είχαν επιδιώξει να αμφισβητήσουν το γεγονός ότι δεν κινήθηκε επίσημη διαδικασία έρευνας, επικαλούμενες την παραβίαση των διαδικαστικών δικαιωμάτων τους βάσει του άρθρου 108 (2) ΣΛΕΕ ή εάν επιδίωξαν μόνον την αμφισβήτηση της βασιμότητας της επίμαχης απόφασης. Εξετάζοντας τα δικόγραφα των προσφυγών, παρατήρησε πως, μολονότι οι προσφεύγουσες είχαν ισχυριστεί πως ήταν ενδιαφερόμενα μέρη καθότι είχε υποβάλει καταγγελίες, εντούτοις δεν είχαν προβάλει καμία ένσταση ως προς την παραβίαση διαδικαστικών τους δικαιωμάτων από τη μη κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας. Ούτε προέβαλαν κάποιο επιχείρημα που να τεκμηριώνει ότι η Επιτροπή όφειλε να κινήσει τη διαδικασία αυτήν. Ως εκ τούτου, οι προσφυγές αφορούσαν τη βασιμότητα της απόφασης. Για τον λόγο αυτόν, προκειμένου να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή, κατά τη νομολογία, οι προσφεύγουσες θα έπρεπε να προσκομίζουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ικανή να επηρεάσει ουσιωδώς τη θέση τους στην αγορά. Εξετάζοντας τους σχετικούς ισχυρισμούς και τα αποδεικτικά μέσα, το ΓεΔΕΕ παρατήρησε πως αμφότερες οι προσφεύγουσες δεν έχουν παράσχει καμία πληροφορία σχετικά με τον ποσοτικό προσδιορισμό των προβαλλόμενων πλεονεκτημάτων υπέρ των κατόχων αδειών DTT, οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, είναι φορείς εκμετάλλευσης δικτύων. Ομοίως, δεν απέδειξαν τον πραγματικό αντίκτυπο των πλεονεκτημάτων αυτών στην τιμή που χρεώνουν οι κάτοχοι των αδειών DTT στους παρόχους οπτικοακουστικού περιεχομένου που επιλέγουν να μεταδίδουν μέσω DTT. Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ συμπέρανε πως δεν είχε αποδειχθεί, εν προκειμένω, ουσιώδης επηρεασμός της θέσης των προσφευγουσών και, άρα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τις αφορούσε ατομικά.
Κατόπιν τούτων, το ΓεΔΕΕ εξέτασε εάν επρόκειτο για την περίπτωση κανονιστικής πράξης που αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες και δεν συνεπάγεται εκτελεστικά μέτρα. Από το οικείο εθνικό νομοθετικό πλαίσιο προέκυπτε ότι η παράταση των αδειών DTT μπορούσε να χορηγηθεί από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Ρυθμιστικής Αρχής μόνο κατά περίπτωση στο πλαίσιο μεμονωμένων αποφάσεων, κατά διακριτική ευχέρεια, η οποία υπερέβαινε την απλή τεχνική εφαρμογή των σχετικών διατάξεων. Ειδικότερα, η Ρυθμιστική Αρχή όφειλε να οργανώσει δημόσια διαβούλευση σχετικά με τις αιτήσεις τροποποίησης των αδειών DTT που υποβλήθηκαν από τους κατόχους των εν λόγω αδειών και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Αρχής όφειλε να εξετάσει τις αιτήσεις αυτές, διασφαλίζοντας, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη αποτελεσματικού ανταγωνισμού και τη συμμόρφωση με τους όρους που αφορούν, αφενός, την αποτελεσματική χρήση των συχνοτήτων και αφετέρου τον περιορισμό των επιπτώσεων της μετάβασης αυτής στους τηλεθεατές. Χωρίς τις προϋποθέσεις αυτές, οι άδειες DTT δεν θα μπορούσαν να παραταθούν. Πράγματι, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Ρυθμιστικής Αρχής εξέδωσε, κατόπιν μίας τέτοιας αξιολόγησης, μεμονωμένες αποφάσεις τροποποίησης των αδειών DTT. Επομένως, η παράταση των αδειών DTT ήταν εξαρτημένη από την έκδοση περαιτέρω εξατομικευμένων μέτρων εκτέλεσης. Στη βάση αυτή, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι το εθνικό δίκαιο δεν θέσπιζε καθεστώς ενίσχυσης, κατά την έννοια του άρθρου 1 στοιχείο δ’ του Κανονισμού 2015/1589 και, επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελούσε πράξη γενικής εφαρμογής.
Για το σύνολο των παραπάνω λόγων, το ΓεΔΕΕ απέρριψε τις επίμαχες προσφυγές ως απαράδεκτες.