Ακύρωση ιταλικού καθεστώτος λόγω έλλειψης αιτιολογίας– T-268/21

Ryanair/Επιτροπή (Ιταλία) – Η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε για ποιους λόγους η προϋπόθεση σεβασμού ορισμένων εργατικής φύσεως δικαιωμάτων για την υπαγωγή δικαιούχων σε καθεστώς κρατικής ενίσχυσης λόγω κορωνοϊού κρίθηκε συμβατή, μόνο υπό το πρίσμα του Κανονισμού 593/2008 (Ρώμη Ι), χωρίς να αξιολογηθούν άλλοι κανόνες και αρχές του ενωσιακού δικαίου, όπως η ελευθερία εγκατάστασης και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών

Το 2020, η Ιταλία συνέστησε ένα ταμείο αποζημίωσης για τις ζημίες που υπέστη ο κλάδος των αερομεταφορών στο πλαίσιο της πανδημίας του κορωνοϊού. Την ίδια χρονιά, κοινοποίησε στην Επιτροπή καθεστώς ενίσχυσης επιλέξιμων αεροπορικών εταιρειών από το εν λόγω ταμείο, λόγω των επιβαλλόμενων ταξιδιωτικών περιορισμών και άλλων περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν στο πλαίσιο της πανδημίας. Οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή στο καθεστώς περιελάμβαναν: α) την υποχρέωση των δικαιούχων να μην είναι δικαιούχοι άλλων κρατικών ενισχύσεων, β) κατοχή νόμιμης άδειας λειτουργίας, γ) χωρητικότητα αεροσκαφών συγκεκριμένου επιπέδου, και δ) σεβασμό των ελάχιστων αμοιβών των εργαζομένων, όπως καθορίζονται από εθνική συλλογική σύμβαση εργασίες για τις αερομεταφορές.

Η Επιτροπή, με την απόφαση SA.59029, ενέκρινε το ιταλικό καθεστώς. Η αεροπορική εταιρεία Ryanair, η οποία δεν πληρούσε το σύνολο των παραπάνω προϋποθέσεων, προσέφυγε στο ΓεΔΕΕ κατά της εν λόγω απόφασης, προβάλλοντας τέσσερις λόγους ακύρωσης, εκ των οποίων εξετάστηκε μόνον ο τέταρτος, περί της παραβίασης της υποχρέωσης αιτιολογίας από την Επιτροπή.

Η Ryanair ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολογεί τους λόγους για τους οποίους η ως άνω τέταρτη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο καθεστώς κρίθηκε συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο μόνον υπό το πρίσμα του Κανονισμού 593/2008 (Ρώμη Ι) περί του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές ενοχές, χωρίς να αξιολογηθεί υπό το πρίσμα των αρχών της απαγόρευσης των διακρίσεων και της ελευθερίας εγκατάστασης και ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Το ΓεΔΕΕ παρατήρησε πως το συμπέρασμα της Επιτροπής ήταν ότι η συμβατότητα της τέταρτης προϋπόθεσης έπρεπε να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα «άλλων σχετικών διατάξεων του ενωσιακού δικαίου», πέραν των κανόνων κρατικών ενισχύσεων. Τούτο, όμως, χωρίς να αιτιολογήσει, με σαφή και κατηγορηματικό τρόπο για ποιους λόγους θεωρεί ότι: α) η απαίτηση ελάχιστης αμοιβής συνδέεται άρρηκτα με το καθεστώς και β) ότι η απαίτηση αυτή δεν είναι εγγενής με τον στόχο του μέτρου, δεδομένα που, εφόσον ισχύουν ταυτόχρονα, αλληλοαναιρούνται.

Περαιτέρω, το ΓεΔΕΕ επεσήμανε ότι η Επιτροπή, πράγματι, δεν αιτιολόγησε για ποιους λόγους έκρινε τη συμβατότητα του καθεστώτος μόνο με βάση τον Κανονισμό 593/2008, χωρίς αναφορά σε άλλες διατάξεις και αρχές του ενωσιακού δικαίου. Διαπίστωσε, ακόμα, ότι η Επιτροπή είχε στο παρελθόν επιστήσει την προσοχή της Ιταλίας αναφορικά με τη συμβατότητα ιταλικής ρύθμισης, παρόμοιας διατύπωσης με την προϋπόθεση αυτήν.

Συνεπώς, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε γιατί εξέτασε τη συμβατότητα της απαίτησης για ελάχιστη αμοιβή μόνο με τον Κανονισμό 593/2008 και όχι με άλλες διατάξεις, και ιδίως με την ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών. Ο δε ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η απαίτηση αυτή πληρούται από την υποχρέωση των ιταλικών αρχών και των ιταλικών δικαστηρίων να διασφαλίζουν ότι η απαίτηση ελάχιστης αμοιβής εφαρμόζεται κατά τρόπο συμβατό με το ενωσιακό δίκαιο, δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωση της να ελέγχει τη συμβατότητα της ενίσχυσης, συμπεριλαμβανομένων, όπου χρειάζεται, και των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου πέραν των άρθρων 107-108 ΣΛΕΕ.

Για τους λόγους αυτούς, το ΓεΔΕΕ έκανε δεκτή την προσφυγή και ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής.

https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=274064&pageIndex=0&doclang=EN&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=21980694

keyboard_arrow_up