Το ΔΕΕ επιβεβαίωσε ότι η εφαρμογή από τις ιρλανδικές αρχές διαφοροποιημένων φορολογικών συντελεστών στους αεροπορικούς ναύλους συνιστά παράνομη και ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση, η οποία πρέπει να ανακτηθεί
Ανάκτηση ενισχύσεων από αερομεταφορείς — C-164/15 P & C-165/15 P
Τον Μάρτιο του 2009, η Ιρλανδία θέσπισε ειδικό φόρο καταναλώσεως, καλούμενο «φόρο αεροπορικών μεταφορών (ΦΑΜ)». Ο φόρος αυτός εισπραττόταν από τους αερομεταφορείς για κάθε επιβάτη που αναχωρεί από οιονδήποτε αερολιμένα της Ιρλανδίας και υπολογιζόταν με βάση δύο συντελεστές: τον μειωμένο, που ανερχόταν σε 2 ευρώ ανά επιβάτη και αφορούσε πτήσεις με προορισμό αερολιμένα που απέχει λιγότερο από 300 χλμ από τον αερολιμένα του Δουβλίνου, και τον συνήθη, που ανερχόταν σε 10 ευρώ ανά επιβάτη και αφορούσε στις υπόλοιπες πτήσεις. Από την επιβολή του φόρου εξαιρούνταν οι διερχόμενοι και μετεπιβιβαζόμενοι επιβάτες.
Τον Ιούλιο του 1999, η Ryanair υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή, επικρίνοντας διάφορες πτυχές του ΦΑΜ. Μεταξύ άλλων, η Ryanair υποστήριξε ότι η μη εφαρμογή του ΦΑΜ στους επιβάτες υπό διαμετακόμιση και υπό μετεπιβίβαση συνιστούσε κρατική ενίσχυση υπέρ των αεροπορικών εταιριών Aer Lingus και Aer Arann, για τον λόγο ότι σχετικώς υψηλό ποσοστό επιβατών και πτήσεων των εταιριών αυτών ενέπιπτε στις ως άνω κατηγορίες. Επιπροσθέτως, η Ryanair επισήμανε ότι το κατ’ αποκοπήν ποσόν του φόρου αντιστοιχούσε σε μεγαλύτερο μέρος της τιμής που χρέωναν οι αεροπορικές εταιρίες χαμηλού κόστους απ’ ό,τι εκείνης που χρέωναν οι παραδοσιακές αεροπορικές εταιρίες. Τέλος, η Ryanair υποστήριξε ότι ο χαμηλότερος φορολογικός συντελεστής βάσει της διανυόμενης αποστάσεως ευνοούσε την Aer Arann, δεδομένου ότι το 50% των επιβατών που μετέφερε η εταιρία αυτή ταξίδευαν προς προορισμούς ευρισκόμενους σε απόσταση μικρότερη των 300 χλμ. από το αεροδρόμιο του Δουβλίνου.
Κατόπιν της κίνησης επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή έκρινε, με απόφασή της της 25.07.2012 (SA.29064), ότι η ενίσχυση υπό μορφή μειωμένου συντελεστή στις πτήσεις μικρής αποστάσεως συνιστούσε ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση και μάλιστα όχι μόνον υπέρ της Aer Lingus και της Aer Arann, αλλά και υπέρ της καταγγέλλουσας Ryanair. Ως εκ τούτου, διέταξε την ανάκτηση από τις δικαιούχους της ενίσχυσης (Aer Lingus, Aer Arann και Ryanair) της διαφοράς μεταξύ του μειωμένου και του συνήθους συντελεστή, δηλαδή του ποσού των 8 ευρώ ανά επιβάτη.
Κατά της απόφασης αυτής προσέφυγαν ενώπιον του ΓεΔΕΕ η Aer Lingus και η Ryanair, ζητώντας την ακύρωσή της. Με δύο αποφάσεις που εξέδωσε στις 5 Φεβρουαρίου 2015, το ΓεΔΕΕ ακύρωσε εν μέρει την ως άνω απόφαση της Επιτροπής, κρίνοντας ότι η τελευταία δεν είχε καταφέρει να αποδείξει ότι το πλεονέκτημα για τις αεροπορικές εταιρείες-αποδέκτες της ενίσχυσης ανερχόταν σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις σε 8 ευρώ ανά επιβάτη, καθώς αυτό μετακυλίσθηκε εν μέρει στους επιβάτες.
