Tiberis Holding – Το να επιτραπεί σε εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο της εφαρμογής εγκεκριμένου από την Επιτροπή καθεστώτος κρατικών ενισχύσεων, να αποφανθεί και αυτό επί της νομιμότητας ενός όρου του καθεστώτος, θα ισοδυναμούσε, κατ’ ουσίαν, με την απονομή στο δικαστήριο αυτό της εξουσίας να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή και, επομένως, με σφετερισμό των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της επί της συμβατότητας, καθώς και με παραβίαση της υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας
Αναρμοδιότητα εθνικού δικαστηρίου για τον έλεγχο συμβατότητας – C-514/23
Η ιταλική εταιρεία Tiberis Holding εκμεταλλεύεται υδροηλεκτρικό σταθμό στον ποταμό Τίβερη. Στο πλαίσιο ενός καθεστώτος παροχής κινήτρων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, το οποίο είχε εγκριθεί από την Επιτροπή (SA.43756/2016), η Tiberis έλαβε, μεταξύ 2017-2021, κρατικές ενισχύσεις συνολικού ύψους 4.044.340,75 ευρώ από την ιταλική υπηρεσία διαχείρισης ενεργειακών υπηρεσιών (GSE). Πλην όμως, το 2022, η GSE ζήτησε την επιστροφή συνολικού ποσού 1.224.210,86 ευρώ. Η επιστροφή αυτή ζητήθηκε λόγω εφαρμογής ενός μηχανισμού αρνητικού κινήτρου που προβλεπόταν στο καθεστώς και βάσει του οποίου ήταν επιτρεπτή η μείωση της ενίσχυσης υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Η Tiberis προσέφυγε στο διοικητικό πρωτοδικείο του Λατίου και, κατόπιν απόρριψης της προσφυγής της, ενώπιον του ιταλικού Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την προσφυγή της ισχυρίστηκε ότι η GSE, θέτοντας σε εφαρμογή τον παραπάνω μηχανισμό, είχε παραβιάσει το άρθρο 3 της Οδηγίας 2009/28 και το άρθρο 4 της Οδηγίας 2018/2001. Στο πλαίσιο της δίκης, το ιταλικό Συμβούλιο της Επικρατείας απέστειλε προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ, με το οποίο έθεσε το ζήτημα του κατά πόσον αντιτίθεται στα παραπάνω άρθρα ο επίμαχος ιταλικός μηχανισμός.
Το ΔΕΕ παρατήρησε αρχικά ότι οι ενισχύσεις είχαν χορηγηθεί στο πλαίσιο εγκεκριμένου καθεστώτος. Επομένως, ελεγκτέο ήταν εν πρώτοις εάν, βάσει των συμπληρωματικών αλλά διακριτών ρόλων Επιτροπής και εθνικών δικαστηρίων, το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε δικαιοδοσία να ερμηνεύσει τα άρθρα 3 της Οδηγίας 2009/28 και 4 της Οδηγίας 2018/2001 στο πλαίσιο εφαρμογής του καθεστώτος. Συναφώς, επεσήμανε ότι, σε αντίθεση με τον έλεγχο τήρησης της διαδικασίας κοινοποίησης του άρθρου 108 (3) ΣΛΕΕ, τα εθνικά δικαστήρια δεν είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί της συμβατότητας μέτρων ή καθεστώτων κρατικών ενισχύσεων, εκτίμηση η οποία ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής υπό τον έλεγχο των ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
Περαιτέρω, το ΔΕΕ επεσήμανε ότι η διαδικασία του άρθρου 108 ΣΛΕΕ ουδέποτε πρέπει να καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς τις ειδικές διατάξεις της ΣΛΕΕ. Σε μία τέτοια περίπτωση, η ενίσχυση δεν μπορεί να κηρυχθεί συμβατή. Συγκεκριμένα, όταν οι τρόποι εφαρμογής ενός μέτρου ή καθεστώτος συνδέονται τόσο άρρηκτα με το αντικείμενο του μέτρου ή καθεστώτος ή με τη λειτουργία τους, ώστε να μην είναι δυνατόν να εκτιμηθούν μεμονωμένα, το αποτέλεσμά τους όσον αφορά τη συμβατότητα πρέπει κατ’ ανάγκην να εκτιμάται μέσω της διαδικασίας του άρθρου 108 ΣΛΕΕ. Στις περιπτώσεις αυτές, η εκτίμηση των τρόπων εφαρμογής της ενίσχυσης εκφεύγει της αρμοδιότητας των εθνικών δικαστηρίων.
