H Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανακεφαλαιοποίηση της κρατικής τράπεζας CEC Bank από το ρουμανικό δημόσιο δεν αποτελούσε κρατική ενίσχυση, διότι ανταποκρινόταν στο κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή και, επομένως, δεν χορηγούσε οικονομικό πλεονέκτημα στην τράπεζα
Ανακεφαλαιοποίηση ρουμανικής τράπεζας υπό όρους αγοράς – SA.115898
Η Ρουμανία κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης της κρατικής τράπεζας CEC Bank, ύψους περί τα 200.000.000 ευρώ. Το ρουμανικό δημόσιο είναι και θα παραμείνει μοναδικός μέτοχος στην Τράπεζα μετά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου. Η ανακεφαλαιοποίηση εξυπηρετεί τη μελλοντική επιχειρηματική ανάπτυξη της Τράπεζας, με ορίζοντα το 2032 και έμφαση στις ανάγκες που θα προκύψουν κατά την περίοδο 2025-2028. Για την κατάστρωση του σχεδίου, οι ρουμανικές αρχές βασίστηκαν σε δύο μακροοικονομικά σενάρια αγοράς, ένα «βασικό σενάριο» και ένα «δυσμενές σενάριο».
Η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι το μέτρο χρηματοδοτείται από κρατικούς πόρους και είναι καταλογιστέο στο κράτος, εξέτασε την ύπαρξη οικονομικού πλεονεκτήματος, με βάση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή. Έκρινε σκόπιμο να χρησιμοποιήσει μία γενικά αποδεκτή, τυποποιημένη μεθοδολογία αξιολόγησης, βάσει της παραγράφου 101 της Ανακοίνωσης του 2016 για την έννοια της κρατικής ενίσχυσης. Εν προκειμένω, κρίθηκε σκόπιμο η μεθοδολογία αυτή να βασιστεί κυρίως σε μια σειρά σχετικών ποσοτικών δεικτών, προκειμένου να αξιολογηθούν η κερδοφορία της Τράπεζας και η απόδοση της επένδυσης ενός δυνητικού ιδιώτη επενδυτή μέσω της ανακεφαλαιοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, καίτοι η Επιτροπή θα μπορούσε να προβεί σε συγκριτική αξιολόγηση με επενδύσεις σε συγκρίσιμες τράπεζες που πραγματοποιήθηκαν από ιδιωτικούς φορείς, έκρινε σκόπιμο να μην το πράξει, τόσο διότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία όσο και διότι υπήρχαν καταλληλότερες μορφές αξιολόγησης για μία μεσαίου μεγέθους μη εισηγμένη τράπεζα. Τέτοιες θα μπορούσαν να είναι ο υπολογισμός του εσωτερικού ποσοστού απόδοσης (IRR) ή της καθαρής παρούσας αξίας (ΚΠΑ).
Βάσει τέτοιων μεθόδων, η Επιτροπή ενέκρινε αρχικά τον υπολογισμό του Κόστους Ιδίων Κεφαλαίων (ΚΙΚ) της Τράπεζας με βάση το τυποποιημένο μοντέλο CAPM προσαρμοσμένο στον κίνδυνο χώρας. Το ΚΙΚ αυτό προέκυπτε από διάφορους παράγοντες, όπως τα επιτόκια στη Ρουμανία στο τέλος του 2023, τον κίνδυνο της χώρας που αποτυπώνεται στη διαφορά μεταξύ των δεκαετών κρατικών ομολόγων της Ρουμανίας και της Γερμανίας, τη διαφορά πληθωρισμού μεταξύ του ρουμανικού νομίσματος και του ευρώ και τον κίνδυνο του τραπεζικού τομέα στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Το επιλεγμένο ΚΙΚ αποτελούσε τον μέσο όρο μεταξύ των εκτιμήσεων, το οποίο θεωρήθηκε εύλογο, δεδομένου ότι η Τράπεζα κυμαίνεται σε μεσαία ποσοστά απόδοσης στον ρουμανικό τραπεζικό κλάδο.
Κατόπιν, εξετάστηκε το σχέδιο ανακεφαλαιοποίησης της Τράπεζας, το οποίο προέβλεπε ότι πρόκειται να επιτευχθεί αύξηση του μέσου όρου των δανείων, γεγονός που θα αποτελέσει τον βασικό μοχλό της μελλοντικής κερδοφορίας. Προκειμένου να αξιολογήσει το στοιχείο αυτό, η Επιτροπή πραγματοποίησε ανάλυση ευαισθησίας (sensitivity analysis) χρησιμοποιώντας ένα πιο συντηρητικό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η ανάπτυξη της Τράπεζας θα αντιστοιχεί μόνο στη μέση ανάπτυξη της αγοράς. Με βάση τις εκτιμήσεις των ρουμανικών αρχών και τις δικές της επαληθεύσεις, η Επιτροπή συμπέρανε ότι η ανακεφαλαιοποίηση θα καταλήξει σε επαρκώς υψηλές επενδυτικές αποδόσεις που θα προσέλκυαν έναν φορέα της ιδιωτικής αγοράς να επενδύσει στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας.