Η Επιτροπή άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του ΓεΔΕΕ ενώπιον του Δικαστηρίου, ενώ και οι προσφεύγουσες άσκησαν ανταναιρέσεις, ζητώντας την αναίρεση των υπό κρίση αποφάσεων.
Με απόφασή του, το ΔΕΕ διαπίστωσε ότι οι αεροπορικές εταιρείες που έτυχαν του μειωμένου συντελεστή των 2 ευρώ, απήλαυσαν επιλεκτικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, ύψους 8 ευρώ, σε σχέση με τις εταιρείες που υπήχθησαν στον συνήθη συντελεστή των 10 ευρώ, και, άρα, έλαβαν ασυμβίβαστες κρατικές ενισχύσεις. Αυτές οι ενισχύσεις θα πρέπει να ανακτηθούν, προκειμένου να αποκατασταθεί η προτέρα κατάσταση. Πλην, όμως, η ανάκτηση της ενισχύσεως συνεπάγεται την επιστροφή του πλεονεκτήματος που άντλησαν οι αερομεταφορείς από την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή και το οποίο συνίστατο στο ότι αυτοί έπρεπε να καταβάλουν κατώτερο ποσό ΦΑΜ, και όχι την επιστροφή του οικονομικού οφέλους που οι εν λόγω εταιρείες ενδεχομένως αποκόμισαν από την εκμετάλλευση αυτού του πλεονεκτήματος, προσφέροντας λ.χ. ανταγωνιστικότερες τιμές.
Εξάλλου, σύμφωνα με το ΔΕΕ, οι δικαιούχοι της ενισχύσεως δεν εμποδίζονταν να αυξήσουν κατά 8 ευρώ την τιμή προ φόρων εκείνων των εισιτηρίων που υπάγονταν στον μειωμένο συντελεστή, προκειμένου να αποκομίσουν οικονομικό όφελος αντίστοιχο με τη διαφορά μεταξύ του μειωμένου και του συνήθους συντελεστή, χωρίς να ασκεί επιρροή εάν και σε ποιον βαθμό τελικά το έπραξαν. Συναφώς, το Δικαστήριο αντέκρουσε το επιχείρημα των αερομεταφορέων, σύμφωνα με το οποίο η υποχρέωσή τους να επιστρέψουν το ποσό των 8 ευρώ ανά επιβάτη ισοδυναμούσε με την επιβολή πρόσθετης οικονομικής επιβαρύνσεως ή κυρώσεως που εισήγαγε διάκριση σε βάρος τους, δεδομένου ότι οι τελευταίοι δεν ήταν στην πράξη σε θέση να ανακτήσουν από τους πελάτες τους το ποσό αυτό. Συγκεκριμένα, κατά το ΔΕΕ, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι αερομεταφορείς, από τους οποίους πρέπει να γίνει ανάκτηση, δεν είναι σε θέση να ανακτήσουν από τους πελάτες τους το ποσό των 8 ευρώ, καθόσον η ασυμβίβαστη ενίσχυση συνίστατο στη μερική απαλλαγή από τον ΦΑΜ, ο οποίος βάρυνε απευθείας τους ίδιους και όχι τους πελάτες τους. Περαιτέρω, σύμφωνα με το ΔΕΕ, η ανάκτηση ποσού ίσου προς τη διαφορά μεταξύ του φόρου που θα οφειλόταν ελλείψει της κρατικής ενισχύσεως και του μικρότερου ποσού, που καταβλήθηκε κατ’ εφαρμογήν αυτού του μέτρου, δεν συνιστά νέο, αναδρομικώς επιβαλλόμενο φόρο.
Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα αποφάσισε το ΓεΔΕΕ, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να εξετάσει εάν και σε ποιο βαθμό οι λήπτες της ενισχύσεως πράγματι έκαναν χρήση του οικονομικού πλεονεκτήματος που απορρέει από την εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή.
Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο αναίρεσε τις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου, απέρριψε τις προσφυγές των αερομεταφορέων κατά της αποφάσεως της Επιτροπής και επιβεβαίωσε ότι για την επιστροφή του πλεονεκτήματος είναι αναγκαία η ανάκτηση από την Ιρλανδία ποσού ύψους 8 ευρώ ανά επιβάτη για κάθε μία από τις οικείες πτήσεις.