Εν προκειμένω, ο επίμαχος μηχανισμός αρνητικού κινήτρου που προβλέφθηκε στην απόφαση SA.43756/2016 καθόριζε εν τέλει το ποσό της ενίσχυσης που χορηγείται σε κάθε δικαιούχο. Λόγω του μηχανισμού αυτού, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, όσον αφορά τα έργα που ήταν εγγεγραμμένα σε ένα ειδικό μητρώο, το επίμαχο καθεστώς πληρούσε την προϋπόθεση της αναλογικότητας. Επομένως, ο τρόπος χορήγησης των ενισχύσεων, ο οποίος συνδεόταν άρρηκτα με τη λειτουργία του επίμαχου καθεστώτος, δεν ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί ξεχωριστά από το καθεστώς αυτό. Άλλωστε, η Επιτροπή, προτού κρίνει το καθεστώς συμβατό, είχε ασφαλώς αξιολογήσει τη μη παραβίαση άλλων διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, όπως είναι οι παραπάνω Οδηγίες. Το να επιτραπεί σε εθνικό δικαστήριο , στο πλαίσιο της εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος, να αποφανθεί και αυτό επί της νομιμότητας του μηχανισμού αρνητικού κινήτρου, θα ισοδυναμούσε, κατ’ ουσίαν, με την απονομή στο δικαστήριο αυτό της εξουσίας να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την απόφαση SA.43756/2016 και, επομένως, με σφετερισμό των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων της επί της συμβατότητας, καθώς και με παραβίαση της υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας.
Επιπλέον, οποιαδήποτε τροποποίηση του επίμαχου μηχανισμού αρνητικού κινήτρου θα μπορούσε, λόγω ενδεχόμενης αύξησης της έντασης της ενίσχυσης που πιθανόν θα προέκυπτε εξ αυτής, να επηρεάσει την εκτίμηση της συμβατότητας του επίμαχου καθεστώτος, καθώς ο μηχανισμός αυτός συνδέεται άρρηκτα με τη λειτουργία του. Η Επιτροπή, εάν δεν υπήρχε ο μηχανισμός, ίσως θα έκρινε ότι το επίμαχο καθεστώς δεν είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας και δεν θα το κήρυσσε συμβατό. Επομένως, μια τέτοια τροποποίηση θα συνιστούσε «τροποποίηση υφιστάμενης ενίσχυσης» και, ως εκ τούτου, «νέα ενίσχυση», για την οποία ισχύει η υποχρέωση κοινοποίησης κατά το άρθρο 108 (3) ΣΛΕΕ. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει και για την περίπτωση που ο μηχανισμός αυτός δεν θα τροποποιούνταν erga omnes, αλλά μόνον υπέρ συγκεκριμένου δικαιούχου, όπως η Tiberis, καθώς μέτρο ενίσχυσης το οποίο τίθεται σε εφαρμογή σε ατομικό επίπεδο, χωρίς να εντάσσεται στο καθεστώς ενισχύσεων που κοινοποιήθηκε και εγκρίθηκε από την Επιτροπή, θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί «νέα ενίσχυση».
Στη βάση των ανωτέρω, το ΔΕΕ συμπέρανε ότι το ενωσιακό δίκαιο δεν επιτρέπει στο ιταλικό Συμβούλιο της Επικρατείας να εκτιμήσει εάν ο επίμαχος μηχανισμός αρνητικού κινήτρου είναι συμβατός με τις διατάξεις των άρθρων 3 της Οδηγίας 2009/28 και 4 της Οδηγίας 2018/2001, δεδομένου ότι ο μηχανισμός αυτός συνδέεται άρρηκτα με τη λειτουργία του επίμαχου καθεστώτος που είχε κριθεί συμβατό από την Επιτροπή.
Ενόψει των ανωτέρω, το ΔΕΕ απέρριψε το προδικαστικό ερώτημα ως απαράδεκτο.



