Ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης από την Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ – Τ-542/11 RENV

Το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εφαρμογή προτιμησιακού τιμολογίου ηλεκτρικής ενέργειας, σε εκτέλεση απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, η οποία ανέστειλε τα αποτελέσματα καταγγελίας της σύμβασης από τον προμηθευτή, συνιστά νέα ενίσχυση και, συνεπώς, καθίσταται υποχρεωτική η ανάκτησή της, καθώς κρίθηκε παράνομη και ασυμβίβαστη

Η Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ είναι εταιρία παραγωγής αλουμινίου στην Ελλάδα και διαδέχθηκε μαζί με την Αλουμίνιον AE, την Αλουμίνιον της Ελλάδος ΑΕ (στο εξής: ΑτΕ). Η τελευταία είχε συνάψει το 1960 σύμβαση με την παρεμβαίνουσα, Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού AE (ΔΕΗ), η οποία προέβλεπε την εφαρμογή για την ΑτΕ προτιμησιακού τιμολογίου ηλεκτρικής ενέργειας. Η σύμβαση, η οποία κυρώθηκε με νομοθετικό διάταγμα του 1969, όπως αυτό τροποποιήθηκε, επρόκειτο να λήξει στις 31 Μαρτίου 2006, εκτός αν παρατεινόταν σύμφωνα με τους όρους της.

Τον Φεβρουάριο του 2004, η ΔΕΗ κοινοποίησε στην ΑτΕ καταγγελία της σύμβασης και, από τα τέλη Μαρτίου του 2006, έπαυσε να εφαρμόζει ως προς αυτήν το προτιμησιακό τιμολόγιο. Η Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ προσέφυγε στα αρμόδια εθνικά δικαστήρια και με την υπ’ αριθμ. 80/2007 απόφαση ασφαλιστικών μέτρων (εφεξής «πρώτη» απόφαση) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών πέτυχε την αναστολή των αποτελεσμάτων της καταγγελίας ex nunc έως την έκδοση οριστικής απόφασης. Η ΔΕΗ ζήτησε την ανάκληση της εν λόγω απόφασης ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, κρίνοντας κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, δέχθηκε ex nunc το αίτημά της με την υπ’ αριθμ. 72/2008 απόφασή του (εφεξής «δεύτερη» απόφαση). Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης απόφασης ασφαλιστικών μέτρων, η ΔΕΗ συνέχισε να εφαρμόζει το προτιμησιακό τιμολόγιο ως προς την προσφεύγουσα. Στις 13 Ιουλίου 2011, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2012/339/ΕΕ σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.26117 – C 2/2010 (πρώην NN 62/2009) που εφάρμοσε η Ελλάδα υπέρ της ΑτΕ και της Αλουμίνιον (ΕΕ 2012, L 166, σ. 93), με την οποία έκρινε ότι η εφαρμογή προτιμησιακού τιμολογίου κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, δηλαδή από τον Ιανουάριο 2007 έως τον Μάρτιο 2008, δεν ήταν συμβατή ενίσχυση και διέταξε την Ελληνική Δημοκρατία να την ανακτήσει από την προσφεύγουσα. Στις 6 Οκτωβρίου 2011, η Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ άσκησε στο ΓεΔΕΕ προσφυγή ακυρώσεως κατά της απόφασης 2012/339/ΕΕ και η ΔΕΗ κατέθεσε αίτηση παρέμβασης. Με την απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2014 (T‑542/11 Αλουμίνιον/Επιτροπή), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την 2012/339/ΕΕ απόφαση της Επιτροπής. Στη συνέχεια, η ΔΕΗ άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης T‑542/11, την οποία έκανε δεκτή το ΔΕΕ (C-590/14, απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2016) και ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε με την παρούσα απόφαση την 13.03.2018.

Στο πλαίσιο της υπό κρίση διαφοράς κατά την εξέταση της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Αλουμίνιον της Ελλάδος ΒΕΑΕ ζήτησε την ακύρωση της 2012/339/ΕΕ απόφασης της Επιτροπής, ισχυριζόμενη ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο στην επίμαχη περίοδο δεν είναι νέα ενίσχυση. Επίσης, αμφισβήτησε τον χαρακτηρισμό του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης, καθώς και την επιβολή της υποχρέωσης ανάκτησης της εν λόγω ενίσχυσης, επικαλούμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης.

Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του προτιμησιακού τιμολογίου ως κρατικής ενίσχυσης, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι τουλάχιστον κατά το επίμαχο διάστημα, χάρη στην εφαρμογή του προτιμησιακού τιμολογίου, περιορίστηκε η επιβάρυνση της ΑτΕ και, κατόπιν, της διαδόχου εταιρίας από άποψη κόστους παραγωγής. Έχει κριθεί, βεβαίως, ότι ένα τέτοιο πλεονέκτημα δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον δικαιολογείται αντικειμενικά από οικονομικούς λόγους. Στην υπό κρίση υπόθεση, ωστόσο, η ΔΕΗ, πρώτον, δεν προέβαλε κανένα σχετικό επιχείρημα και, δεύτερον, με δεδομένο ότι το προτιμησιακό τιμολόγιο υπολειπόταν του αντίστοιχου κόστους παραγωγής, κρίθηκε ότι δεν αντισταθμιζόταν με άλλον τρόπο. Επομένως, μετά από την καταγγελία της σύμβασης από τη ΔΕΗ το προτιμησιακό τιμολόγιο δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί σε καμία περίπτωση, καθώς συνιστούσε επιλεκτικό οικονομικό πλεονέκτημα με γνώμονα το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή.

Όσον αφορά το ζήτημα, εάν η εξακολούθηση εφαρμογής του προτιμησιακού τιμολογίου μετά την επίμαχη απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία ανέστειλε τα αποτελέσματα καταγγελίας της σύμβασης από τον προμηθευτή, συνιστά νέα ενίσχυση, το ΓεΔΕΕ κατέληξε ότι η εν λόγω απόφαση ασφαλιστικών μέτρων είχε, στην πράξη, ως συνέπεια να παραταθεί και να εφαρμοστεί εκ νέου η προτιμησιακή τιμή στην Αλουμίνιον της Ελλάδος, από τον Ιανουάριο του 2007 έως τον Μάρτιο του 2008. Τη νέα αυτή ενίσχυση θεώρησε ότι ορθώς έκρινε παράνομη και ασυμβίβαστη η με αριθμό 2012/339/ΕΕ (SA.26117) απόφαση της Επιτροπής, την οποία και επικύρωσε το ΓεΔΕΕ. Συνακόλουθα, το ΓεΔΕΕ αποφάνθηκε, επίσης, ότι καθίσταται υποχρεωτική η ανάκτησή της, απορρίπτοντας το σχετικό αίτημα για ακύρωση της υποχρέωσης ανάκτησης και την προσφυγή στο σύνολό της.

http://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?language=el&num=T-542/11renv&td=ALL

keyboard_arrow_up