Εν συνεχεία, η Επιτροπή προέβη σε ποιοτική αξιολόγηση του επιχειρηματικού σχεδίου και έκρινε ότι η ανακεφαλαιοποίηση φαίνεται κερδοφόρα, ακόμη και υπό λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες, εφόσον η Τράπεζα αναπτύσσεται σε βαθμό ανάλογο με την πορεία της ρουμανικής αγοράς. Για να υποστηρίξει αυτό το συμπέρασμα, η Επιτροπή εξέτασε τις προηγούμενες επιδόσεις της Τράπεζας και διαπίστωσε ότι: α) είχε ξεπεράσει πολλούς στόχους του επιχειρηματικού της σχεδίου για την περίοδο 2019-2023, β) το μερίδιο αγοράς στο σύνολο των στοιχείων ενεργητικού αυξήθηκε σημαντικά, γ) ο όγκος των δανείων και των καταθέσεων αυξήθηκε σημαντικά, ιδίως τα τελευταία χρόνια, δ) τα έσοδα από τόκους ήταν σημαντικά υψηλότερα από τα προβλεπόμενα για το 2022 και το 2023, ε) είχαν γίνει επενδύσεις στον εκσυγχρονισμό των τεχνολογιών πληροφορικής, ξεπερνώντας ορισμένες από τις προγραμματισμένες αναβαθμίσεις. Μολονότι ορισμένοι στόχοι δεν είχαν επιτευχθεί πλήρως, αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως η πανδημία του κορωνοϊού, ο πληθωρισμός και η ενεργειακή κρίση. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έχει λόγους να αμφισβητήσει την αξιοπιστία του επιχειρηματικού σχεδίου για την περίοδο 2025-2032.
Εξετάζοντας τους όρους συμμετοχής του ρουμανικού δημοσίου στην Τράπεζα, η Επιτροπή σημείωσε ότι η Ρουμανία έχει στηρίξει σημαντικά την Τράπεζα τα τελευταία χρόνια, μεταξύ άλλων με ένα δάνειο μειωμένης εξασφάλισης ύψους περί τα 280.000.000 ευρώ, καθώς και με σημαντικές καταθέσεις του δημόσιου τομέα. Ωστόσο, τα μέτρα αυτά αντιστοιχούσαν σε όρους αγοράς και συνδέονταν άμεσα με την διευκόλυνση, μέσω της Τράπεζας, της υλοποίησης ορισμένων δημοσίων έργων. Η Επιτροπή σημείωσε πως οι ρουμανικές αρχές είχαν αποδείξει ότι η Τράπεζα θα είχε επιτύχει τους στόχους ανάπτυξης της ακόμη και χωρίς αυτά τα μέτρα. Η Τράπεζα συμμετείχε, επίσης, σε προγράμματα δανειοδότησης από κοινού με άλλες τράπεζες, πράγμα που σημαίνει ότι δεν τύγχανε ειδικής μεταχείρισης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να διαπιστώσει την ύπαρξη αθέμιτου πλεονεκτήματος ή στρέβλωσης του ανταγωνισμού λόγω της συμμετοχής του ρουμανικού δημοσίου στην Τράπεζα.
Περαιτέρω, η Επιτροπή έκρινε ως εύλογες τις προβλέψεις της Τράπεζας σχετικά με την αύξηση των δανείων. Παρατήρησε ότι, τα τελευταία χρόνια, ιδίως το 2022 και 2023, το χαρτοφυλάκιο δανείων της έχει αυξηθεί σημαντικά, με ρυθμό ταχύτερο από τον μέσο όρο του ρουμανικού τραπεζικού τομέα και πολύ υψηλότερα από τις προβλέψεις του προηγούμενου επιχειρηματικού της σχεδίου. Παράλληλα, διαθέτει ένα πολύ μεγάλο δίκτυο καταστημάτων, κυρίως σε αγροτικές περιοχές, όπου βρίσκονται οι κύριοι πελάτες της. Αν και τα καταστήματα της Τράπεζας είναι μικρότερα σε όρους ενεργητικού σε σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο, αυτό το εκτεταμένο δίκτυο της παρέχει καλή πρόσβαση σε πελάτες και δυνατότητα περαιτέρω ανάπτυξης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συμπέρανε ότι η Τράπεζα βρίσκεται σε καλή θέση για να επιτύχει τους στόχους ανάπτυξης που έχει θέσει στο επιχειρηματικό της σχέδιο για την περίοδο 2025-2032.
Περαιτέρω, παρότι ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων της Τράπεζας (4,1% το 2023) εξακολουθεί να είναι υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ρουμανίας (2,4%), έχει βελτιωθεί από το 5,0% του 2019 και το 5,5% του 2020. Τα περισσότερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αφορούν εταιρικά δάνεια, με δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων 8,9%. Η Τράπεζα είχε υπερβεί τα αναμενόμενα ποσοστά ανάκτησης, μειώνοντας το κόστος κινδύνου, και ο δείκτης κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξάνεται διαρκώς, μολονότι παραμένει κάτω από τον εθνικό μέσο όρο. Η Τράπεζα διαθέτει μια ολοκληρωμένη στρατηγική μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία περιλαμβάνει σταθερά σχέδια για τα επόμενα χρόνια, ευθυγραμμισμένα με τις βέλτιστες πρακτικές της ΕΕ και ενσωματώνει διάφορες μεταρρυθμίσεις στον τομέα των πιστώσεων και της αποκατάστασης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε προβλήματα όσον αφορά τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων της Τράπεζας.
Ενόψει των ανωτέρω, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε παράγοντες που θα έθεταν εν αμφιβόλω την αξιοπιστία του επιχειρηματικού σχεδίου 2025-2032, με βάση τα όσα έχει επιτύχει η Τράπεζα στο πλαίσιο του επιχειρηματικού της σχεδίου 2019-2023, οι προβλέψεις του οποίου έχουν σχεδόν εξ ολοκλήρου επιτευχθεί ή ξεπεραστεί. Στη βάση αυτή, η Επιτροπή έκρινε ότι πληρούνταν, εν προκειμένω, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή και, συνεπώς, δεν χορηγούνταν οικονομικό πλεονέκτημα στην Τράπεζα.



