Ενίσχυση που χορηγήθηκε σε θυγατρική εταιρία ενός ομίλου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση της συμβατότητας νέας ενίσχυσης που χορηγείται μεταγενέστερα σε άλλη θυγατρική εταιρία του ίδιου ομίλου, προκειμένου να διαπιστωθεί με ασφάλεια εάν και σε ποιο βαθμό η τελευταία μπορεί να επωφελείται και από την προηγηθείσα ενίσχυση
Ακύρωση απόφασης Επιτροπής για ενίσχυση της KLM λόγω κορωνοϊού – ΓεΔΕΕ T-643/20
Η αεροπορική εταιρία KLM, όπως και η Air France, είναι θυγατρική της εταιρίας χαρτοφυλακίου Air France-KLM, μεγαλύτεροι μέτοχοι της οποίας είναι το γαλλικό και ολλανδικό δημόσιο. Τον Ιούνιο 2020, οι ολλανδικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή κρατική ενίσχυση λόγω κορωνοϊού προς την KLM, η οποία συνίστατο, αφενός, σε εγγύηση του Δημοσίου για δάνειο που θα της χορηγούνταν από κοινοπραξία τραπεζών και, αφετέρου, σε κρατικό δάνειο. Ο συνολικός προϋπολογισμός της ενίσχυσης ανερχόταν σε 3,4 δισεκατομμύρια ευρώ και είχε ως σκοπό τη βελτίωση της ρευστότητας της KLM, δεδομένων των δυσμενών συνεπειών που αντιμετώπιζε λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η KLM έχει ιδιαίτερη σημασία για την οικονομία της Ολλανδίας και, έτσι, τυχόν πτώχευσή της θα επιδείνωνε περαιτέρω την προκληθείσα από την πανδημία σοβαρή διαταραχή της οικονομίας του συγκεκριμένου κράτους μέλους.
Η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση, που είναι, όμως, συμβατή σύμφωνα με το Προσωρινό Πλαίσιο λόγω κορωνοϊού 2020 (Κεφ. 3.2 και 3.3) (SA.57116/2020). Σημειώνεται, συναφώς, ότι είχε προηγηθεί παρόμοια εγκριτική απόφαση της Επιτροπής όσον αφορά αντίστοιχη ενίσχυση από τη Γαλλία προς την Air France, υπό τη μορφή κρατικής εγγύησης και μετοχικού δανείου (SA.57082/2020).
Η αεροπορική εταιρία Ryanair DAC άσκησε προσφυγή ακύρωσης κατά της απόφασης της Επιτροπής ενώπιον του ΓεΔΕΕ λόγω ανεπαρκούς αιτιολογίας και, συγκεκριμένα, επειδή θεώρησε ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της την ενίσχυση που είχε προηγουμένως χορηγηθεί στην Air France, η οποία ανήκει επίσης στον όμιλο Air France-KLM. Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι η ενίσχυση που είχε προηγουμένως χορηγηθεί στην Air France μπορούσε να ωφελήσει ολόκληρο τον όμιλο Air France-KLM, άρα, και την KLM, δεδομένου ότι η Air France και η KLM είναι και οι δύο θυγατρικές της και συναποτελούν ενιαία οικονομική μονάδα.
Το ΓεΔΕΕ, επισήμανε ότι η Επιτροπή στην απόφασή της περιορίστηκε στην περιγραφή της μετοχικής σύνθεσης της Air France-KLM, χωρίς να αναφερθεί στη μετοχική σύνθεση των δύο θυγατρικών της, ούτε και στους μεταξύ τους λειτουργικούς, οικονομικούς και οργανικούς δεσμούς. Συναφώς, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι η Air France-KLM είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της KLM και μοναδικός μέτοχος της Air France (το 100% του κεφαλαίου της Air France ανήκει στην εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM). Ακόμα, διαπίστωσε ότι η Air France-KLM ενεπλάκη στη χορήγηση και διαχείριση των επίμαχων ενισχύσεων, δεδομένου ότι το Ολλανδικό Δημόσιο, η KLM και η Air France-KLM σύναψαν σύμβαση-πλαίσιο για τον καθορισμό των γενικών όρων χορήγησης της ενίσχυσης. Επομένως, η Air France-KLM είχε ορισμένα συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις σε σχέση με την επίμαχη ενίσχυση. Κατά το ΓεΔΕΕ, στην απόφαση της Επιτροπής δεν περιγράφεται το περιεχόμενο των συμβατικών υποχρεώσεων της Air France-KLM,της Air France και της KLM σχετικά με τη χρήση της επίμαχης ενίσχυσης, ούτε αποκλείεται η πιθανότητα να ωφελήθηκε η KLM από την προηγούμενη ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Air France. Συνεπώς, το ΓεΔΕΕ διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς και σύμφωνα με τον νόμο την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς περιορίστηκε στη διαπίστωση, αφενός, ότι η KLM ήταν η δικαιούχος του μέτρου της ενίσχυσης και, αφετέρου πως, οι ολλανδικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η ενίσχυση αυτή δεν θα χρησιμοποιούνταν από την Air France, παρόλο που γνώριζε ότι οι δύο αυτές εταιρίες ανήκαν στον ίδιο όμιλο και ενώ προέκυπτε από ορισμένα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής, αλλά και από στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στην απόφαση για την ενίσχυση προς την Air France, ότι η εταιρία χαρτοφυλακίου Air France-KLM διαδραμάτιζε κάποιο ρόλο στη χορήγηση και τη διαχείριση των ενισχύσεων αυτών.
Βάσει των ανωτέρω, το ΓεΔΕΕ έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει με σαφήνεια και ακρίβεια το σύνολο των κρίσιμων πραγματικών και νομικών στοιχείων και, επομένως, πρέπει να ακυρωθεί λόγω ελλιπούς αιτιολογίας. Ωστόσο, το ΓεΔΕΕ έκρινε, παράλληλα, ότι η αμφισβήτηση του νόμιμου της είσπραξης των επίμαχων ενισχύσεων, θα είχε ιδιαιτέρως επιζήμιες συνέπειες στην ήδη πληγείσα από την πανδημία του κορωνοϊού ολλανδική οικονομία, καθώς και στην αεροπορική συγκοινωνιακή εξυπηρέτηση της χώρας. Ως εκ τούτου, επικαλούμενο την πάγια νομολογία του σχετικά με τον περιορισμό του ακυρωτικού αποτελέσματος των αποφάσεών του εξαιτίας επιτακτικών λόγων ασφάλειας δικαίου, όπως εν προκειμένω, έκρινε ότι δικαιολογείται η αναστολή για δύο μήνες των αποτελεσμάτων τα οποία συνεπάγεται η ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής έως ότου η τελευταία εκδώσει νέα απόφαση.