Διαπίστωση αδυναμίας ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων — Τ-219/13 & Τ-220/13

Η απόλυτη αδυναμία ανάκτησης του μη καταβληθέντος δημοτικού φόρου ακίνητης περιουσίας στην Ιταλία μπορούσε να διαπιστωθεί και να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή και κατά το στάδιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, εφόσον οι ιταλικές αρχές την ενημέρωσαν εγκαίρως για τα προβλήματα ανάκτησης

Στις 12 Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, σχετικά με την απαλλαγή από τον ιταλικό δημοτικό φόρο ακίνητης περιουσίας (εφεξής «ICI») των μη εμπορικών οντοτήτων που επιδιώκουν ειδικούς σκοπούς. Επιπλέον, στην επίσημη διαδικασία έρευνας θα περιλαμβανόταν και το άρθρο 149, παράγραφος 4, του ενιαίου νόμου για τη φορολογία εισοδήματος (εφεξής «TUIR»), σύμφωνα με το οποίο τα κριτήρια για την απώλεια της ιδιότητας της μη εμπορικής οντότητας δεν θα εφαρμόζονταν σε σχέση με τα εκκλησιαστικά ιδρύματα, που έχουν αναγνωριστεί ως νομικά πρόσωπα αστικού δικαίου, και με τους ερασιτεχνικούς αθλητικούς συλλόγους. Στις 15 Φεβρουαρίου 2012, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή την πρόθεσή τους να προβούν στη θέσπιση νέας ρυθμίσεως σχετικά με τον δημοτικό φόρο ακίνητης περιουσίας και ανακοίνωσαν ότι η απαλλαγή από τον ICI θα αντικαθίστατο, από 1ης Ιανουαρίου 2012, από νέα διάταξη σχετικά με την επιβολή ενιαίου δημοτικού φόρου (εφεξής «IMU»), η οποία αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στον περιορισμό της απαλλαγής από τον IMU μόνο για τις ειδικές δραστηριότητες που ασκούνται από μη εμπορικές οντότητες «με μη εμπορικές μεθόδους». Η εν λόγω ρύθμιση προέβλεπε επίσης κανόνες που επέτρεπαν την αναλογική καταβολή του IMU σε περίπτωση χρησιμοποιήσεως του ίδιου ακινήτου τόσο για εμπορικές όσο και για μη εμπορικές δραστηριότητες.

Στις 19 Δεκεμβρίου 2012, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι η απαλλαγή που χορηγήθηκε στο πλαίσιο του καθεστώτος του ICΙ στις μη εμπορικές οντότητες, οι οποίες ασκούσαν στα ακίνητά τους ειδικές δραστηριότητες, συνιστούσε παράνομη και ασυμβίβαστη κρατική ενίσχυση. Παρά ταύτα, η Επιτροπή έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα ήταν απολύτως αδύνατον για τις ιταλικές αρχές να ανακτήσουν τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παράνομα, με αποτέλεσμα να μη διατάξει την ανάκτησή τους. Τέλος, έκρινε ότι ούτε το άρθρο 149 § 4 του TUIR ούτε η προβλεπόμενη από το νέο καθεστώς του IMU απαλλαγή συνιστούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 § 1 ΣΛΕΕ. Κατά της απόφασης αυτής οι προσφεύγοντες (ιδιοκτήτης ενός τουριστικού καταλύματος και ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα) άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές, με τις οποίες ζητούσαν την ακύρωση της από 19.12.2012 απόφασης της Επιτροπής.

Στο πλαίσιο των ως άνω προσφυγών, το Δικαστήριο έκρινε αρχικά ότι, καίτοι συνήθως τα κράτη μέλη προτείνουν την απόλυτη αδυναμία ανακτήσεως κρατικής ενίσχυσης κατά το στάδιο της εκτέλεσης της απόφασης της Επιτροπής, ωστόσο αυτή είναι δυνατόν να διαπιστωθεί και κατά το στάδιο της επίσημης έρευνας, εφόσον το κράτος μέλος θέσει εγκαίρως στην κρίση της Επιτροπής τα προβλήματα που συνδέονται με την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο, επιβεβαιώνοντας την κρίση της Επιτροπής, κατέληξε ότι, εφόσον από τις κτηματολογικές και φορολογικές βάσεις δεδομένων δεν μπορούσαν να εξαχθούν πληροφορίες αναφορικά με το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνταν στα ακίνητα των μη εμπορικών οντοτήτων, ούτε και μπορούσε να προσδιοριστεί με ασφάλεια το ύψος της χορηγηθείσας ασυμβίβαστης κρατικής ενίσχυσης, υπήρχε απόλυτη αδυναμία ανάκτησής της από τις ιταλικές αρχές. Μάλιστα, το Δικαστήριο έκρινε πως η Επιτροπή δεν μπορεί να συμπεράνει ότι μία επιχείρηση επωφελήθηκε κρατικής ενίσχυσης, στηριζόμενη απλώς στην έλλειψη πληροφοριών, ικανών να στηρίξουν το αντίθετο συμπέρασμα, εφόσον δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία, που να αποδεικνύουν καταφατικώς την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης.

Επιπλέον, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι η ρύθμιση του TUIR δεν χορηγεί επιλεκτικό πλεονέκτημα στα εκκλησιαστικά ιδρύματα, καθώς δεν προβλέπει ότι αυτά θα τελούν σε μόνιμο καθεστώς μη εμπορικής οντότητας, εφόσον είναι δυνατόν να απωλέσουν το καθεστώς αυτό με βάση άλλες διατάξεις του ιταλικού δικαίου.

Τέλος, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι στην έννοια της «επιχείρησης» υπάγεται κάθε φορέας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Περαιτέρω, οικονομική δραστηριότητα θεωρείται κάθε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών και υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά, ανεξαρτήτως του αν η προσφορά έχει σκοπό το κέρδος, εφόσον με την προσφορά ο φορέας ανταγωνίζεται άλλους επιχειρηματίες που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό. Κατά συνέπεια, εφόσον ο IMU προβλέπει απαλλαγή μόνο για τις οντότητες που δεν μπορούν να θεωρηθούν «επιχειρήσεις» κατά τα ανωτέρω, δεν μπορεί να θεωρηθεί, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ότι η εν λόγω ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 § 1 ΣΛΕΕ.

http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=183327&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=604712

http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=183333&pageIndex=0&doclang=FR&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=868580

keyboard_arrow_up